Η αρχή έγινε εκεί στην μακρινή δεκαετία του ΄70, όταν άκουσε ένα μοιρολόι από την εξαιρετική φωνή της Ευριδίκης Ξυλούρη. Η αδελφή του μεγάλου Ψαρονίκου που είχε την ίδια μαγευτική φωνή με τον αδελφό της, “ένας θηλυκός Ξυλούρηςª, εντυπωσίασε τον έφηβο ταλαντούχο μαθητή, που όχι μόνο την ηχογράφησε στο μοιρολόι της Κατίνγκως για το γιο της που πέθανε στρατιώτης στην Βόρεια Ελλάδα, αλλά έφτιαξε και την μελωδία.
Ψάχνοντας την φορτισμένη με απώλειες γη των Ανωγείων, βρήκε αρκετά μοιρολόγια, όλα φορτωμένα συγκίνηση, σ’ όλα η καθαρή καρδιά της μάνας. “Έτσι άρχισαª -θυμάται ο Λουδοβίκος των Ανωγείων μιλώντας στην ´Πª, με αφορμή την συναυλία που θα δώσει την Μεγάλη Δευτέρα στο ΠΣΚΗ- “να τα παίζω στο σπίτι, στη γειτονιά, στις γυναίκες που με καλούσαν να τ’ ακούσουν για να ευχαριστηθούν τα δάκρυα.
Ένιωσα λοιπόν ότι έχω κάτι μοναδικό στα χέρια μου και το πήγα μέχρι εκεί που μπορούσαª. Όταν γνώρισε τον μεγάλο μας Μάνο Χατζηδάκι, του παρουσίασε το μοιρολόι της Ριρίκας, ο οποίος εντυπωσιασμένος τα ονομάζει αμέσως «ερωτικές ελεγείεςª.
“Δεν είναι μοιρολόγια μακρόσυρτα με ουρλιαχτά, είναι κομψός λόγος με αίσθημαª, είπε κι αποφάσισε να τα κάνει ένα δίσκο. Ο δίσκος ´βγήκεª το 1985 και τα υπόλοιπα είναι ιστορία που άφησε στον δημιουργό τους ανεξίτηλες εμπειρίες. Όπως η πρώτη παρουσίαση με τον Μάνο Χατζηδάκι στο κατάμεστο θέατρο των Ανωγείων. ”
Ήταν μια ατμόσφαιρα φορτισμένη, άχνα από κάτω μόνο αναφιλητάª, θυμάται ο Λουδοβίκος των Ανωγείων. Ή τα μοιρολόγια στο ηγουμενείο της Μονής Ιβήρων. ´Κάθισαª -αναπολεί- ´στο ηγουμενείο, με σαράντα καλόγερους. Ήταν σαν ένα μαύρο πέταλο απέναντι μου. Δεν έχω δει περισσότερα δάκρυα σε άντρεςª.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την μυσταγωγική συναυλία του στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, όταν ο αείμνηστος Νίκος Γιανναδάκης, διευθυντής της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, έφερε στο Ηράκλειο την έκθεση με τα φαγιούμ. “Το μοιρολόι υπάρχει, υπήρξεª -αναφέρει ο γνωστός καλλιτέχνης- ´από πάντα, γιατί λειτουργεί λυτρωτικά για τους ζωντανούς, ωστόσο αποδίδει τιμή στους νεκρούς, στολίζοντάς τους με ακριβά λόγια νοτισμένα στα δάκρυα.
Άλλωστεª, όπως αναφέρει, ´το πιο επίπονο με την ιστορία της ζωής είναι η συνείδηση του ότι κάποια στιγμή θα φύγουμε. Ο φόβος του θανάτουª -αναφέρει- ´είναι πιο μεγάλος από τον ίδιο το θάνατο. Κάθε βράδυ κάνουμε πρόβα θανάτου με τον ύπνο, αλλά και πρόβα αθανασίας με τα όνειραª. Ο ίδιος, με χιούμορ, τονίζει ότι έχει συμβιβαστεί με το θάνατο, ´δε βιάζομαι όμως κιόλαςª λέει.
