Κατά την διάρκεια της ακμάζουσας Νεοανακτορικής περιόδου της Κνωσού στην Αρχαία Κρήτη, σχεδόν όλοι, ανεξαρτήτως φύλου και κοινωνικής θέσης, έτρωγαν όπως η ελίτ. Αυτό αποκαλύπτει μια νέα αρχαιολογική μελέτη της βιοαρχαιολόγου – βιοανθρωπολόγου Αργυρώς Ναυπλιώτη σχετικά με την διατροφή την περίοδο εκείνη.
Η βιοαρχαιολόγος – βιοανθρωπολόγος και μέλος του Εργαστηρίου Αρχαίου DNA του ΙΤΕ, Αργυρώ Ναυπλιώτη, μέσα από την έρευνα ανθρωπίνων σκελετικών υπολειμμάτων στη Μεσόγειο και ειδικότερα στην Κρήτη βγάζει σημαντικά συμπεράσματα για την αλλαγή του πολιτισμού, την πληθυσμιακή συνδεσιμότητα και αλληλεπίδραση, την κινητικότητα, τη μετανάστευση, την παλαιοδιατροφή, την παλαιοπαθολογία και την κοινωνική διαφοροποίηση στην περιοχή.
Η ίδια σε πρόσφατη μελέτη της που δημοσιεύτηκε στο Oxford Journal of Archaeology ρίχνει φως στην σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ διατροφής, κοινωνικής δομής και ιστορικού πλαισίου στη Νεοανακτορική Κνωσό- σε μια σημαντική τοποθεσία στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. στην Κρήτη- και στο πώς οι διατροφικές συνήθειες επίδρασαν στην κοινωνική και πολιτική σταθερότητα αυτού του τόπου.
«Η ανάλυση του χημικού προφίλ των ανθρώπινων οστών μπορεί να προσφέρει μια εμπεριστατωμένη περιγραφή του “τι” καταναλώθηκε στην πραγματικότητα και από «ποιά/όν», να μας επιτρέψει δηλαδή να ανασυνθέσουμε για κάθε άτομο το προσωπικό του διατροφικό αρχείο», εξηγεί η δρ Ναυπλιώτη, η έρευνα της οποίας εστιάζει σε θέματα παλαιοπαθολογίας, μυοσκελετικής καταπόνησης και βιολογικής απόστασης σε παρελθόντες πληθυσμούς και στην εφαρμογή βιομοριακών αναλύσεων σε οστά αναφορικά με την διατροφή, την γεωγραφική προέλευση και τις μετακινήσεις πληθυσμών του παρελθόντος, με το παλαιοπεριβάλλον και την ταφονομία.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, όπως αναφέρεται στο dnews.gr, διαχρονικά η διερεύνηση πιθανών διαφορών στην ανθρώπινη διατροφή μεταξύ χρονικών περιόδων και περιοχών προσφέρει πολύτιμες γνώσεις για την περίπλοκη σχέση μεταξύ της διατροφής, των κοινωνικών δομών και των πολιτισμικών συνηθειών.
Είθισται να θεωρείται πως οι εύποροι πληθυσμοί ή οι ομάδες υψηλότερου εισοδήματος έχουν πρόσβαση σε ένα συγκριτικά μεγαλύτερο εύρος τροφίμων υψηλής ποιότητας, ενώ οι οικονομικά ασθενέστεροι αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια και έχουν κατά κύριο λόγο πρόσβαση σε τρόφιμα χαμηλότερης διατροφικής αξίας.
Αυτή ακριβώς την διαφοροποίηση στην διατροφή, στο σημαντικό κέντρο της Κνωσού κατά την Νεοανακτορική περίοδο (από το 1700 έως το 1500 π.Χ. σε μια εποχή ανάπτυξης και ευημερίας), επιδίωξε να μελετήσει η Ελληνίδα επιστήμονας και το έκανε χρησιμοποιώντας αναλύσεις ισοτόπων άνθρακα και αζώτου σε σκελετικά υπολείμματα.
Η Κνωσός σε άνθηση
Η Κνωσός γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη από την Προανακτορική εποχή, φτάνοντας στην ακμή της κατά τη Νεοανακτορική περίοδο, όπου διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις εμπορικές και πολιτιστικές αλληλεπιδράσεις στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η εποχή σηματοδότησε για την Κνωσό μια περίοδο ακμής, αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής προόδου και αυξημένης ευμάρειας, με την τοποθεσία να ασκεί πολιτική και οικονομική επιρροή σε ολόκληρη την Κρήτη.
«Σχετικά αρχαιολογικά τεκμήρια και κείμενα (συμπεριλαμβανομένων των μεταγενέστερων πινακίδων Γραμμικής γραφής Β), κατασκευές και αγγεία για αποθήκευση, αρχαιοβοτανικά και ζωοαρχαιολογικά κατάλοιπα, δεδομένα αναλύσεων υπολειμμάτων λιπιδίων σε κεραμικά σκεύη και καλλιτεχνικές απεικονίσεις αλιευτικών δραστηριοτήτων πιστοποιούν εκτεταμένες γεωργικές και κτηνοτροφικές πρακτικές υπό την επίβλεψη του παλατιού.
Τα ίδια στοιχεία υποδηλώνουν μια ποικίλη διατροφή, πλούσια σε ζωικές και φυτικές πρωτεΐνες, που ήταν διαθέσιμη στην ανακτορική ελίτ, στους αξιωματούχους και πιθανώς και σε ολόκληρη την κοινότητα της Ανακτορικής Κνωσού», περιγράφει η βιοαρχαιολόγος.
Για τις ανάγκες της μελέτης η ερευνήτρια εξέτασε δεδομένα διατροφικών ισοτόπων από δύο περίπου σύγχρονα νεκροταφεία (τάφους και οστεοφυλάκια) που βρίσκονται κοντά στο ανάκτορο της Κνωσού και σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων το ένα από το άλλο, και συγκεκριμένα από τους θαλαμοειδείς τάφους στον Αϊλιά και από τον θολωτό τάφο των Κάτω Γυψάδων που καλύπτουν τη Νεοανακτορική περίοδο.
«Αν και καμία από τις ταφές στα δύο νεκροταφεία δεν αντιπροσωπεύει τη «βασιλική» οικογένεια της Ανακτορικής Κνωσού, υπάρχουν ταφικά κτερίσματα από το νεκροταφείο του Αϊλιά που πιθανώς υποδηλώνουν την υψηλή κοινωνική θέση των ατόμων που τάφηκαν εκεί», λέει η κα Ναυπλιώτη.
Ουσιαστικά, η ανάλυση της αναλογίας σταθερών ισοτόπων αρχαιολογικών σκελετικών καταλοίπων επιτρέπει την ανασύνθεση διατροφικών σχημάτων στο παρελθόν, συνδέοντας ένα «χημικό αποτύπωμα» στα οστά και/ή στα δόντια των ανθρώπων ή των ζώων, με την τροφή και το νερό που προσλαμβάνονται όταν το άτομο βρίσκεται εν ζωή.
Αυτό βασίζεται στην αρχή ότι «είμαστε ό,τι τρώμε», η οποία περιγράφει τις διαδικασίες με τις οποίες τα μόρια που καταναλώνονται ως τροφή ή ως νερό ενσωματώνονται στους ιστούς των καταναλωτών. Πρόκειται δηλαδή για ένα χημικό «σήμα», το οποίο περνά μέσα από τις τροφές στο σώμα μας.
«Επιπλέον, η ανάλυση της αναλογίας σταθερών ισοτόπων σε ιστούς του ανθρώπινου σώματος, όπως για παράδειγμα η αδαμαντίνη (σμάλτο) των δοντιών και τα οστά, που σχηματίζονται ή αναδημιουργούνται κατά τη διάρκεια διαφορετικών περιόδων της ζωής μας, μπορεί να ανιχνεύσει ενδεχόμενες διαφορές στη διατροφή ή την κατοικία κατά τις αντίστοιχες περιόδους της ζωής μας», συμπληρώνει η ίδια.
Τρώγοντας όπως η ελίτ
Η ερευνήτρια όχι μόνο εξέτασε παλαιοδιαιτητικά δεδομένα από την Ανακτορική Κνωσό για να διερευνήσει την κοινωνική δομή μεταξύ ατόμων από το ίδιο νεκροταφείο ή από δύο διαφορετικά νεκροταφεία, αλλά και δεδομένα από μια ακόμη τοποθεσία στην Κρήτη, επίσης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, τους Αρμένους, που βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού (περίπου 10 χλμ από τη βόρεια ακτή και 70 χλμ δυτικά της Κνωσού).
Μέσω αυτής της ερευνητικής προσέγγισης, η βιοαρχαιολόγος μπόρεσε να ανασυνθέσει την διατροφή των αρχαίων κατοίκων της Κνωσού και για τα δύο φύλα και να αξιολογήσει πώς η διαθεσιμότητα και η πρόσβαση σε διαφορετικές κατηγορίες τροφίμων μεταβάλλονταν με την πάροδο του χρόνου.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν έδειξαν σημαντική διαφοροποίηση στην πρόσβαση σε διατροφικούς πόρους ανάλογα με το φύλο ή την κοινωνική θέση των ατόμων που θάφτηκαν στα νεκροταφεία που μελετήθηκαν.
Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες είχαν πρόσβαση σε μια ποικίλη διατροφή, πλούσια σε ζωικές και φυτικές πρωτεΐνες. «Αν υποθέσουμε ότι οι πέντε τάφοι στον Αϊλιά, τους οποίους εξετάσαμε, αντιπροσωπεύουν διαφορετικές αλλά περίπου σύγχρονες μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες ή ευρύτερες οικογένειες, τα αποτελέσματα των παλαιοδιατροφικών αναλύσεων δεν προσφέρουν καμία ένδειξη κοινωνικής διαφοροποίησης στην Νεοανακτορική Κνωσό όσον αφορά στην πρόσβαση σε διατροφικούς πόρους.
Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις διαφοροποίησης στη διατροφή ούτε μεταξύ των δύο νεκροταφείων στην Κνωσό που μελετήθηκαν», προσθέτει η δρ Ναυπλιώτη. Σύμφωνα με την μελέτη, στη Νεοανακτορική περίοδο, μια δίαιτα «τύπου ελίτ» (συγκριτικά πλούσια σε διάφορους τύπους ζωικής πρωτεΐνης) ήταν ευρέως διαθέσιμη στους κατοίκους της Κνωσού χωρίς περιορισμούς συνδεόμενους με το φύλο, την κοινωνική θέση ή την οικονομική ευρωστία των ανθρώπων ή της οικογένειάς τους.
Κάτω από τέτοιες βέλτιστες συνθήκες διαβίωσης και κοινωνικής ισοτιμίας για τους κατοίκους της Νεοανακτορικής Κνωσού στο σύνολό της, όπως προκύπτει από την παραπάνω παλαιοδιατροφική μελέτη, η συνεχής κατοίκηση στην τοποθεσία από τους νεοανακτορικούς έως τους μεταανακτορικούς χρόνους μπορεί να μην είναι τυχαία.
«Αυτή η ισότιμη κατανομή των διατροφικών πόρων μπορεί να ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας και για την αποφυγή φατριακών ανταγωνισμών και αναταραχών», εκτιμά η Ελληνίδα βιοαρχαιολόγος, η οποία επιπλέον είναι συν-υπεύθυνη του Ευρωπαϊκού Έργου “NEOMATRIX: Ιχνηλατώντας τη Νεολιθική Εξάπλωση στη Μεσόγειο”.
Εισήγαγε στην ελληνική αρχαιολογία για πρώτη φορά την ανάλυση των ισότοπων του στροντίου
Σχετικά με την πρωτοποριακή εργασία της κας Ναυπλιώτη στο πεδίο της ισοτοπικής έρευνας, αξίζει να αναφερθεί πως εκείνη εισήγαγε στην Ελληνική Αρχαιολογία πρώτη την ανάλυση των ισοτόπων του στροντίου στην έρευνα των πληθυσμιακών μετακινήσεων και συνεχίζει να διαμορφώνει ενεργά αυτό το πεδίο, ενώ επίσης ήταν η πρώτη που συνδύασε τη μέθοδο του στροντίου με συμπληρωματικές αναλύσεις άλλων ισοτόπων (οξυγόνο, άνθρακας, άζωτο, θείο). Επίσης έχει δημοσιεύσει τους ανθρώπινους σκελετούς από εμβληματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα από το Ναυάγιο των Αντικυθήρων (1ος αιώνας π.Χ.), από τους βασιλικούς τάφους στις Μυκήνες (2η χιλιετία π.Χ.), και από την Ανακτορική Κνωσό (2η χιλιετία π.Χ.).