Έναν ευχαριστήριο ύμνο για εκείνους που βίωσαν και αγάπησαν την αγροτική ζωή και υπερασπίστηκαν τον λαϊκό μας πολιτισμό αποτελεί το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη.
Η ποιητική συμμετοχή με τίτλο “Απ’ τα χώματά σου” αποτελεί αισίως το 27ο βιβλίο του Ταχυδρόμου του Κάστρου.
Με τα τραγούδια μου “Απ’ τα χώματά σου”, σημειώνει ο Δημήτρης Θεοδοσάκης, “αποχαιρετώ την Ελλάδα της υπαίθρου που σιγοσβήνει και χάνεται, παίρνοντας μαζί της την ομορφιά και τις αξίες του παλιού κόσμου. Αποχαιρετώ την εγκαταλειμμένη γη των πατέρων και τις προγονικές μνήμες που φορέσανε μαύρα ρούχα του πένθους και της λη- σμονιάς. Συγκλαίω στην αγωνία του νεότερου κόσμου, που αστικοποιήθηκε και έχασε ένα κομμάτι από την ψυχή του και βιώνει μια απέραντη μοναξιά. Προσκύνησε τον πρόσκαιρο ευδαιμονισμό, λησμόνησε τις μνήμες, τις ρίζες, τα ήθη και τα έθιμά μας.
Περιφρόνησε ακόμη και την ιδιωματική του γλώσσα, που νοηματοδοτούσε τις πολιτισμικές αξίες της μακρινής καταγωγής του, της γεωργικής παραδοσιακής κοινωνίας. Ο νεότερος κόσμος, αποκομμένος από το χθες, από τις ρίζες και τις παραδόσεις του, παραδόθηκε στη λησμονιά, χωρίς αναφορά στο χθες, σ’ ένα αβέβαιο αύριο.
Δημοσιεύοντας τα τραγούδια μου, αναζητώ πνευματικούς συνοδοιπόρους για το χαμένο ήθος του παλιού κόσμου, να επανατοποθετήσομε το γκρεμισμένο άγαλμα της μάνας γης και όλοι μαζί να ξαναχτίσομε τα γκρεμισμένα γεφύρια στον παράδεισο της ψυχής”.
Οπως τονίζει στον πρόλογο του βιβλίου ο σκηνοθέτης και καθηγητής του Π.Κ. κ. Τηλέμαχος Μουδατσάκης, “το Απ’ τα χώματά σου” πριν απ’ όλα είναι ένα νοσταλγικό έργο”.
“Ο δεκαπεντασύλλαβος επιστρέφει στην κοίτη του και ρέει, αργά, άλλοτε γρήγορα παφλάζοντας όπως στο δημοτικό τραγούδι και στις παραλογές. Συχνά η τριτοπρόσωπη αφήγηση ανοίγει το περιβάλλον του ευδοστιχικού διαλόγου. Ο ίδιος ο ποιητής με μια αυτοπροτροπή διαμαρτύρεται ευφροσύνως σε πρώτο πρόσωπο.
Η μορφολογική αυτή μετάπτωση φέρνει εσωτερικές εικόνες-λόγους που περιμένουν να ακουστούν από ένα παλιό ηχείο. Είναι η μνήμη που περιμένει την ανάπτυξή της, μια ποικιλωδός μνήμη, μνήμη από γεύσεις [Τσουδιές τση μυζηθρόπιτας πιάσανε τα σοκάκια, στο ποίημα ΑΠΟΚΡΑ ΣΑΡΑΝΤΑΡΑΣ], μνήμη από λαϊκά χρειασίδια [φύλλο ν’ ανοίξουν στο σοφρά με το μακρύ ξυλίκι], μνήμη μελαγχολική του τέλους [παραπονιούνται τα σπαρτά στη μάνα γη και λένε: φεύγομε, μάνα, φεύγομε κι ο κύκλος μας τελειώνει], μνήμη μιας λαϊκής ωδικής με συνακόλουθη ενδυματολογία [θερίστρες γλυκοτραγουδούν, μακρά καρτσόνια βάνουν, φορούνε μακρομάνικα κι ασπρόμαυρες μπολίδες, χαμηλωμένες τσι φορούν, ο ήλιος μην τσι κάψει], αλλά και γλωσσική μνήμη, αυτή έχει και τα περισσότερα αντηχεία στην ποίηση του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη.
Αυτή η γλωσσική μνήμη είναι μια αληθινή πολιτιστική διαθήκη, ένα λεξικό της κρητικής διαλέκτου, αλλά στη μοναρχία της ποίησης. Ο ποιητής διεκδικεί όλες τις γλωσσικές ελευθερίες, για να μιλήσει, από καλή πρόνοια παραθέτει το λεξικό κάτω από τα ποιήματα [οι ράπες μας χρυσώσανε και τ’ άγανα ψαρύναν – και σοζυάζουνε τσι ελιές και σπούνε τα μιγόμια- γιατί και στσ’ άκρες του χωριού λαδώσαν τα φουντάλια]. Να ένα θαυμάσιο δίστιχο από το ποίημα ΣΤΗ ΜΑΥΡΟΚΑΨΑΛΗ ΤΑΓΗ:
“Απού δε σόδιασε ταγή για το χτηματερό του,
μια χαχαλιά καθημερνώς να βάνει στην παχνιά του…”
Όμως ο Δημήτρης Ν. Θεοδοσάκης δε μένει μόνο στη μνήμη, δημιουργεί και ο ίδιος τη συνθήκη για να συντάξει φιλόσοφο αποφθεγματικό λόγο και μάλιστα νοσταλγικό.
Πράμα στα πίσω δε γυρνά, μόνο
λαλεί και πηαίνει,
αλλά μοιράζει τσι χαρές
κι άλλων τη θλίψη σπέρνει.
κι αν είν’ πρικιός ο μισεμός, καλωσορίδια φέρνει,
στο ρούκουνά του μισεμού χρυσές ολπίδες σπέρνει.
Ο ποιητής βλέπει τη ζωή που φεύγει με νοσταλγία και ζητά να την εγκλωβίσει σε καίριες στιγμές, να τις φυλακίσει στη μνήμη, να διαιωνίσει το φευγαλέο, το εφήμερο. Ένα εφήμερο γεμάτο ήχους, γεύσεις, οσμές, όλα τα αισθητήρια είναι σε ετοιμότητα μέσα και έξω από τον δεκαπεντασύλλαβο, που συχνά αιφνιδιάζει με τις αρχές και την αναρχία του.
Το ΑΠ’ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ ΣΟΥ είναι ένας λαϊκός βιωμένος γλωσσικός πολιτισμός. Ο ποιητής έχει ζήσει την παράδοση και την αναπλάθει με την αθώα ψυχή του που δε γνωρίζει συστολή, έχει όμως ζήσει και την αυτοσχέδια λογοτεχνία, τον στίχο στην κοιτίδα του: τα αρωματισμένα σοκάκια του χωριού της Κρήτης από τα άνθη της νοσταλγίας μας χαμένης ή επιτέλους υπό εξαφάνιας αθωότητας”.