Πέρασαν 100 και πλέον χρόνια για να γνωρίσουμε τη…Δημοκρατία χωρίς βασιλιάδες

Του Κώστα Μπογδανίδη

Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ως περίοδο-κλειδί για την Ελλάδα τον Μεσοπόλεμο. Μια φάση κατά την οποία διαμορφώθηκε ουσιαστικά το σύγχρονο ελληνικό αστικό κράτος.
Ήταν η νέα αρχή μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και για πρώτη φορά οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να ζήσουν μέσα στα σύνορα του ελληνικού κράτους. Σε αυτή ακριβώς την ταραγμένη περίοδο ήταν που «γεννήθηκε» η Β’ Ελληνική Δημοκρατία. Κατά μία άλλη εκδοχή είναι η πρώτη αφού με τη δημιουργία του ελληνικού κρατιδίου, μετά την επανάσταση του 1821, το πολιτικό τοπίο ήταν θολό.
Στις 25 Μαρτίου του 1924 ανακηρύχθηκε η δημοκρατία, με το ψήφισμα της Δ‘ Συντακτικής Συνέλευσης «περί εκπτώσεως και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας» και στις 13 Απριλίου έγινε το δημοψήφισμα το οποίο ενέκρινε την δημοκρατία με 69,95% υπέρ και 30,05% κατά. Στο δημοψήφισμα του Απριλίου ψήφισαν τόσο οι πρόσφυγες όσο και ο στρατός. Δεν ψήφισαν όμως οι μουσουλμάνοι. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αρνήθηκε να αναγνωρίσει ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος Παναγής Τσαλδάρης , ενώ έσπευσε να το αναγνωρίσει ο Ιωάννης Μεταξάς.
Πριν όμως από τα ψηφίσματα και την ανακήρυξη της δημοκρατίας είχαν προηγηθεί τραγικές στιγμές και γεγονότα για τον ελληνισμό.

Τα γεγονότα…

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την «επανάσταση» που κατέλυσε την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση ακολούθησε η «εκτέλεση των έξι».
Από το τέλος του 1922 το θέμα των εκλογών είχε γίνει το αντικείμενο διαμάχης στους κόλπους του στρατιωτικού και του πολιτικού κόσμου. Οι στρατιωτικοί που υποστήριζαν το αβασίλευτο καθεστώς προτιμούσαν την επ’ αόριστον παράταση του στρατιωτικού καθεστώτος και την άμεση έξωση της μοναρχίας. Η διαλλακτική μερίδα ,υπό την ηγεσία του Γονατά και του Πλαστήρα, ευθυγραμμιζόταν προς την πολιτική του Βενιζέλου για επιστροφή στην κοινοβουλευτική νομιμότητα αμέσως μετά το διακανονισμό της Λωζάννης. Η πρόθεση όμως αυτών των τελευταίων που διατηρούσαν και τον έλεγχο του κράτους ήταν να εξασφαλισθεί με κατάλληλα μέτρα η μεταβίβαση της εξουσίας σε ένα κοινοβούλιο φιλικό προς την Επανάσταση. Τα σχέδια αυτά υιοθετούσαν ακόμα και κάποιοι πολιτικοί της βενιζελικής παράταξης. Στην αντιβενιζελική μερίδα, ο μόνος υπολογίσιμος αντίπαλος των Φιλελευθέρων, μετά την εκτέλεση των ηγετικών στελεχών του ‘22, ήταν ο Ι. Μεταξάς.


