Έχουν γραφτεί αμέτρητα πεζά και ποιήματα για την μητέρα.
Επιλέξαμε 3 πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά κατά την γνώμη μας ιδιαίτερα και ξεχωριστά και σας τα παρουσιάζουμε.
Κάποιο από αυτά, ίσως σας θυμίζει την δική σας.
Ένα τάπερ με γεμιστά
Του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
Πριν λίγα χρόνια είχα έναν φίλο που πέθανε η μάνα του απότομα, από καρδιά.
Ήταν περίεργο παιδί και δεν έκλαψε καθόλου, ούτε με το πρώτο σοκ, ούτε μετά – στις εκκλησίες και στους τάφους. Ήταν κλειστός σαν πέτρα, γιατί την αγαπούσε πολύ.
Το βράδυ που έφυγαν οι επισκέπτες από το σπίτι (σχεδόν τους έδιωξε), εξαντλημένος άνοιξε το ψυγείο. Σε ένα τάπερ βρήκε γεμιστά. Τα είχε μαγειρέψει η μάνα του μια μέρα πριν πεθάνει.
Έκατσε στο τραπέζι, μόνος, και σαν υπνωτισμένος άρχισε να τρώει. Ένιωσε κάτι υπόκωφο να του χτυπάει τ’ άντερα: η οικειότητα αυτής της γεύσης. Το ρύζι, η ντομάτα, το συγκεκριμένο λάδι, ο συγκεκριμένος άνηθος – αυτό το μείγμα που ανήκε αποκλειστικά στη μάνα του.
Τότε μόνο τον πήραν τα κλάματα.
Έκλαιγε και έτρωγε, σιγά σιγά, για να μην τελειώσουν. Μέχρι που τελείωσαν..
Τα χαρτομάντιλα – Herta Müller
«Χαρτομάντιλο έχεις;» με ρωτούσε κάθε μέρα η μητέρα στην εξώπορτα πριν βγω έξω. Δεν είχα. Και επειδή δεν είχα, ξαναπήγαινα στο δωμάτιο για να μου δώσει χαρτομάντιλο. Κάθε πρωί ήμουν χωρίς χαρτομάντιλο, γιατί κάθε πρωί περίμενα την ίδια ερώτηση. Το χαρτομάντιλο ήταν κάθε πρωί η απόδειξη της μητρικής στοργής. Αργότερα μέσα στη μέρα έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Η ερώτηση «χαρτομάντιλο έχεις;» ήταν μια έμμεση τρυφερότητα.
Η απροκάλυπτη τρυφερότητα θα μας έφερνε σε δύσκολη θέση. Τέτοια πράγματα, οι αγρότες δεν τα γνώριζαν. Η αγάπη μεταμφιεζόταν σε ερώτηση. Μόνο έτσι μπορούσες να την εκφέρεις, στεγνά, σαν διαταγή. Σαν να ήσουν στη δουλειά. Ο απότομος τόνος υπογράμμιζε την τρυφερότητα. Κάθε φορά στεκόμουν χωρίς χαρτομάντιλο στην πόρτα, και αμέσως μετά βρισκόμουν με χαρτομάντιλο.
Μόνο έτσι έβγαινα στον δρόμο, λες και μαζί με το χαρτομάντιλο ήταν και η μητέρα μου μαζί.
Η μητέρα μου στην εκκλησία- Νικηφόρος Βρεττάκος
Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές.
Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.