Φέτος γιορτάζει τα 60 χρόνια της διαδρομής του στα μουσικά πράγματα της Ελλάδας. Κι όχι όποια κι όποια διαδρομή, αφού η πορεία του είναι άμεσα δεμένη με την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, στο οποίο έχει χαρίσει πολλές και σημαντικές επιτυχίες που μένουν το ίδιο ζωντανές κι αρυτίδιαστες στο πέρασμα του χρόνου, αποδεικνύοντας τη δεινότητά του ως συνθέτη.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος, αν και δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, κατάφερε να είναι συνάμα πρωταγωνιστής κι εργάτης της τέχνη του. Κατάλαβε ότι «το ‘χει» με τη μουσική από τα 14 του χρόνια. Αυτό που δεν ήξερε ήταν πού θα τον οδηγήσει αυτή η διαδρομή.
«Αυτό που έκανα τότε ήταν» τονίζει μιλώντας στην «Π» «ήταν να προσπαθήσω κάτι καλύτερο για μένα και φυσικά αυτά που κέρδισα θεωρώ ότι ήταν δώρα Θεού». Ο ίδιος υποστηρίζει πως γεννήθηκε για να υπηρετεί τη λαϊκή μουσική κι αυτό έκανε με τον καλύτερο, όπως αποδείχτηκε, τρόπο.
Η πρώτη του δουλειά ήταν σε μία γιορτή, σε ένα καφενείο ενός χωριού, εκεί στην πατρίδα του, στην Αλεξάνδρεια του νομού Ημαθίας. Η πρώτη του όμως επίσημη δουλειά ήταν εδώ στο Ηράκλειο. «Σε ένα κέντρο» θυμάται «που υπήρχε τότε που το ονόμαζαν “Μαύρος γάτος”.
Έχω ακούσει πως τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως καφετέρια. Ήταν μία φοβερή εμπειρία.
Δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα. Και σαν πιτσιρικάς που ήμουν εκεί βίωσα και το πρώτο μου φλερτ». Η συνέχεια θα είναι θεαματική, θα γνωρίσει όλους τους «μεγάλους» του ελληνικού τραγουδιού, θα έχει όμως ως πρότυπο τον Μανώλη Χιώτη, ενώ αγαπούσε πολύ τον Γιώργο Ζαμπέτα, που ήταν προσωπικός του φίλος, όπως και τον Μάνο Λοΐζο.
Αν και έχει γράψει έναν ωκεανό τραγούδια, ξεχωρίζει το «Υπάρχω», που ήταν σε ένα δίσκο lp και όλα τα τραγούδια δικά του. «Και ως γνωστόν» λέει «τα τραγούδια αυτά έμειναν και χάραξαν την ιστορία μου.
Επίσης αγαπώ πάρα πολύ κάποια τραγούδια μου που ο στίχος περιγράφει ένα ταξίδι σαν ένα μικρό ντοκιμαντέρ. Ένα από αυτά είναι οι “Νταλίκες” του δικού σας Μανώλη Ρασούλη».
Ο μεγάλος συνθέτης στη συνέντευξή του στην «Π» μιλά ακόμα για την τύχη, για το τι κάνει ένα τραγούδι ν’ αντέχει στον χρόνο, για το πώς βλέπει να διαμορφώνεται το νέο τοπίο λόγω της τεχνολογίας, τι τον κρατά προσγειωμένο, την αγαπημένη του φράση και πολλά άλλα.
«Πιστεύω πως γεννήθηκα για να υπηρετώ τη λαϊκή μουσική και αυτό έκανα»
-Όταν ξεκινούσατε πριν 60 χρόνια, πιστεύατε ότι θα είχατε αυτή τη διαδρομή;
-Πρώτα πρώτα να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία σας στην εφημερίδα σας. Όταν ξεκινούσα, φυσικά και δεν ήξερα πού θα με οδηγήσει η διαδρομή. Αυτό που έκανα τότε ήταν να προσπαθήσω κάτι καλύτερο για μένα και φυσικά αυτά που κέρδισα θεωρώ ότι ήταν δώρα Θεού.
