ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ Οι πολιτιστικοί τουρίστες δεν προτιμούν Ελλάδα
Ο Γιώργος Σισαμάκης περιγράφει πώς πρέπει να είναι η ισχυρή ταυτότητα του Ηρακλείου

Αν και  η Ελλάδα αποτελεί το 5ο ισχυρότερο brand του κόσμου στον τουρισμό, κατέχει την 3η θέση στο δίπτυχο ήλιος–θάλασσα και την 8η στον θαλάσσιο τουρισμό, βρίσκεται εκτός δεκάδας στον πολιτιστικό τουρισμό.

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι επισκέπτες της Ελλάδας δεν έρχονται για τον πολιτισμό της.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα η Marketing Greece σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων διοργάνωσαν workshop με τίτλο: «Πολιτισμός & Τουρισμός: Ένα βήμα πιο κοντά», απ’ που προέκυψαν μια σειρά από σημαντικά συμπεράσματα.

Για να αντιληφθεί κανείς την υστέρηση της χώρας μας στον πολιτισμικό τουρισμό όπως τονίστηκε, συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της, ενδεικτικό είναι πως, βάσει στοιχείων του 2017, οι εξαγωγές πολιτιστικών αγαθών από την Ελλάδα ανέρχονταν σε 182 εκατομμύρια €, όταν το αντίστοιχο νούμερο στην Ιταλία άγγιζε τα 8 δισεκατομμύρια €, στη Γαλλία τα 7,8 δισ. ευρώ και στην Ισπανία τα 1,9 δισ. ευρώ!

ΤΙ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ
Οι πολιτιστικοί τουρίστες 
δεν προτιμούν Ελλάδα
Στην ομιλία της με τίτλο: « Facts & Figures για τον Πολιτιστικό Τουρισμό» η Αγγελική Καραγκούνη, Content Manager ΣΕΤΕ – ΙΝΣΕΤΕ, τόνισε πως τουλάχιστον το 40% του συνόλου των τουριστών παγκοσμίως θεωρούνται πολιτιστικοί τουρίστες και πως η εν λόγω αγορά ανέρχεται σε 950 δισεκατομμύρια δολάρια. Πρόσθεσε πως τα οφέλη του πολιτιστικού τουρισμού είναι οικονομικά, κοινωνικά, αλλά και περιβαλλοντικά.

Κίνα, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο είναι κατά κύριο λόγο οι αγορές που ενδιαφέρονται για πολιτιστικά προϊόντα, ενώ στο top3 των χωρών που προσελκύουν τέτοιου είδους τουρίστες  βρίσκονται η Ιταλία, η Γαλλία και Ισπανία.

«Το προφίλ του πολιτιστικού τουρίστα έχει ως εξής: Διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, είναι αρκετά δραστήριος, ταξιδεύει συχνά και έχει υψηλότερη μέση δαπάνη. Τον ενδιαφέρει, όχι τόσο η σχέση ποιότητας – τιμής, όσο η σχέση ποιότητας – χρόνου. Παλαιότερα ήταν κυρίως συνταξιούχοι, πλέον βλέπουμε να μεγαλώνει σημαντικά και το μερίδιο των millennials».