Στις 18 Οκτωβρίου του 1923 δημοσιεύτηκε το διάταγμα της προκήρυξης των εκλογών της Δ’ Εθνικής των Ελλήνων Συνέλευσης, που όριζε ημέρα ψηφοφορίας τη 2η Δεκεμβρίου, ενώ στις 19 Οκτωβρίου έγινε η άρση του στρατιωτικού νόμου και της λογοκρισίας. Στις 21 του ίδιου μήνα ξέσπασε κίνημα κατά της κυβέρνησης, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως “αντεπανάσταση”(Λεοναρδόπουλος-Γαργαλίδης). Το κίνημα κατεστάλη, όμως επηρέασε σημαντικά τα πολιτικά δεδομένα της χώρας, καθώς οι στρατιωτικοί ιθύνοντες πίεσαν για την έξωση του Γεωργίου και την ανακήρυξη του αβασίλευτου πολιτεύματος.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1923, επαναπροκηρύχτηκαν εκλογές, οι οποίες ανέδειξαν νικητές τους Φιλελεύθερους με συντριπτική πλειοψηφία, αλλά χωρίς τη συμμετοχή των βασιλοφρόνων, που επέλεξαν το δρόμο της αποχής. Τρεις ημέρες αργότερα, ο βασιλιάς Γεώργιος εγκατέλειψε τη χώρα, ενώ αντιβασιλέας ορίστηκε ο Παύλος Kουντουριώτης. Λίγο αργότερα, ο Βενιζέλος, ανταποκρινόμενος στις εκκλήσεις των υποστηρικτών του επέστρεψε στη χώρα, κατοχυρώνοντας -φαινομενικά τουλάχιστον- την εκλογική του επιτυχία.
Οι θυελλώδεις συγκρούσεις που προέκυψαν, κατά τη διάρκεια της Δ’ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης, ανάμεσα στο Βενιζέλο και τον Παπαναστασίου (ηγέτη πια της αντιβασιλικής παράταξης και αρχηγό του κόμματος της Δημοκρατικής Ενώσεως), αποτέλεσαν το πρόκριμα για τις κομματικές μεταστροφές στο κυβερνών κόμμα. Με την παραίτηση του Βενιζέλου και την κατοπινή διάσπαση του κόμματός του, ο Παπαναστασίου ανέλαβε την εξουσία και έθεσε σε κίνηση τις διαδικασίες επίσημης έκπτωσης της βασιλικής δυναστείας.
Η Εθνοσυνέλευση, στις 25 Μαρτίου 1924, ανακήρυξε την Ελλάδα Αβασίλευτο Δημοκρατία, ενώ λίγο αργότερα, στις 13 Απριλίου, το δημοψήφισμα, με συντριπτικό ποσοστό (69,95%), ενέκρινε τη μεταβολή του πολιτεύματος. O αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, Παναγής Τσαλδάρης, αρνήθηκε να το αποδεχτεί, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα -με την εξαίρεση του Iωάννη Mεταξά- τη μη αναγνώριση της πολιτειακής αλλαγής από την αντιβενιζελική παράταξη.

Τα χρόνια της Δημοκρατίας…

Μετά τις εκλογές ο βασιλιάς υποχρεώθηκε να αναχωρήσει στο εξωτερικό. Ο ναύαρχος Π. Κουντουριώτης χρίστηκε αντιβασιλιάς. Ύστερα από μικρής διάρκειας πρωθυπουργία του Γ. Καφαντάρη, ορίστηκε πρωθυπουργός ο Αλ. Παπαναστασίου (στις 24 Μαρτίου 1924). Οι προγραμματικές του δηλώσεις θεωρούνται το ριζοσπαστικότερο κείμενο που ως τότε είχε εκφωνηθεί στην ελληνική βουλή.
Πρώτος Πρόεδρος εκλέχτηκε από τη Βουλή ο Παύλος Κουντουριώτης. Η νέα βουλή συνήλθε στις 2 Ιουνίου 1924.
Στα τέσσερα χρόνια της Δημοκρατίας, η συνεχής κυβερνητική αστάθεια, τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα, τα οποία δεν είχαν άλλο σκοπό παρά την ικανοποίηση των προσωπικών φιλοδοξιών των υποκινητών τους, η διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και η παντελής έλλειψη δημοσιονομικής πολιτικής, οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Οι επαγγελίες των πρωτεργατών της επανάστασης του 1922 για ριζική ανανέωση των πολιτικών ηθών λησμονήθηκαν και η παλαιοκομματική νοοτροπία επανήλθε. Το κόμμα των Φιλελευθέρων μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου στο εξωτερικό διασπάστηκε. Η προοδευτική κυβέρνηση του Αλ. Παπαναστασίου καταψηφίστηκε τον Ιούλιο του 1924 και τη διαδέχτηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη, την οποία ύστερα από δύο μήνες αντικατέστησε η κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Οι κυβερνήσεις αυτές είχαν να αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Στον εσωτερικό τομέα δύο σοβαροί παράγοντες δυσχέραιναν την οικονομία της Ελλάδας, η νομισματική αστάθεια και ο πληθωρισμός. Το εισόδημα των εργαζομένων συνεχώς μειώνονταν, με αποτέλεσμα την καταφυγή των τελευταίων σε συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις. Στον εξωτερικό τομέα τρία ζητήματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Η απαίτηση της Γιουγκοσλαβίας για συγκυριαρχία με την Ελλάδα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η επιθετική πολιτική της Ιταλίας εναντίον της Κέρκυρας και οι απειλές της Τουρκίας για απέλαση του Πατριάρχη από την Κων/πολη. Ταυτόχρονα η διανομή της οθωμανικής Μακεδονίας δημιούργησε δυσεπίλυτα προβλήματα, ανάμεσα στην Ελλάδα και στη Βουλγαρία, τα οποία αντιμετωπίστηκαν το Σεπτέμβρη του 1924, όταν στη διάρκεια των εργασιών της συνέλευσης της Κοινωνίας των Εθνών, οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας και της Βουλγαρίας, Πολίτης και Καλφώφ αντίστοιχα, υπέγραψαν πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο ρυθμίζονταν οι μειονοτικές υποχρεώσεις τους.
Την παραπάνω έκρυθμη πολιτική κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Πάγκαλος, στρατηγός και πρωταγωνιστής της επανάστασης του 1922 και με κίνημα στο οποίο προέβη με τη δικαιολογία ότι η χώρα πρέπει να σωθεί από την κακοδιοίκηση, ανέτρεψε την κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου τον Ιούνιο του 1925. Το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου διέλυσε τη Βουλή και ανάγκασε σε παραίτηση τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτη. Ανακηρύχτηκε ο ίδιος Πρόεδρος μετά από μια παρωδία εκλογών και κυβέρνησε δικτατορικά μέχρι τον Αύγουστο του 1926. Τότε ο δικτάτορας ανατράπηκε από το στρατηγό Γ. Κονδύλη, μετά από κίνημα που πραγματοποίησε ο δεύτερος. Ο Γ. Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση, επανέφερε στο αξίωμά του τον Π. Κουντουριώτη και προκήρυξε εκλογές για της 7 Νοεμβρίου 1926, στις οποίες δε συμμετείχαν οι φιλελεύθεροι. Τα φιλοβενιζελικά κόμματα εξασφάλισαν 143 έδρες και τα αντιβενιζελικά 127, ενώ για πρώτη φορά κέρδισε έδρες το Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι σχηματίστηκε Οικουμενική Κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Αλ. Ζαΐμη και έμεινε στην εξουσία με διάφορους μετασχηματισμούς μέχρι το 1928.
Την κυβέρνηση την απασχόλησε κυρίως η προώθηση της διαδικασίας για ψήφιση από τη Βουλή νέου Συντάγματος, το πρόβλημα της σταθεροποίησης του νομίσματος και η αντιμετώπιση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, που δημοσιεύτηκε στις 3-6-1927, ήταν το αρτιότερο και προοδευτικότερο από τα μέχρι τότε ελληνικά συντάγματα. Με το Σύνταγμα αυτό εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Στη θέση του βασιλιά ορίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας που τον εξέλεξε η Βουλή και η Γερουσία, η οποία αποτελούσε νέο δεύτερο νομοθετικό σώμα. Η νομοθετική εξουσία θα ασκούνταν από τη Βουλή και τη Γερουσία, η εκτελεστική από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους υπεύθυνους υπουργούς, η δικαστική από δικαστήρια ανεξάρτητα υποκείμενα μόνο στους νόμους.
Με το Σύνταγμα του 1927 εγκαθιδρύθηκε το πολίτευμα της Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Όπως ενδεικτικά αναφέρεται:
“H Δ. Συντακτική των Ελλήνων συνέλευσις έχουσα προ οφθαλμών Τα δεινά που επεσώρεσαν εις το έθνος η Δυναστεία των Γλυξβούργων και με την πεποίθησιν ότι μόνον το Δημοκρατικόν πολίτευμα, το ανταποκρινόμενον προς τον χαρακτήρα του ελλληνικού λαού, τας πολιτικάς του συνηθείας και την κοινοβουλευτικήν του ανατροφήν, δύναται να ασφαλίση τας ελευθερίας του και να βοηθήσει να προαχθεί ηθικώς, να αναλάβη οικονομικώς και να εξυγιάνη από πάσης απόψεως τον πολιτισμόν του ψηφίζει
1.Κηρύττει οριστικώς έκπτωτον την Δυναστείαν των Γλυξβούρων…
2.Αποφασίζει να συνταχθή η Ελλάς εις Δημοκρατίαν κοινοβουλευτικής μορφής, υπό τον όρον εκγρίσεως της αποφάσεως αυτής υπό του Λαού δια δημοψηφίσματος…