-Έχετε κάνει πολλές δουλειές. Πότε καταλάβατε ότι «το έχετε» με τη μουσική και δη με το μπουζούκι;
-Από τα 14 μου. Όποτε πήγαιναν οι γονείς μου σε μία γιορτή ήξεραν ότι θα με βρουν δίπλα στην ορχήστρα να χαζεύω τους οργανοπαίκτες που έπαιζαν μουσική. Επομένως, πιστεύω πως γεννήθηκα για να υπηρετώ τη λαϊκή μουσική και αυτό έκανα.
-Πιστεύετε στην τύχη;
-Ναι. Παίζει ρόλο μία συγκυρία που θα υπάρξει στον δρόμο ενός ανθρώπου. Πιστεύω όμως ο καθένας, αν δεν πιστεύει στον εαυτό του, αν δεν δουλέψει, αν δεν πιστέψει σ’ αυτό που κάνει και αν δεν έχει ταλέντο για αυτό που κάνει, η τύχη δεν φτάνει.
-Θυμάστε την πρώτη πρώτη σας δουλειά;
-Φυσικά τη θυμάμαι. Ήταν σε μία γιορτή, σε ένα καφενείο ενός χωριού, εκεί στην πατρίδα μου, στην Αλεξάνδρεια του νομού Ημαθίας. Η πρώτη μου όμως επίσημη δουλειά που πήγα ήταν συμπτωματικά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Σε ένα κέντρο που υπήρχε τότε, που το ονόμαζαν «Μαύρος γάτος». Έχω ακούσει πως τα τελευταία χρόνια λειτουργεί ως καφετέρια. Ήταν μία φοβερή εμπειρία. Δουλεύαμε 7 μέρες την εβδομάδα. Και σαν πιτσιρικάς που ήμουν εκεί βίωσα και το πρώτο μου φλερτ.
-Υπάρχουν μέσα στον ωκεανό των τραγουδιών σας κάποια που τα ξεχωρίζετε και γιατί;
-Βεβαίως και υπάρχουν κάποια τραγούδια μου που ξεχωρίζω. Να σας πω μερικά. Το ένα είναι το «Υπάρχω», που ήταν σε ένα δίσκο lp, που ήταν όλα τα τραγούδια δικά μου. Και ως γνωστό τα τραγούδια αυτά έμειναν και χάραξαν την ιστορία μου. Επίσης αγαπώ πάρα πολύ κάποια τραγούδια μου που ο στίχος περιγράφει ένα ταξίδι σαν ένα μικρό ντοκιμαντέρ. Ένα από αυτά είναι οι «Νταλίκες» του δικού σας Μανώλη Ρασούλη.
-Από την παλιά γενιά υπάρχουν καλλιτέχνες που σας επηρέασαν;
-Εννοείται! Όλοι οι μπουζουξήδες είχαν και έχουν έναν μεγάλο θαυμασμό και ως πρότυπο τον Μανώλη Χιώτη. Έτσι και εγώ λοιπόν τον θαύμαζα πολύ. Είχα και την ευκαιρία να παίξω και μία σεζόν μαζί του. Επίσης αγαπούσα πολύ τον Γιώργο Ζαμπέτα, που ήταν προσωπικός μου φίλος, όπως και τον Μάνο Λοΐζο.
-Από τους νεαρότερους ποιους ξεχωρίζετε και γιατί;
-Να σας πω την αλήθεια, δεν ξεχωρίζω κανέναν ιδιαίτερα. Έχουν μείνει κάποιοι από τις προηγούμενες γενιές που θαυμάζω, όπως είναι ο Βαγγέλης Κορακάκης, που γράφει εξαιρετικά λαϊκά τραγούδια. Από εκεί και πέρα, κάποια τραγούδια ξεχωρίζουν μεμονωμένα από κάποιους, που τα αγαπώ και είναι όμορφα. Όπως η «Πριγκιπέσσα» του Σωκράτη Μάλαμα και το «Στα είπα όλα» του Μίλτου Πασχαλίδη.
-Υπάρχει κάποια φράση που είναι το μότο της ζωής σας;
-Όχι φράση. Κάποιες λέξεις ναι. Υπάρχουν στις παρέες που κάνω. Συνηθίζεται να λέμε «γεια σου αδερφέ» και μου αρέσει!
«Αν κάποιος του δικού μου μεγέθους στον χώρο της μουσικής έχει να πει κάποια πράγματα, καλό είναι να τα πει εν ζωή»
-Ποιο τραγούδι συνδέεται με τον πιο περίεργο τρόπο έμπνευσης;
-Δεν υπάρχουν περίεργοι τρόποι έμπνευσης. Την έμπνευση την έχεις ή δεν την έχεις. Για εμάς τους αυτοδίδακτους λαϊκούς συνθέτες ο τρόπος που φτιάχνουμε τα τραγούδια είναι να παίζουμε πρώτα κάποιες φράσεις σε μορφή ταξιμιού σε έναν λαϊκό μουσικό δρόμο που να ταιριάζει στον στίχο που έχουμε μπροστά μας να μελοποιήσουμε. Και μετά έρχεται η φώτιση από πάνω στο μυαλό και γράφεται η μελωδία.
-Τι κάνει ένα τραγούδι καλό τραγούδι που αντέχει στον χρόνο;
-Δεν υπάρχει μία απόλυτη συνταγή για αυτό. Επειδή δουλεύω συνεχώς σε live, αισθάνομαι και νιώθω τι ζητάει ο κόσμος. Και επειδή δουλεύω πάνω σε συγκεκριμένες βάσεις που έχω διδαχθεί από τους προκατόχους μου, ψάχνω να βρω στίχο που να έχει ουσία, που να έχει εικόνες και φτιάχνω μία μελωδία που να τραγουδιέται. Να περνάει δηλαδή στον κόσμο, να κάνει τον κόσμο να γίνεται μία παρέα. Κατά την άποψή μου, αυτή είναι η συνταγή…
-Αν σας έλεγε κάποιος «Χρήστο παίξε επειγόντως», ποιο τραγούδι θα σας ερχόταν αμέσως στο μυαλό;
-Μου αρέσει πάρα πολύ το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα. Επίσης μου αρέσει πάρα πολύ το «Όμορφη και παράξενη πατρίδα» του Δημήτρη Λάγιου. Συνήθως όμως στις παρέες παίζουμε κάτι που να ταιριάζει τη στιγμή εκείνη.
-Έχετε γράψει τη βιογραφία σας. Γιατί αισθανθήκατε την ανάγκη να το κάνετε;
-Έχω την εντύπωση ότι, αν κάποιος του δικού μου μεγέθους στον χώρο της μουσικής έχει να πει κάποια πράγματα, καλό είναι να τα πει εν ζωή. Αυτό έκανα κι εγώ λοιπόν. Όπως ξέρετε, έχω ζήσει τις χρυσές εποχές του ελληνικού τραγουδιού. Πρόλαβα τους ρεμπέτες, έχω παίξει σε τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, σε τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, έχω συνοδεύσει την Μπέλλου, τον Στράτο Παγιουμτζή. Έχω βιώσει ιστορίες και ιστορίες, τις οποίες αναφέρω στη βιογραφία μου. Όμως η βιογραφία μου αυτή αφορά όλους. Γιατί γράφω το ταξίδι μιας ζωής. Και επειδή κάθε άνθρωπος έχει μία διαδρομή, όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο, θα συνδέσει τον εαυτό του σίγουρα με κάποιες περιπτώσεις που έζησα και εγώ.
«Πολλοί φίλοι μου, για να μου κάνουν χιούμορ, μου λένε “κατάλαβες τι έχεις γράψει;”- Και τους λέω “όχι, και δεν θέλω να καταλάβω”»
-Πώς βλέπετε το νέο τοπίο που διαμορφώνει η τεχνολογία και σας μέσα αυτό;
-Η τεχνολογία είναι πολύ σημαντική για τον χώρο μας. Λόγω της εξέλιξης των μέσων που αφορούν τη μουσική, οι πάντες στον χώρο μας έχουν κάνει δικά τους στούντιο. Ο καθένας γράφει τα τραγούδια του με την ησυχία του στο σπίτι του μέσω της τεχνολογίας. Μπορεί να γίνει ο ίδιος παραγωγός και μέσω της τεχνολογίας μπορεί να τα προωθήσει και να προβληθούν μέσω του διαδικτύου. Όσο για την τεχνητή νοημοσύνη, είναι ακόμα ένα νέο πράγμα στον χώρο της μουσικής. Ο χρόνος θα δείξει. Πιστεύω όμως ότι αυτό που βγάζει η ψυχή δεν υπάρχει περίπτωση να το βγάλει μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης.
-Βιώσατε την καταξίωση στον υπερθετικό βαθμό. Τι σας κρατά προσγειωμένο;
-Πιστεύω πως ο άνθρωπος γεννιέται να είναι απλός. Βλέπω κάτι τύπους στον χώρο μας που έχουν γράψει δύο τραγούδια και απογειώνονται. Είναι στον χαρακτήρα. Εγώ γεννήθηκα απλός άνθρωπος και απλός έμεινα. Πολλοί φίλοι μου καλοί, για να μου κάνουν χιούμορ, μου λένε «εσύ κατάλαβες τι έχεις γράψει; Έχεις καταλάβει ποιος είσαι;» Και τους λέω «όχι, και δεν θέλω να καταλάβω». Είναι πολύ μεγάλη αρετή να είσαι απλός άνθρωπος. Έτσι, δεν είσαι απομονωμένος από τους άλλους. Και μου αρέσει πολύ αυτό.
-Νιώθετε ότι έχετε χάσει στιγμές από την προσωπική σας ζωή λόγω δουλειάς;
-Φυσικά έχω χάσει. Και πολλές. Αλλά στη φόρα της δημιουργίας δυστυχώς συμβαίνει. Είναι γεγονός ότι δεν μπόρεσα να χαρώ όσο έπρεπε τα παιδιά μου όταν μεγαλώνανε. Τη φροντίδα τους είχε αναλάβει η σύζυγός μου. Και εγώ έτρεχα να δημιουργήσω. Αναπληρώνω όμως τώρα με τα εγγόνια μου. Τα χαίρομαι καθημερινά.
-Υπερτερούν οι πικρίες των καλών στιγμών;
-Όλα υπάρχουν στη ζωή. Εγώ τα έχω ζήσει όλα. Τις χαρές και τις πίκρες σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα δύο. Προσπαθώ όμως να κρατάω στη μνήμη μου τις καλές αναμνήσεις και τις χαρές οι οποίες μου δόθηκαν απλόχερα. Eυχαριστώ για τη φιλοξενία.
«Για το μέλλον θα έβαζα έναν στίχο που τραγούδησε ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της προηγούμενης γενιάς, ο Μανώλης Λιδάκης»
-Μετά τα 60 χρόνια, ποιον στίχο τραγουδιού σας θα βάζατε για το μέλλον;
-Ως απάντηση θα κλείσω με έναν στίχο από ένα τραγούδι μου που τραγούδησε ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της προηγούμενης γενιάς που πέρασε από το λαϊκό τραγούδι, ο Μανώλης Λιδάκης: Με ένα τραγούδι στο μυαλό τα ‘ριξα όλα στο βυθό και βγήκα στον αιώνα λευκό πανάκι η καρδιά και το κορμάκι μου μπροστά γυμνό σε μία γοργόνα καπετάνιος ο καημός, δύσκολος καιρός…