Ο Λουδοβίκος των Ανωγείων εξηγεί ακόμα γιατί σήμερα δε λέγονται μοιρολόγια, μιλά για τα δύο λυπημένα τραγούδια που έγραψε για τα Τέμπη, την εμπειρία της μεγάλης συναυλίας που δόθηκε στο Καλλιμάρμαρο και για τις μυθικές προσωπικότητες που γνώρισε.
«Είχα την εμπειρία ενός μοιρολογιού, ακόμα μαθητής από την μαγευτική φωνή της Ευριδίκης, ένας θηλυκός Ξυλούρης»
Δεκαετία του ΄70 μαθητής ακόμα, είχα την εμπειρία ενός μοιρολογιού από την αδερφή του Νίκου του Ξυλούρη, την Ευρυδίκη. Ήταν τα λόγια μιας μάνας της Κατίνγκως για το γιό της που πέθανε στρατιώτης στην Βόρεια Ελλάδα.
Έλεγε λοιπόν: άσπρο κερί τσ ’Αναστάσης υγιέ μου
μη λιώσεις μη γαριώσεις καντιφέ μου
θαλάσσοπερασμένε μου υγιέ μου
από που να σ ανημένω κληρωτέ μου
εγώ θερίζω δάκρυα παιδί μου
και θημωνιάζω πίκρες ακριβέ μου…»
Η φωνή της Ευρυδίκης μαγευτική, ένας θηλυκός Ξυλούρης.
-Είδατε ότι υπήρχε υλικό και συνεχίσατε;
Το ηχογράφησα και μετά του έφτιαξα την μελωδία. Άρχισα να ψάχνω λοιπόν στα Ανώγεια και βρήκα αρκετά, όλα φορτωμένα συγκίνηση, σ ΄όλα η καθαρή καρδιά της μάνας. Βρήκα το μοιρολόγι του Μανώλη από την Εθιά, το πιο ποιητικό από όλα, ειπωμένο από την γυναίκα του με την οποία έζησαν μόνο ένα μήνα παντρεμένοι και σκοτώθηκε στην Αλβανία.
´Γειτόνισσες γειτόνισσες ήντα έχετε και κλαίτε
πράμα έχει ο Μανώλης μου και δε μου το λέτε
Μανώλη που σου βάλανε για σκέπασμα τα χιόνια
τάξε πως δεν εκέντησα πότε μου εγώ σεντόνια
και που θα βρω ένα μερακλή Μανώλη σαν κι εσένα
να δώσω τα στιβάνια σου τα όμορφο ζαρωμένα
στην πέρα μπάντα του χωριού έρχονται στρατιώτες
μπας και έρχεται ο Μανώλης μου και έχω κλειστές τις πόρτες;ª
Ο Μάνος Χατζιδάκις τα ονόμασε αμέσως “ερωτικές ελεγείες”ª
-Ποια ήταν η συμβολή του μεγάλου Μ.Χατζηδάκι;
Ήταν εντυπωσιακό ότι φτιάχνοντας τις μελωδίες πάνω στους ακριβούς στίχους, έγιναν λυπημένα τραγούδια, αλλά τα πιο γνήσια τραγούδια αγάπης, γιατί, όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν έχουν προσποίηση. Έτσι, άρχισα να τα παίζω στο σπίτι στη γειτονιά, στις γυναίκες που με καλούσαν να τ’ ακούσουν για να ευχαριστηθούν τα δάκρυα. Ένιωσα λοιπόν ότι έχω κάτι μοναδικό στα χέρια μου και το πήγα μέχρι εκεί που μπορούσα.
Όταν γνωριστήκαμε με τον Μάνο Χατζιδάκι του έδωσα να ακούσει ένα μοιρολόι για την Ριρίκα, ένα 7χρονο κοριτσάκι που πεθαίνει χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε ατύχημα.