Και ο Βενιζέλος…

Αν και το Σύνταγμα αυτό ήταν το αρτιότερο από τα προηγούμενα και το προοδευτικότερο, δε στάθηκε όμως ικανό να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις. Στις ταραχές που έγιναν κατά την απεργία των επαγγελματιών το Μάρτιο του 1927, η αστυνομία επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί. Το Μάιο του 1927, η οικουμενική κυβέρνηση πιεσμένη από εσωτερικές διαφορές και κάτω από το βάρος του οικονομικού αδιεξόδου παραιτήθηκε. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέθεσε στο Βενιζέλο εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης. Ο Βενιζέλος σχημάτισε κυβέρνηση και προκήρυξε εκλογές. Στις εκλογές αυτές οι Φιλελεύθεροι κέρδισαν τις 178 από τις 250 έδρες. Και κατά τη δεύτερη αυτή φάση της πολιτικής του ο Βενιζέλος προσαρμόστηκε, όπως και στην πρώτη, στη διεθνή συγκυρία στο μέτρο που αυτή στήριζε τα σχέδιά του κυρίως στην πολιτική και οικονομική τάξη των πραγμάτων που έμοιαζε να εγγυάται η Κοινωνία των Εθνών.
Πιστός στο πνεύμα και στις μεθόδους της Γενεύης, απέβλεψε στην ενίσχυση της Κοινωνίας των Εθνών και στο σεβασμό των συλλογικών διαδικασιών του διεθνούς οργανισμού, αλλά και διατηρούσε την πίστη του στην ένταξη της χώρας στο σύστημα της ισορροπίας που έτεινε να διαμορφωθεί κάτω από την πίεση διεθνών ανταγωνισμών. Φορέας δυναμικών αντιλήψεων, αντιλαμβανόταν ότι τόσο η αποκατάσταση της ελληνικής διαπραγματευτικής ισχύος στο ιδιαίτερο βαλκανικό περιβάλλον, όσο και η διασφάλιση των γενικότερων διεθνών συμφερόντων απαιτούσε την αναθεώρηση των σχέσεων με τις μεγάλες δυνάμεις που δέσποζαν στο χώρο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ανατολικομεσογειακής λεκάνης. Ο Βενιζέλος σε γενικές γραμμές απέβλεπε σε τρία ουσιαστικά ιδανικά. Να διασφαλίσει την ειρήνη για την Ελλάδα, εξασφαλίζοντας την ουδετερότητά της σε περίπτωση πολέμου, να την εντάξει στο δρόμο της ταχείας ανάπτυξης και να αυξήσει την ευημερία της. Παράλληλα επεδίωκε να γίνει ο ίδιος ένας πραγματικά εθνικός ηγέτης.

ΠΗΓΕΣ:

ΠΑΤΡΙΣ

Άλκη Ρήγου: Η β’Ελληνική δημοκρατία 1924-1935
Νίκου Αλιβιζάτο: Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση
Γ.Αναστασιάδη: Κοινοβούλιο και μοναρχία
Γ.Ασπρέα: Πολιτική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας
Θάνου Βερέμη: Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική
Γρηγορίου Δαφνή: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων