«Το παρελθόν δεν διορθώνεται. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Οπότε ζούμε με τα λάθη μας και προσπαθούμε κάθε επόμενη φορά, βάσει των συμπερασμάτων που διδάσκει η ιστορία του καθενός και της καθεμιάς, να μην κάνουμε παρόμοια. Άλλο είναι το να μην ξεχνάμε και να μη διαγράφουμε την ιστορία μας κι άλλο είναι το να προσπαθούμε να τη διορθώσουμε».
Αυτό επισημαίνει μιλώντας στην «Π» ο Γιώργος Κιμούλης, με αφορμή την επικείμενη συνάντησή του με το ηρακλειώτικο κοινό, στις 28 και 29 Ιανουαρίου, τρία χρόνια μετά την τελευταία του κάθοδο στο νησί εξαιτίας της πανδημίας. Ο γνωστός ηθοποιός επέλεξε αυτή τη φορά να πρωταγωνιστήσει, να σκηνοθετήσει αλλά και να μεταφράσει τη ‘’Συνάντηση’’ του Αμερικανού συγγραφέα Stephen Belber, που θα παρουσιαστεί στο κινηματοθέατρο Αστόρια.
Μιλώντας για τη «συνάντησή» του με το έργο, ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο τρόπος που επιλέγω ένα έργο έχει απόλυτη σχέση με τα ερωτήματα που έχω και που ακούω να έχει κι ο περιβάλλων χώρος μου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που πρέπει να επιλέξω ένα έργο. Άλλωστε η τέχνη δε δίνει απαντήσεις. Ερωτήσεις θέτει. Και δεν είναι λίγο αυτό» για να συμπληρώσει ότι “όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, απαντήσεις άνευ της σωστής ερώτησης δεν υπάρχουν”.
Στο πλευρό του επί σκηνης θα είναι η Άννα Μονογιού και ο Στάθης Παναγιωτίδης. Δύο ηθοποιοί που έχει χαρακτηρίσει «πλάσματα ακραία αφοσιωμένα, με μία ιδιαίτερη σκηνική αυταπάρνηση». Κι στην ερώτηση τι σημαίνει για αυτόν η ακραία αφοσίωση απαντά: «Η ευθύνη που έχουμε για τον άλλον. Το θέατρο είναι πληθυντικού αριθμού. Δεν είναι μία τέχνη μόνο ατομική. Βεβαίως και υπάρχει η αξία της ενικότητας του καλλιτέχνη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένας διαρκής διάλογος. Απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλον. Οπότε υπάρχει ευθύνη για τον άλλον. Κι ο άλλος έχει ευθύνη για σένα».
Στη συνέντευξή του στην «Π» μιλά μεταξύ άλλων για την αυτοκριτική, τη μοναξιά, την παγίδα των social media, για την κοινωνική καταξίωση στο όνομα της οποίας πολλές φορές οι ανθρωποι απαρνιούνται τα ουσιαστικά της ζωής, αν υπήρξε εποχή που σκέφτηκε να εγκαταλείψει το θέατρο κι αν τον ενθουσιάζει όπως όταν ξεκινούσε.
«Ο βαθμός του ενθουσιασμού πάει πάντα δίπλα δίπλα με την ηλικία του καθενός.
Όσο μεγαλώνεις οφείλεις πρώτ’ απ’ όλα να αντιστέκεσαι στην παραίτηση» καταλήγει.
«Η αυτοκριτική είναι προσωπική υπόθεση. Μόνον οι πράξεις που θα κάνουμε στη συνέχεια αφορούν τον δημόσιο χώρο»
-Μετά το «Παγκάκι» του Αλεξάντερ Γκέλμαν, θα σας δούμε ξανά στο Ηράκλειο με τη «Συνάντηση» του Αμερικανού συγγραφέα Stephen Belber. Πώς… «συναντηθήκατε» με το έργο;
-Ο τρόπος που επιλέγω ένα έργο έχει απόλυτη σχέση με τα ερωτήματα που έχω και που ακούω να έχει κι ο περιβάλλων χώρος μου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που πρέπει να επιλέξω ένα έργο. Άλλωστε η τέχνη δεν δίνει απαντήσεις. Ερωτήσεις θέτει. Και δεν είναι λίγο αυτό. Ζούμε πλέον σε μία εποχή που χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, η τεχνολογική ανάπτυξη, με την έπαρση του «όλα είναι γνωστά πλέον», σχεδόν μας απαγορεύει να θέτουμε ερωτήματα. Και όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, απαντήσεις άνευ της σωστής ερώτησης δεν υπάρχουν.