Ο Μάνος Χατζιδάκις τα ονομάζει αμέσως «ερωτικές ελεγείεςª. Δεν είναι μοιρολόγια μακρόσυρτα με ουρλιαχτά, είναι κομψός λόγος με αίσθημαª, είπε κι αποφάσισε να τα κάνει ένα δίσκο. Με κάλεσε λοιπόν και μου ζήτησε να βρω δέκα μοιρολόγια, τα καλύτερα και το έπραξα, ψάχνοντας μαζί με τον 12χρόνο τότε ανιψιό μου, Βασίλη.
-Ο δίσκος ´Μοιρολόγιαª έκανε ιδιαίτερη αίσθηση…
Ο δίσκος έγινε το 1985. Ήταν συγκλονιστική η εμπειρία στο θέατρο ´Νίκος Ξυλούρηςª, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις ήρθε να τον παρουσιάσει, φέρνοντας τον Ηλία Λιούγκο, την Έλλη Πασπαλά και τον Βασίλη Λέκκα. Με την ορχήστρα έπαιξαν στο πρώτο μέρος της συναυλίας και μετά είπε ´
Ήρθα εδώ για να φτιάξω μια κορνίζα να βάλω μέσα τα μοιρολόγια τα δικά σας». Και με παρουσίασε. Το θέατρο γεμάτο, τρεις γυναίκες των οποίων τα ημερολόγια θα έλεγα ήταν μέσα. Ήταν μια ατμόσφαιρα φορτισμένη, άχνα από κάτω μόνο αναφιλητά. Έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι με το μοιρολόγι.
-Θυμάστε κάποιες αντιδράσεις;
Αργότερα είχα μια μοναδική εμπειρία, όταν με κάλεσε ο ηγούμενος της μονής Ιβήρων στο Άγιον Όρος, να τραγουδήσω τα μοιρολόγια στους καλόγερους. Κάθισα στο ηγουμενείο, με σαράντα καλόγερους, ήταν σαν ένα μαύρο πέταλο απέναντι μου. Δεν έχω δει περισσότερα δάκρυα σε άντρες. Σε κάθε μοιρολόι ο ηγούμενος έκανε ανάλυση και όταν είπα το μοιρολόι της μάνας γραμμένο από τον Γιο της, τον Μιχάλη:
´Μάνα μου υπερήφανη και ντροπαλή μου μου μάνα
δεν το πιστεύω πως χτυπά για σένα η καμπάνα…ª
εκεί, ο ηγούμενος λύγισε, έκλαψε, όπως και οι καλογέροι.
Επίσης, ο αείμνηστος Νίκος Γιανναδάκης, διευθυντής της Βικελαίας Βιβλιοθήκης, έφερε από την Αίγυπτο αρχαίες μούμιες, μια υπέροχη έκθεση με φαγιούμ. Έστησαν λοιπόν στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου, μια νεκρόπολη και κλήθηκα να παίξω τα μοιρολόγια καλωσορίζοντας τους νεκρούς της Αιγύπτου. Ήταν υποβλητικά φωτισμένος ο χορός, ήταν μια μοναδική εμπειρία για όσους την έζησαν. Έπαιξα ακόμα στον Αχέροντα, στην πύλη του Άδη κατά τους αρχαίους Έλληνες, εξίσου σημαντική παρουσία.
«Έχω συμβιβαστεί με το θάνατο δε βιάζομαι όμως κιόλας»’’
´Το μοιρολόι υπάρχει γιατί λειτουργεί λυτρωτικά για το ζωντανούςª
– «Ο βαθύς πόνος δεν έχει πόνοª, έλεγε μια παλιά Ανωγειανή που έκλαιγε τον γιό της. Ο πόνος έχει τη δική του ματαιοδοξία;
Στην παράστασή μας, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου Ηρακλείου, τη Μεγάλη Δευτέρα θα παρουσιάσουμε την ιστορία αυτής της μάνας σε δύο πράξεις και θα παίξουμε μοιρολόγια της Κρήτης αλλά και τραγούδια ερωτικά που, έτσι κι αλλιώς είναι λυπημένα, αφού στη μάχη του έρωτα πάντα υπάρχουν θύματα. Η Μαρίκα Καραμπίνη έχασε το γιο της το Λάκη στο ναυάγιο της Φαλκονέρας.
