Γνώρισα το Μητροπάνο, στο χωριό μου, τα Ανώγεια. Ήμουν μαθητής λυκείου , ο Μητροπάνος είχε έρθει εκεί με τον Μίκη Θεοδωράκη για μια συναυλία αναφορά στο έργο του συνθέτη. Όταν αργότερα είχα την τιμή να συνεργαστώ μαζί του, του θύμισα την στιγμή της πρώτης μας εκείνης συνάντησης.
Ήταν μια βραδιά με τον Μητροπάνο σε μεγάλα κέφια. Θυμάμαι τον κόσμο γύρω του, εκεί στην πλατεία του χωριού, όλοι του ζητούσαν να τραγουδήσει “α καπέλα” όπως λέμε στη μουσική γλώσσα. Ήτανε μεσάνυχτα, ποιος να κοιμηθεί έχοντας μπροστά του το Μητροπάνο. Κάποια στιγμή, θα κάνει θα χατίρι της παρέας, και να ο Μητροπάνος τραγουδά, μέσα στην ησυχία της νύχτας… «Φεγγάρι μάγια μού ‘κανες και περπατώ στα ξένα».
Μια γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι, φαίνεται να έχει ξυπνήσει από το τραγούδι και ανοίγοντας το παράθυρο της, έκοβε τον ωραίο της βασιλικό σκορπίζοντας τον στη παρέα. Ρώτησε μάλιστα ποιος είναι ο τραγουδιστής; Κάποιος φώναξε ο Μητροπάνος είναι. Χαλάλι ο βασιλικός χαλάλι και το ξενύχτι, είπε η γυναίκα, ζητώντας του να ξαναπεί το τραγούδι, κάτι που ασφαλώς έγινε…
«Η ζωή μου στην αφετηρία της», συνήθιζε να λέει ο Μητροπάνος, «δεν ήταν και αυτό που θα λέγαμε ευνοϊκή. Όμως η δική μου γενιά ήταν και λίγο τυχερή γιατί δεν είχαμε και την τηλεόραση. Φτιάξαμε την καριέρα μας τραγούδι, το τραγούδι, χρόνο, το χρόνο. Είχαμε δουλειά πίσω μας. Εμάς μας βρήκε η τηλεόραση έτοιμους και με εφόδια».
Ο Μητροπάνος δεν συμβούλευε… Σώπαινε, για την ακρίβεια, στην προτροπή των συνομιλητών του. Ένα βλέμμα, μια κίνηση του χεριού. Αυτό ήταν. Η αγαπημένη του φράση: «Η δόξα και η φήμη είναι παγίδες. Βρείτε την ψυχή σας για να μην παγιδευτείτε».
Ο Μητροπάνος αγάπησε τον Μποστ, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Βάρναλη, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον Βενέζη, τον Ταχτσή, τον Στρατή Τσίρκα, το Γιάννη Ρίτσο και τον Μανώλη Αναγνωστάκη. Τον γοήτευε πάντα το λαϊκό στοιχείο στη τέχνη, τον συγκινούσαν οι λαϊκοί άνθρωποι, και συνήθως έλεγε παραφράζοντας το στίχο του Παλαμά, «πιο πολύ κι απ τα τραγούδι τους ανθρώπους του αγάπησα»
Ο Μητροπάνος αγάπησε το λάθος, Το ερμηνευτικό λάθος για την ακρίβεια. Οι μουσικοί που κατά καιρούς τον συνόδευαν, έχουν να διηγηθούν απίστευτες ιστορίες, για αυτή την ωραία συνήθεια του Μητροπάνου να βγαίνει απ το ρυθμό να ξεχνά τη ορχήστρα να τραγουδά σε ένα κόσμο δικό του. «Τι θα πει τελειότητα» , τον άκουσα να λέει κάποια στιγμή. «Η τέχνη όταν αναζητά τη τελειότητα γίνεται τέχνασμα» Εκεί όμως που δεν έκανε λάθος, εκεί που τα βήματα του είχαν μέσα τους τον ρυθμό ήταν οι στιγμές που χόρευε, λίγες και εκλεκτές. Κάθε φορά που τραγουδούσε τη Ρόζα εκεί στη μουσική γέφυρα του τραγουδιού, ο Μητροπάνος λυγίζοντας το κορμί του χόρευε, με τον κόσμο να παραληρεί κι αυτός με το καλώδιο του μικροφώνου να αιωρείται, θαρρείς και γίνονταν ένα με το ρυθμό.
«Χωρίς τον Ζαμπέτα, δεν ξέρω αν θα ήμουν στο τραγούδι» έλεγε ο Μητροπάνος. Και είναι αλήθεια ότι ο ευφυής Ζαμπέτας είδε στη φωνή του νεαρού τότε Μητροπάνου, αυτό το λαϊκό κύρος, και τη βαθιά ελληνικότητα στην ερμηνευτική του έκφραση, στοιχεία που χαρακτήρισαν όλη την μετέπειτα πορεία του.
Είχα ρωτήσει κάποια στιγμή τον Μητροπάνο, για τον τρόπο που συναντιέται με ένα τραγούδι που ακούει για πρώτη φορά.«Με ψήνουν» μου είπε, «οι δυνατές λέξεις και προπαντός οι ωραίες εικόνες. Αυτές που έρχονται μπροστά μου τη στιγμή που τραγουδώ». Μου ανέφερε δυο παραδείγματα. Τον “Ξενύχτη” του Ζαμπέτα και το “Η σούστα πήγαινε μπροστά” από τον “Άγιο Φεβρουάριο”.
«Με το Μητροπάνο» έχει πει ο Μάνος Ελευθερίου, «θαυμάσαμε τη φωνή που μας έπεισε πως ό,τι τραγούδησε, το έχει βιώσει, κι αν αυτό πρόσθεσε δεν είναι η μεγάλη αρετή του λαϊκού τραγουδιστή, τότε ποια είναι…»