Σε ηλικία 98 ετών, πέθανε ο Νάνος Βαλαωρίτης, ποιητής, κριτικός, μελετητής, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και μυθιστοριογράφος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921. Σπούδασε Φιλολογία και Νομικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου και Σορβόννης. Εργάστηκε ως υπάλληλος της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, μεταφραστής, συνεργάτης και εκδότης περιοδικών. Έγραψε άρθρα και μετέφρασε πρώτος στο Λονδίνο εκτενώς Έλληνες ποιητές της γενιάς του 1930: Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Εγγονόπουλο και Γκάτσο.
Έζησε στην Αγγλία από το 1944 έως το 1953 και γνώρισε τον Έλιοτ και όλο τον κύκλο του. Το διάστημα 1954-1960 έμεινε στο Παρίσι και σχετίστηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές.
Το 1960 γύρισε στην Ελλάδα και διηύθυνε το περιοδικό «Πάλι» (1963-1966). Το 1969 παρουσίασε ελληνική ποίηση στο γαλλικό περιοδικό «Lettres Nouvelles». Από το 1968 έως το 1993 δίδαξε Συγκριτική Λογοτεχνία και Δημιουργική Γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο. Εκεί, ποιητικά του κείμενα εκδόθηκαν από τον οίκο City Lights του Λώρενς Φερλινγκέττι.
Οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού το 1990-1991. Διηύθυνε από το 1989 έως το 1995 με τον ποιητή Αντρέα Παγουλάτο το περιοδικό «Συντέλεια», το οποίο επανεκδόθηκε το 2004 με τίτλο «Νέα Συντέλεια». Το 1959 βραβεύτηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο, Ποίησης το οποίο και αρνήθηκε. Το 1982 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1998 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού- Μαρτυρίας
. Το 1996 βραβεύτηκε από τη Ν.Ρ.Α. [National Poetry Association (Αμερικανική Εταιρεία Ποίησης)] –η οποία στο παρελθόν είχε βραβεύσει και τους Φερλινγκέττι και Γκίνσμπουργκ. Το 2006 τιμήθηκε με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το ποιητικό του έργο.
Το 2006, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τού απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Τιμής. Το 2009 τιμήθηκε με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
Στα τελευταία ποιητικά του βιβλία, ο Βαλαωρίτης εκφράζει την οργή του για το τέλμα στο οποίο περιέπεσε ο νεοελληνικός βίος μετά την κρίση.
Πυρπολώντας τα δάση της, εξαπατώντας τους ανθρώπους της με ένα χρήμα το οποίο δεν τους ανήκε και αποθαρρύνοντας κάθε δημιουργική πρωτοβουλία, η Ελλάδα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να φτάσει στην κρίση και να οδηγηθεί στο χείλος της καταστροφής, λέει ο ποιητής, χωρίς να έχει να προτείνει λύσεις. Δείχνει, όμως, με τη δουλειά του πόσο βαρύ είναι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε.
Η κατάδυση στα άδυτα της σύγχρονης τέχνης επί μια ολόκληρη ζωή δεν τον εμπόδισε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά του στις κοινωνικές εξελίξεις.
Τόσο στην ποίηση όσο και στα πεζά του, όπως και στα δοκιμιακά του έργα, ο Βαλαωρίτης αποβάλλει ευθύς εξαρχής το οποιοδήποτε διδακτικό ύφος, βάζει πριν απ΄ όλους στο στόχαστρο τον εαυτό του και κατορθώνει να εικονογραφήσει τον σκοτεινό αθηναϊκό του περίγυρο χωρίς να γίνει δηλητηριώδης και χωρίς να χάσει το κέφι του.
Μήνυμα αισιοδοξίας από έναν ποιητή ο οποίος είχε το σθένος και την παρρησία να γράψει: «Δεν είμαι από αυτούς / που τους θάβουν εύκολα / έστω ακόμα κι εν ζωή όπου / πολλοί άθαφτοι κυκλοφορούν / στους δρόμους και στα σπίτια / Από αυτό το άκρον άωτον / του ποιητικού μας λόγου εξέχει / από μνήμα πρόσφατο ρηχό / ένα χέρι που κρατάει ένα μολύβι / κι από νεκρούς και ζωντανούς / εξίσου το μισθό του διεκδικεί».