Ο μονόλογος της μάνας θα αποδοθεί από την Εμμανουέλα Μαριούλα, μια ταλαντούχα ηθοποιό. Η μάνα διηγείται χρόνια μετά αυτό το γεγονός που της άλλαξε τη ζωή για πάντα. «Όταν, λέει, ο βαθύς πόνος δεν έχει πόνο», όπως το εξήγησε, ´ένιωθα μια ευχαρίστηση ενώ έλεγα μοιρολόγια και από κάτω έκλαιγαν όλοι. Νομίζω πως πέρασα μέσα από τον πόνο και με έβγαλε αλλού, αλλιώς δεν εξηγείται. Έτσι κατάλαβα ότι βαθύς πόνος δεν έχει πόνοª.
-Ποια είναι η δική σας ανάμνηση που ´έγραψεª μέσα σας από ένα μοιρολόι;
Κάνω παράλληλες σκέψεις τώρα, κάποτε η μάνα μου, ενώ ήταν λυπημένη και έκλαιγε, πήρα το μαντολίνο και της τραγούδησα μοιρολόγια και στο τέλος μου είπε ´πόσο ευχαριστήθηκαª. Ο Όμηρος αναφέρει ότι όταν σκοτώνεται ο Έκτορας, η Εκάβη, η μάνα του, λέει στις γυναίκες της αυλής ´γυναίκες, πάμε να κλάψουμε, πάμε να ευχαριστηθούμε τα δάκρυαª.
Το μοιρολόι υπάρχει, υπήρξε από πάντα γιατί λειτουργεί λυτρωτικά για τους ζωντανούς, ωστόσο αποδίδει τιμή στους νεκρούς, στολίζοντάς τους με ακριβά λόγια νοτισμένα στα δάκρυα.
-Όπως έχει ειπωθεί ´Ο θάνατος δεν είναι κάτι πολύ σοβαρό. Ο πόνος, είναιª. Συμφωνείτε;
Το πιο επίπονο με την ιστορία της ζωής είναι η συνείδηση του ότι κάποια στιγμή θα φύγουμε. Ο φόβος του θανάτου είναι πιο μεγάλος από τον ίδιο το θάνατο. Κάθε βράδυ κάνουμε πρόβα θανάτου με τον ύπνο αλλά και πρόβα αθανασίας με τα όνειρα.
-Έχετε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου;
Έχω συμβιβαστεί με το θάνατο, δε βιάζομαι όμως κιόλας.
-Η πίστη αμβλύνει τον πόνο;
Η πίστη αμβλύνει το φόβο του θανάτου, όταν πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι μετά και ότι θα συναντήσεις τους πιο αγαπημένους ανθρώπους σου.
-Γιατί τα μοιρολόγια είναι, θα λέγαμε, μια γυναικεία υπόθεση;
Τα μοιρολόγια είναι κατεξοχήν γυναικεία υπόθεση της μάνας και της αδερφής, ειδικά στην Κρήτη που, όπως ξέρουμε, η γυναίκα ποτέ δεν τραγουδούσε. Ο άντρας ήταν αυτός που τραγούδησε τον έρωτά του, απευθυνόμενος στην γυναίκα που εκείνη σιωπηλή άκουγε. Όταν όμως εκείνος πεθαίνει, εκείνη αναλαμβάνει να του επιστρέψει το τραγούδι της. Ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις που άντρες είπαν μοιρολόγια συγκλονιστικά.
-Σήμερα, αλήθεια, εξακολουθούν να λέγονται μοιρολόγια;
Σήμερα μοιρολόγια λέγονται σπάνια, έπαψε αυτή η λυτρωτική λειτουργία της μάνας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πόνος της απώλειας είναι μικρότερος. Νομίζω εξοικειώθηκαμε με το θάνατο, βλέποντάς τον στις τηλεοράσεις με τους πολέμους που εξελίσσονται να γινόμαστε μέτοχοι θεατές.
Δύο τραγούδια για τα Τέμπη – Συναυλία Καλιμάρμαρο
«Το πιο αληθινό κομμάτι του Έλληνα, το πιο βαθύ του, το πιο ουσιώδες, βγήκε στην επιφάνεια»
-Γράψατε δύο τραγούδια για τα Τέμπη: «Η Μάνα Περιμένει στον Σταθμό» και «Το πικραμύγδαλο του Μάρτη». Είναι μοιρολόγια του σήμερα;
Όταν έγινε η τραγωδία των Τεμπών, έτυχε να είμαι εκεί κοντά στο χωριό Βελίκα, σε ένα φίλο μου τον Γρηγόρη, παλιό πιλότο στα Φάντομ. Με άγγιξε το γεγονός όπως κάθε άνθρωπο, ανάλογα με την ευαισθησία του.
Έγραψα δυο τραγούδια, δεν τα λέω μοιρολόγια, γιατί γράφεις μοιρολόγι όταν ίδιος χάνεις το πρόσωπο, το αγαπημένο. Αν δεν είσαι εσύ ο ίδιος που χάνεις, δεν μπορείς να έχεις τη βαθιά αλήθεια. Παίρνω αφορμή να πω το εξής: Ο Γιάννης ο Ρίτσος, ο μεγάλος μας ποιητής εμπνεύστηκε από μια φωτογραφία μιας μάνας που θρηνεί τον γιο της σκοτωμένο στη μέση του δρόμου, τότε στη Θεσσαλονίκη. Τα «Μοιρολόγια» που έγραψε δεν μπορούν να φέρουν τον αληθινό πόνο που έχουν της μάνας. Έγραψα λοιπόν δύο τραγούδια λυπημένα φυσικά και τα παρουσίασα ήθελα και θέλω να μετέχω πάντα εκεί που ο πόνος κυριαρχεί.
-Συμμετείχατε στη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο για τα Τέμπη. Ποιο ήταν το απόσταγμα αυτής της βραδιάς, αλλά και όλων των κινητοποιήσεων που ακολούθησαν;
Στην μεγάλη συναυλία στο Καλλιμάρμαρο, με 50.000 κόσμο μέσα και 20.000 κόσμο έξω, ήταν συγκλονιστικά. Το πιο αληθινό κομμάτι του Έλληνα, το πιο βαθύ του, το πιο ουσιώδες, βγήκε στην επιφάνεια και του καθόρισε την συμπεριφορά.
Αυτή η τραγωδία και η αντιμετώπισή της από τη Κυβέρνηση, όπως όλοι ξέρουμε, κινητοποίησε τον κόσμο μέσα από τον αξιοπρεπή θρήνο των γονέων που έχασαν το παιδί τους.
Είμαι πάνω στη σκηνή και τρέμουν τα πόδια μου, έφερα μια ευθύνη εκείνη τη στιγμή ήμουνα ο πρώτος που άνοιγα την μεγάλη αυτή συναυλία. Τους είπα μια παλιά ιστορία, ένα παραμύθι:
Το νερό, η φωτιά και η τιμή έκαναν παρέα
και περάσαμε όμορφα είπαν:
´Όμως, ας χωριστούμε τώρα, αλλά να μη χαθούμε κιόλας,
-Εσένα φωτιά που δε σε βρίσκομε;
-Όπου δείτε καπνό, από κάτω είμαι!
-Εσένα νερό;
-Όπου είναι πράσινο χορτάρι, από κάτω είμαι!
-Εσένα τιμή;
-Εμένα, εάν με χάσετε, δεν θα με ξαναβρείτε!ª.
Έγινε ένα χειροκρότημα σεισμός. Όλοι συντονίστηκαν για μια συναυλία συμπαράστασης, με μεγάλο αντίκτυπο και προβολή.
Τι λέει για τα σημαντικά πρόσωπα που γνώρισε
«Την ουσία την πήρα από τους ανθρώπους της καταγωγής μου»
-Σας έχουν χαρακτηρίσει “παραμυθά τραγουδοποιόª. Ποιο έχετε πιο εύκολο, τον λόγο ή την μουσική;
Με έχουν χαρακτηρίσει παραμυθά, εγώ όταν κάτι με συγκίνησει, θα το κάνω ή τραγούδι ή παραμύθι ή διήγηση. Όλα είναι μαζί, το παν είναι η ευαισθησία, οι κεραίες ευαισθησίας που αγγίζουν τα γεγονότα.
-Ως ζωγράφος, με τι χρώματα θ΄ αποδίδατε τον πόνο;
Δε βρήκα το χρώμα της αγάπης, δεν θα βρω ούτε το χρώμα του πόνου. Ο καθένας να το ανακαλύψει στην δική του παλέτα.
-Είχατε την τύχη να γνωρίσετε μυθικές προσωπικότητες όπως ο Χατζηδάκης, ο Γκάτσος ,ο Παπαθανασίου κ.ά. Ποια είναι τα ´προικιάª που σας άφησαν;
Είμαι πολύ τυχερός στη ζωή μου γνώρισα μεγάλα πρόσωπα: Μάνος Χατζηδάκης, Βαγγέλης Παπαθανασίου, Νίκος Γκάτσος, Νίκος Κούνδουρος, Κική Δημουλά, Γιάννης Σμαραγδής, Κώστας Τσόκλης, Μάρω Βαμβουνάκη, Βασίλης Βασιλικός, Λευτέρης Παπαδόπουλος και πολλοί άλλοι.
Απ’ αυτά τα μεγέθη πήρα τις καταλήξεις τους, στην αισθητική, στην τέχνη, στην στάση ζωής. Την ουσία όμως την πήρα από τους ανθρώπους της καταγωγής μου, τους γονείς μου πρώτα. Άντλησα από την σοφία και την πνευματικότητα των απλών ανθρώπων, κάνοντας ένα είδος διαθήκης, έγραψα ένα τραγούδι:
´Χωρίς αποσκευές γυρίζω απ’ το ταξίδι της ζωής,
με την καρδιά γεμάτη δρόμους ακούραστος προσκυνητής.
Είδα σοφούς να απορούν και απλούς ανθρώπους να απαντούν,
για το χορτάρι που ανεβαίνει ακόμα και όταν το πατούν.
Το πιο κουραστικό ταξίδι το έκανα μέσα μου βαθιά,
βρήκα δε βρήκα εγώ το ξέρω πετώντας πάνω από τη φωτιά.
Κάποτε πήγα να λυγίσω και είδα τον Αλεξανδρινό,
να δείχνει με το χέρι την Ιθάκη ατελείωτο προορισμό.
Χωρίς αποσκευές γυρίζω από το ταξίδι μια ζωή,
χωρίς αποσκευές θα φύγω στο τέλος του της της γιορτήςª.
Τη Μεγάλη Δευτέρα στο ΠΣΚΗ ο αγαπημένος καλλιτέχνης, μαζί με τη Στέλλα
Ο αγαπημένος καλλιτέχνης μαζί με τη Στέλλα Σειραγάκη, τη Μαρίνα Δακανάλη και πενταμελή ορχήστρα, μας μυούν στο πνεύμα της Μεγάλης Εβδομάδας, με μια μοναδική παράσταση-ύμνο για τη ζωή μέσα από τον θρήνο για την απώλειά της, την Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου, στις 9 το βράδυ, στην Αίθουσα «Ανδρέας και Μαρία Καλοκαιρινού».
Το επίκεντρο της παράστασης είναι τα κρητικά μοιρολόγια αλλά και τραγούδι βαθιάς αγάπης, δημιούργημα απλών και πονεμένων ανθρώπων σε μια ποιητική γλώσσα, απέριττη και γεμάτη τοπικούς ιδιωματισμούς. Την παράσταση συμπληρώνει ένας θεατρικός μονόλογος που ερμηνεύει η Εμμανουέλα Μαργιούλα και αφορά το ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειον» στη Φαλκονέρα, στο οποίο ένας νεαρός ναύτης χάνει τη ζωή του και η μάνα του αφηγείται σπαρακτικά την ιστορία του χαμού του.