Δυο ποδηλάτες αποστάσεων, 8 ημέρες, 1.100 χιλιόμετρα, 24.000 μέτρα αναβάσεων.
Ο Ορέστης Καπετανόπουλος και ο Giuseppe Colucci ήρθαν απο την Αθήνα με τα ποδήλατά τους για να γυρίσουν το νησί και ανακάλυψαν μέσα στο φθινόπωρο την ζεστασιά αυτής της Κρήτης, που «μιλάει» στην καρδιά σου.
«Λόγια… όσο χωράει σε λέξεις το ταξίδι ετούτο» έγραψε ο Ορέστης και άρχισε τη διήγηση του:
«Μια φθινοπωρινή συμφωνία, στις παρυφές της περιηγητικής εξερεύνησης.
Ένα συντροφικό ταξίδεμα, στις κορυφές των οροσειρών της απόλαυσης.
Η Κρήτη. Με τα αιγοπρόβατα και τις ελιές. Με τα φαράγγια και τις απόκρημνες ακτές.
Με τα αμέτρητα χωριά και τις όμορφες πόλεις. Με τη ρακή και τα παξιμάδια.
Με τον ήλιο και τις βροχές και το χαλάζι.
Η Κρήτη, μωρέ. Με τον Ψηλορείτη και τα Λευκά Όρη.
Με τα Αστερούσια και την οροσειρά της Δίκτης. Εκεί, στα ψηλά της, στα απομονωμένα της, στα εξωπραγματικά της.
Εκεί που χάνεις τη λαλιά σου και βρίσκεις την καρδιά σου.
Να χτυπά δυνατά, από κούραση και λαχτάρα και χαρά και πόνο.
Η Κρήτη, ναι. Με τον κύριο Γιώργο, που μας σταμάτησε στο βουνό για να γεμίσει τα χέρια μας και τις τσέπες μας με μήλα που μόλις έκοψε από το δέντρο και «τα ‘χει πλύνει η βροχή». Για να γεμίσει τα μέσα μας με αγάπη, σαν αυτή που έρρεε άφθονη από τα μάτια του και το στόμα του και τα χέρια του.
Με την Ούρσουλα, που σταμάτησε το αυτοκίνητό της μέσα στη μέση του δρόμου με ανοιγμένες διάπλατα τις πόρτες, για να μας δώσει ένα σακουλάκι αποξηραμένα βερίκοκα. Γιατί μας είδε να καθόμαστε στο καφενείο του χωριού και σκέφτηκε ότι πεινάμε.
Και πεινούσαμε. Γιατί έκανε και αυτή ποδήλατο παλιότερα αλλά τώρα έχει εγχειρισμένο γόνατο και αρθριτικά και δεν μπορεί να κάνει πετάλι πλέον και τριγυρίζει το νησί με αυτοκίνητο και με μια υπέροχη σπίθα στο βλέμμα της.
Με τους θαμώνες των καφενείων και των ταβερνών όλου του νησιού, που μοιραστήκαμε ένα γλυκό, μια μακαρονάδα, έναν καφέ, μια λεμονάδα.
Που μοιραστήκαμε λόγια, όνειρα, γέλια και χαιρετισμούς. Λίγη ώρα συνύπαρξης, αλληλεγγύης και εισπνοής κοινού αγέρα. Όσα θέλει ο άνθρωπος για να αρπάξει «φωτιά» δηλαδή.
Με μια συνοδοιπορία, που μετράς την ουσία της στο τσούγκρισμα των ποτηριών κάθε βράδυ. Στον αυτοσεβασμό, στη δίψα για ζωή, σε μια κάποια ομοιοστατική ικανότητα που μας οδηγεί μόνο μπροστά και ψηλά. Τόσο ψηλά που καταφέρνεις να βλέπεις ακόμα και τα βάθη σου. Και γελάς, μαζί τους.
Πώς να είναι το τέλειο ποδηλατικό ταξίδι άραγε; Αν όχι έτσι, τότε πώς;
Η ερώτηση αυτή βγήκε αυθόρμητη και αντήχησε σε κάθε βουνό της Κρήτης. Σε κάθε, φαράγγι της.
Απάντηση, δεν βρήκε. Ευτυχώς, ντε.
Ένα κάποιο δείγμα ζωής και καθαρής ανάσας είναι κι αυτό.
Δεν έχει τέλος αυτή η ομορφιά, αυτό το πανηγύρι…».