Πού τελικά ήταν το Ομφάλιον Πεδίο;
Ο λόφος Παπούρα

Την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το Ομφάλιον Πεδίον και «τον αυθαίρετο συσχετισμό του με το κτήριο του λόφου Παπούρα», όπως αναφέρει, σχολιάζει με επιστολή του στην «Π» ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας, Ινστιτούτο Προηγμένων Μελετών, Πρίνστον κ. Άγγελος Χανιώτης.

Ο καθηγητής Άγγελος Χανιώτης

«Νομίζω -αναφέρει χαρακτηριστικά -ότι στην παραφιλολογία για το Ομφάλιον θα πρέπει να βάλουμε τελεία. Για την τοπογραφία της αρχαίας Κρήτης έχουμε γραπτές πηγές. Η ερμηνεία τους απαιτεί στέρεες γνώσεις αρχαίων ελληνικών. Δεν είναι πεδίο ερασιτεχνισμού, φαντασίας και ευσεβών πόθων.

Στην επιστολή του ο κ. Χανιώτης αναλυτικά αναφέρει: «Η εντυπωσιακή ανακάλυψη μινωικού κτηρίου στον λόφο Παπούρα κοντά στο Καστέλλι σίγουρα θα απασχολήσει ερμηνευτικά τους ειδικούς. Εγώ δεν είμαι ειδικός στη μινωική αρχαιολογία και επομένως δεν μου επιτρέπονται εικασίες για τη λειτουργία του κτηρίου.

Άλλωστε οι πληροφορίες είναι περιορισμένες και η ανασκαφή συνεχίζεται. Μπορώ όμως να σχολιάσω την παραφιλολογία που έχει αναπτυχθεί σχετικά με το Ομφάλιον Πεδίον και τον αυθαίρετο συσχετισμό του με το κτήριο του λόφου Παπούρα. Την ακριβή γεωγραφική θέση του Ομφαλίου την αναφέρει μια μόνο πηγή, ο Καλλίμαχος (3ος αι. π.Χ.), στον Ύμνο προς τον Δία.

Περιγράφοντας τη διαδρομή που ακολούθησε η αρκαδική Νύμφη Νέδα μεταφέροντας τον νεογέννητο Δία, ο Καλλίμαχος γράφει (στ. 41-45): «μετά η Νύμφη άφησε πίσω της τις Θενές, μεταφέροντάς σε στην Κνωσό, πατέρα Δία- οι δε Θενές ήταν κοντά στην Κνωσό. Τότε, θεέ, έπεσε ο αφαλός σου.

Για αυτό αργότερα οι Κύδωνες ονομάζουν εκείνη την πεδιάδα Ομφάλιον» (εὖτε Θενὰς ἀπέλειπεν ἐπὶ Κνωσοῖο φέρουσα, | Ζεῦ πάτερ, ἡ Νύμφη σε (Θεναὶ δ᾿ ἔσαν ἐγγύθι Κνωσοῦ), | τουτάκι τοι πέσε, δαῖμον, ἄπ᾿ ὀμφαλός· ἔνθεν ἐκεῖνο | Ὀμφάλιον μετέπειτα πέδον καλέουσι Κύδωνες). Πού ήταν οι Θεναί; Το γνωρίζουμε χάρη στις ανασκαφές του Σ. Μαρινάτου στο ιερό του Διός Θενάτα – το μόνο ιερό του στην Κρήτη – στις εκβολές του ποταμού Καρτερού (του αρχαίου Αμνισού).

Η πορεία της Νύμφης είναι προς τα δυτικά: από τον Καρτερό προς την Κνωσό. Το Ομφάλιον, επομένως αποκλείεται να είναι στην περιοχή του Καστελλίου και της Πεδιάδας. Ήταν δυτικά του Καρτερού, κοντά στην Κνωσό, ίσως στην κοιλάδα κάποιου από τα ποτάμια της.

Τον Καλλίμαχο ακολουθούν και ο γραμματικός Ηρωδιανός και ο λεξικογράφος Στέφανος Βυζάντιος (Ὀμφάλιον, τόπος Κρήτης πλησίον Θενῶν καὶ Κνωσσοῦ). Η θέση του Ομφαλίου Πεδίου δεν δίνεται με ακρίβεια από τον Διόδωρο (7.70.2-4). Ο ιστορικός αναφέρει ότι η Ρέα γέννησε τον Δία στη Δίκτη (τεκοῦσαν ἐν τῇ προσαγορευομένῃ Δίκτῃ) και τον παρέδωσε στους Κουρήτες για να ανατραφεί στην Ίδη (ἐνθρέψαι τοῖς κατοικοῦσιν πλησίον ὄρους τῆς Ἴδης).

Όταν οι Κουρήτες τον μετέφεραν, έπεσε ο ομφαλός περὶ τὸν ποταμὸν τὸν καλούμενον Τρίτωνα. Πάλι η διαδρομή είναι από ανατολικά (Δίκτη) προς δυτικά (Ίδη). Δυστυχώς η ταύτιση του Τρίτωνα με κάποιο από τα ποτάμια της περιοχής δεν είναι δυνατή – έχουν προταθεί ο Καρτερός, ο Καίρατος/Κατσαμπάς και ο Γιόφυρος.

Ο Διόδωρος αναφέρει ιερό της Αθηνάς στις πηγές του (5.72.4) και αυτή η πληροφορία μάλλον οδηγεί σε ταύτιση με τον Κατσαμπά. Εν πάση περιπτώσει, μόνον ο Καλλίμαχος είναι σαφής. Αλλά μπορούμε να τον εμπιστευθούμε για την τοπογραφία της Κρήτης; Απόλυτα. Ο Καλλίμαχος αναφέρει στην ποίησή του όχι μόνο θέματα ευρύτερα γνωστά, όπως τον Μίνωα και την Αριάδνη, αλλά και πολύ ειδικά δεδομένα: τον ποταμό Αμνισό, τις Θενές, το Ομφάλιον, την Εινατίη Αρτέμιδα, τη γιορτή Θεοδαίσια.

Δεν είχε μόνο πρόσβαση στη Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας, την οποία καταλογογράφησε, αλλά και στους πολυάριθμους Κρήτες που ζούσαν στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε 5 επιγράμματα για Κρητικούς (αρ. 11, 22, 34, 38, 62), περισσότερα απ᾿ ό,τι για άτομα από άλλες περιοχές.

Και ο μαθητής του Ίστρος ο Καλλιμάχειος ήταν συγγραφέας ειδικού συγγράμματος για την Κρήτη: Συναγωγή τῶν κρητικῶν θυσιῶν. Ο Καλλίμαχος ήταν γνώστης της Κρήτης και μπορούμε να τον εμπιστευθούμε για τις τοπογραφικές πληροφορίες που δίνει. Νομίζω ότι στην παραφιλολογία για το Ομφάλιον θα πρέπει να βάλουμε τελεία. Για την τοπογραφία της αρχαίας Κρήτης έχουμε γραπτές πηγές.

Η ερμηνεία τους απαιτεί στέρεες γνώσεις αρχαίων ελληνικών. Δεν είναι πεδίο ερασιτεχνισμού, φαντασίας και ευσεβών πόθων. Και οι δημοσιογράφοι που σέβονται το λειτούργημά τους οφείλουν να διασταυρώνουν τις πληροφορίες, αντί να γίνονται βούκινο κάθε ανυπόστατης εικασίας που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο».