O Αίας ήταν ένας τραγικός ομηρικός ήρωας. Ήταν ο μόνος που τόλμησε να μονομαχήσει με τον Έκτορα. Αγωνίστηκαν μια ολόκληρη μέρα. Έμειναν ισόπαλοι, αντάλλαξαν δώρα και με αμοιβαία αναγνώριση της παλληκαριάς τους επέστρεψαν στα στρατόπεδά τους.
Όταν ο Αχιλλέας σκοτώνεται, δικαίως ο Αίας θεωρεί ότι του ανήκουν τα όπλα του, που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος. Οι Ατρείδες, όμως, τα παραχωρούν στον Οδυσσέα. Επιβραβεύουν την εξυπνάδα και την ευφυΐα αντί την σωματική ρώμη. Ο Αίας, που ταπεινώνεται, θέλει να εκδικηθεί σκοτώνοντας τους μισητούς Ατρείδες. Η Αθηνά τον τρελαίνει και τον γελοιοποιεί, νομίζοντας ότι σκοτώνει τους Ατρείδες μάχεται με δυο κριάρια.
Εδώ αρχίζει η τραγωδία του Σοφοκλή «Αίας» . Η Αθηνά καλεί τον Οδυσσέα να του δείξει την κατάντια του αντιπάλου του, τον εξευτελισμό του. Εκείνος συγκλονίζεται και συνειδητοποιεί την ανθρώπινη μοίρα, την αδυναμία μπροστά στην θεϊκή δύναμη. Η θεά καμαρώνει γελοιοποιώντας τον εχθρό του προστατευομένου της. Εκείνος συγκλονίζεται ακούγοντας τον Αίαντα να καυχιέται και να προσπαθεί να σφάξει δυο κριάρια, νομίζοντας μέσα στην παραφροσύνη του ότι σφάζει τους Ατρείδες. Ο Οδυσσέας με δέος παρακαλεί την θεά να μην τον ταπεινώνει άλλο, λέγοντας «ορώ γαρ ημάς ουδέν όντας άλλο πλην ειδωλ’, όσοι περ ζώμεν, ή κούφην σκιάν” (Μτφρ. – βλέπω ότι όσοι ζούμε δεν είμαστε τίποτε. Φαντάσματα και κούφιοι ίσκοι – ).
Χαιρέκακη, εκδικητική η θεά. Συγκλονισμένος και γεμάτος ηθικό μεγαλείο ο άνθρωπος. Η αίσθηση της αδυναμίας του. Το μεγαλείο του ήρωα, που συγκλονίζεται, όταν βλέπει να εξευτελίζεται και να ταπεινώνεται ένας γενναίος ηρωικός συμπολεμιστής του. Όταν ο Αίας συνέρχεται από την τρέλα, αυτοκτονεί. Έχασε ό,τι συγκροτούσε την ταυτότητά του. Την τιμή και την αξιοπρέπεια.
Γιαυτό η τραγωδία άνθησε, όταν η δημοκρατία και το γενικότερο πλαίσιο λειτουργίας των θεσμών άκμαζε και μάλιστα οι φτωχοί πολίτες εισέπρατταν τα θεωρικά (περίπου τρία ημερομίσθια) για να διδαχθούν ήθος, παρακολουθώντας τις θεατρικές παραστάσεις. Όταν υπερηφανευόμαστε για την υψηλή κληρονομιά των προγόνων μας, όταν ηχούν στ’ αυτιά μας σχεδόν οι ίδιες λέξεις, αντί να κραυγάζουμε και να επιδεικνύομε ως σημαία μας τα «κλέη των προγόνων” χρησιμότερο θα ήταν να αναβαθμίσουμε την μελέτη αυτών των κειμένων, γιατί διδάσκουν ήθος και αξιοπρέπεια που λιγοστεύουν συνεχώς και στους ηγέτες και στους πολίτες.
Αξίζει να σημειώσουμε καταλήγοντας ότι, ενώ οι Ατρείδες αρνούνται να θάψουν τον νεκρό Αίαντα, ο Οδυσσέας τους πείθει ότι μια τέτοια ταπείνωση δεν αξίζει σ’ εκείνον που ήταν “πύργος και πρόμαχος” στον ψυχοφθόρο 10ετή πόλεμο. Ο Αίας βέβαια δεν συγχωρεί τον πολυμήχανο αντίπαλό του ούτε νεκρός. Όταν εκείνος κατεβαίνει στον Άδη, η σκιά του Αίαντος απομακρύνεται και αρνείται να συνομιλήσει μαζί του.
Την ευθύνη για την ελλιπή διδασκαλία των αρχαίων κειμένων δεν έχει μόνο η πολιτική ηγεσία, έχουν και οι καθηγητές. Οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις πάντοτε είναι αναγκαίες. Οφείλουν, όμως, και οι δάσκαλοι να διαθέτουν υψηλό αίσθημα ευθύνης και να μην αρνούνται να αξιολογηθούν, αφού γνωρίζουν ότι σε κείνους ανατίθεται από την πολιτεία η διάπλαση του φρονήματος και της διαμόρφωσης των νέων. Πράξεις και όχι λόγια έχει ανάγκη ο τόπος μας. Σήμερα φαίνεται ότι η τιμή και η αξιοπρέπεια είναι ζητούμενο. Γι’ αυτό άλλωστε η αρχαία ελληνική λέξη «αγαθός» που σήμαινε άτομο με ανώτερη ηθικά ποιότητα, σήμερα σημαίνει ανόητος, χαζός.
Παραθέτω σε μετάφραση μερικούς στίχους της τραγωδίας του Σοφοκλή Αίας.
Ο Αίας βρίσκεται μέρα στη σκηνή σε παραφροσύνη και η Αθηνά έχει πάρει τον Οδυσσέα μαζί της για να του δείξει τη δύναμή της.
Οδ. – Εχθρός ήμουν με αυτόν τον άνδρα. Εχθρός είμαι ακόμη.
Αθ. – Και δεν είναι το γλυκύτερο γέλιο να γελάς εις βάρος του εχθρού σου;
Οδ. – Μου αρκεί να μείνει μέσα στη σκηνή του.
Αθ. – Φοβάσαι να δεις έναν τρελό;
Οδ. – Ναι. Αν είχε τη λογική του δεν θα υποχωρούσα από φόβο.
Αθ. – Κι αν βγει έξω απ’ την σκηνή θα τον τυφλώσω και δεν θα σε δει.
Οδ. – Τα πάντα μπορεί ένας Θεός.
Όταν βγαίνει ο Αίας από την σκηνή, η Αθηνά όλο καμάρι λέει στον Οδυσσέα.
Αθ. – Βλέπεις Οδυσσέα την μεγάλη δύναμη των θεών; Θα μπορούσες πριν να βρεις έναν άνδρα φρονιμότερο ή ανώτερο;
Οδ. – Κανένα άλλο δεν ξέρω. Τον λυπούμαι όμως τον δυστυχισμένο, αν και είναι εχθρός μου, γιατί τον βρήκε η «ά τ η» η τύφλωση του νου. Στη θέση του φαντάζομαι τον εαυτό μου. Βλέπω πως, όσοι ζούμε δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά φαντάσματα και κούφιοι ίσκιοι.