Αληθινές ιστορίες από την πατρίδα των παιδικών χρόνων και πρόσωπα μιας παλιάς εποχής που ήταν μύστες τουτ λαϊκου μας πολιτισμού ζωντανεύουν στο νέο βιβλίο του ταχυδρόμου του Κάστρου, Δημήτρη Θεοδοσάκη, με τίτλο «Στον Μέγα Ελαιώνα».
Μέγας ελαιώνας, σημειώνει ο συγγραφέας, θα μπορούσε να είναι ένας θαυμάσιος προσδιορισμός για την ηρωική Κρήτη, που από τα πανάρχαια χρόνια ελιές βυζαίνουν τα χώματά της και μας χαρίζουν το αγιασμένο λιόλαδο. Και στο νοτερό γιαλό της γενέθλιάς μου γης, στο Καστρί του Χόνδρου της Βιάννου, που είναι τριπλά τα καλοκαίρια και ο χειμώνας είναι μικρός, παλιές γέρικες ελιές, φράγκικες και πολλές νεότερες τον καταστολίζουν.
Όταν κατηφορίσεις για το γιαλό και μπεις στον Μέγα Ελαιώνα, σε αυτό το όμορφο παρθένο μέρος, θα νιώσεις ότι περπατείς σε ένα τόπο που έχει μια ιερότητα. Οι κατάφυτες λοφοπλαγιές του με τις άγιες, ήμερες λιανολιές, σου δίδουν την εντύπωση ότι περπατείς στο Όρος των Ελαιών και ότι κάποια στιγμή θα απαντήσεις τον Χριστό με τους μαθητές Του. Κάθε βράδυ το Καστροχάρακο ντύνεται με τα μαύρα ράσα και μοιάζει με τον Πατριάρχη που δραγατεύει από ψηλά την επισκοπή του.
Εκεί τον τότε ερημικό νοτερό γιαλό ήταν ο Μέγας Ελαιώνας του χωριού, γιατί ψηλά στην διπόταμη κοιλάδα τότε είχε λιγοστές ελιές. Στο γιαλό απαντήχνεις ελιές μυρτιές και χαρουπιές αυτά τα δέντρα απαντήχνειε και στα Άγια χώματα που περπάτησε ο Χριστός.
Τον Μέγα Ελαιώνα του γιαλού τον δροσοπότιζε κάθε βδομάδα το τρεχούμενο νερό της Πάνω Φλέγας και το απονέρι της Κάτω Φλέβας.
Γουρνιάζαμε τις ελιές για να κρατούνε πολλές μέρες το νερό στη ρίζα τους να μην διψούνε, ώστε να θρέψουνε τις λιανολιές και να βγάλομε λάδι. Με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, στο βιβλίο κυριαρχούν οι άνθρωποι, τα τοπία και τα μνημεία του χωριού του, του Χόνδρου της Βιάννου και της γύρω περιοχής. Πρόκειται για το 34ο βιβλίο του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη, που ξεκίνησε την πορεία με ποιητικές συλλογές για να περάσει αργότερα στα διηγήματά του.
«Μέγας Ελαιώνας είναι -καταλήγει ο συγγραφέας- η Αγία Γη των παιδικών μου χρόνων. Πώς να λησμονήσω τον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα και που με περιμένανε να γυρίσω, αγάπη να ανταλλάξομε και ένα κομμάτι της ευτυχίας να μου χαρίσουν. Τώρα πια εκείνοι που με περιμένανε στο χωριό έχουν πεθάνει, οι γειτονιές άδειασαν, τα σπίτια είναι κλειστά, οι δρόμοι είναι άδειοι και το χωριό ρημάζει.Μα όσο θα ζω δεν θα πάψω να θυμούμαι και να αγαπώ και να νοσταλγώ τον Μέγα Ελαιώνα, στην μικρή μου πατρίδα, τους καλόβολους χωριανούς μου που κρατούσαν τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και την πίστη μας και με τους φθόγγους του Ομήρου λάτρευαν και δοξάζανε την μεγάλη εκκλησία του Χριστού.
Είναι από μια τελευταία γενιά που γεννήθηκε και ανατράφηκε στο χωριό. Μια γενιά που αγάπησε το χωριό, αλλά αναγκάστηκε να φύγει για την πόλη αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Κουνήσαμε το μαντήλι με συγκίνηση και όρκους, ότι δεν φεύγομε παντοτινά, πάμε για να εργαστούμε και να γυρίσομε στην γενέθλιά μας γης.Είμαστε η στερνή γενιά που έχει δύο μικρές πατρίδες, το χωριό και την πόλη».