Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του γυρίζεις πίσω στον χρόνο, τότε που τα όνειρα ήταν αρχικά ασπρόμαυρα σε μια Ελλάδα, που έγλυφε τις πληγές του πρώτου αλλά κυρίως του δεύτερου μεγάλου πολέμου και του Εμφυλίου, για να εξελιχθουν σε ζωηρόχρωμα σινεμασκόπ που υμνούσαν τη χαρά της ζωής.
Τότε που οι Ελληνες μαζί και οι Ηρακλειώτες ανακάλυπταν και λάτρευαν τις σκοτεινές αίθουσες που έπαιζαν λογής-λογής ξένα και ελληνικά έργα και υπήρχαν παντού μέσα στην πόλη σε αντίθεση με σήμερα. Το ημερολόγιο για το 2019 της Τυποκρέτα είναι αφιερωμένο στους κινηματόγράφους του Ηρακλείου στο πέρασμα του χρόνου.
Το νοσταλγικό και όχι μόνο αφιέρωμα επιμελήθηκε ο κριτικός -ιστορικός κινηματογράφου και συνεργάτης της “Π” Νίκος Τσαγαράκης. Μέσα στις σελίδες του, βλέπουμε τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου ως κινηματογράφο “Μινώα”, στη δεκαετία του ’50, τη χειμερινή “Ηλέκτρα” του ‘70, τον χειμερινό και θερινό κινηματογράφο “Κρόνο” στον Πόρο, τον “Απόλλωνα” στην οδό Δικαιοσύνης στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όπου ο χρόνος πάγωσε στο “Μελαψό ρόδο της Ανατολής” με την Άβα Γκαρντνερ, το “Αστόρια” στην πρώτη σεζόν της λειτουργίας του τον χειμώνα 1958-1959, το περίφημο “Ντορέ” σε μια αγνώριστη πλατεία Ελευθερίας στα τέλη του ’50, το θερινό “Κάστρο” στη λ. Δημοκρατίας τη δεκαετία του ’60, τον πρώτο θερινό “Γαλαξία” στην οδό Αστρινάκη, τους μηχανικόυς προβολείς του, Ανδρέα Αραβιτσάκη και Λευτέρη Ποιταροκοίλη, τον δεύτερο “Γαλαξία” στην οδό Ακαδημίας, και τέλος το θερινό “Αλκαζάρ”, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, στην ακόμα πιο μακρινή δεκαετία του ‘30.
“Οι φωτογραφίες” τονίζει ο Νίκος Τσαγκαράκης “που η Τυποκρέτα προσφέρθηκε πολύ ευγενικά να παρουσιάσει σ’ αυτό το ημερολόγιο, είναι αποτέλεσμα της έρευνας που ξεκίνησα πριν από δεκαπέντε χρόνια με θέμα την ιστορία των κινηματογραφικών αιθουσών στο Ηράκλειο, ως μεταπτυχιακός φοιτητής κινηματογράφου στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Αποτελούν ένα μόνο μικρό μέρος από το εκτενές φωτογραφικό αρχείο που δημιουργήθηκε με τα χρόνια, η αξία του οποίου δεν είναι απλώς νοσταλγική.
Θέλω να πιστεύω ότι περισσότερο αναδεικνύει τις αίθουσες ως θεμελιώδη αρχιτεκτονικά, κοινωνικά και πολιτισμικά μνημεία της αστικής ζωής του 20ου αιώνα, προσθέτοντας ένα πολύτιμο κομμάτι στον θησαυρό της πόλης, αναθερμαίνοντας παράλληλα την αγάπη όλων μας τόσο για το Ηράκλειο όσο και τον κινηματογράφο. Με τις θερμές μου ευχαριστίες σε όσους πολύ πρόθυμα τις παραχώρησαν”.