-Γιατί επιλέξατε λοιπόν τη «Συνάντηση» για την πρώτη σας επαφή με το ελληνικό κοινό μετά την πανδημία και τι θα δούμε επί σκηνής;
-Η πανδημία και η καραντίνα μάς έφερε ξανά αντιμέτωπους με το πρόβλημα της σχέσης του ατομικού με το συλλογικό. Ο κίνδυνος του να αναδειχθεί η βιοασφάλεια και η λεγόμενη «κοινωνική απόσταση» ως η μέγιστη μορφή συμμετοχής των πολιτών είναι ικανή να οδηγήσει στην απόλυτη παύση όλων των κοινωνικών σχέσεων.Οι «συναντήσεις» ζωντανών ανθρώπων με ζωντανούς ανθρώπους κινδυνεύουν να γίνουν μία αφήγηση που θα ανήκει στο παρελθόν. Και το χειρότερο όλου αυτού είναι το να το συνηθίσουμε, επειδή πιστεύουμε πως είναι δική μας επιλογή. Το έργο του Belber εκεί ακριβώς εστιάζει. Είναι εγκληματικό για τον άνθρωπο όταν αντιμετωπίζει τη μοναξιά του, την απομόνωση δηλαδή στην οποία τον ωθεί ο κοινωνικός του χώρος, ως δική του επιλογή μετονομάζοντάς την «μοναχικότητα». Το ενδιαφέρον δε στη γραφή του Belber είναι πως αυτό το ιδιαίτερα σοβαρό θέμα το χειρίζεται χρησιμοποιώντας άφοβα τον κώδικα της κωμωδίας.
-Το παρελθόν δεν μπορεί να διαγραφεί λέει «H Συνάντηση» υπενθυμίζοντας τη φράση του Σαίξπηρ στην Τρικυμία: «Το παρελθόν είναι πρόλογος». Ποια είναι η πιο σωστή στάση που κάποιος μπορεί να κρατήσει απέναντι σ’ αυτή τη συνθήκη;
-Κατ’ αρχάς, όταν λέμε παρελθό, δεν εννοούμε μόνο κάποιο μακρινό παρελθόν, αλλά την κάθε μας στιγμή, της οποίας όταν παρέλθει κι ένας ελάχιστος χρόνος έχει γίνει παρελθόν. Άρα κάθε μας πράξη λειτουργεί αμέσως ως πρόλογος των επόμενων στιγμών μας. Απ’ αυτές τις πράξεις μας δεν ξεφεύγουμε. Παράλληλα είναι αδιανόητο να περπατάμε προς το μέλλον με την πλάτη, κοιτώντας δηλαδή συνεχώς προς το παρελθόν μας, ως άλλοι άγγελοι του Πωλ Κλέε. Δε γίνεται να αντιμετωπίζουμε το μέλλον μας ως «συνεργείο» του παρελθόντος μας.
Το παρελθόν δεν διορθώνεται. Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Οπότε ζούμε με τα λάθη μας και προσπαθούμε κάθε επόμενη φορά, βάσει των συμπερασμάτων που διδάσκει η ιστορία του καθενός και της καθεμιάς, να μην κάνουμε παρόμοια. Άλλο είναι το να μην ξεχνάμε και να μη διαγράφουμε την ιστορία μας κι άλλο είναι το να προσπαθούμε να τη διορθώσουμε.
-Το παρελθόν δεν σβήνει, η αυτοκριτική βοηθάει στο ν’ αλλάξει η οπτική με την οποία θα ζήσουμε εφεξής τη ζωή μας;
-Βεβαίως. Αρκεί να μη χρησιμοποιούμε την αυτοκριτική μας ως φραγγέλιο αυτομαστιγούμενοι δημοσίως, ενδυόμενοι το ένδυμα του μετανοούντος και ζητώντας απ’ τους άλλους συγχώρεση. Διότι έτσι στην πραγματικότητα παρουσιάζουμε και επιδεικνύουμε τον εαυτό μας έμμεσα ως θύμα. Κάτι που είναι της μόδας, όπως παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια, ιδίως στα social media. Η αυτοκριτική είναι προσωπική υπόθεση. Μόνον οι πράξεις που θα κάνουμε στη συνέχεια αφορούν τον δημόσιο χώρο.
«Το θέατρο είναι πληθυντικού αριθμού. Δεν είναι μία τέχνη μόνο ατομική»
-Είπατε σε συνέντευξή σας για τους συμπρωταγωνιστές σας ότι «Πέραν του ταλέντου τους είναι πλάσματα ακραία αφοσιωμένα, με μία ιδιαίτερη σκηνική αυταπάρνηση». Τι είναι για σας η ακραία αφοσίωση;
-Η ευθύνη που έχουμε για τον άλλον. Το θέατρο είναι πληθυντικού αριθμού. Δεν είναι μία τέχνη μόνο ατομική. Βεβαίως και υπάρχει η αξία της ενικότητας του καλλιτέχνη, αλλά πάνω απ’ όλα είναι ένας διαρκής διάλογος. Απευθυνόμαστε ο ένας στον άλλον. Οπότε υπάρχει ευθύνη για τον άλλον. Κι ο άλλος έχει ευθύνη για σένα. Άλλωστε αυτό που μας υπενθυμίζει η θεατρική τέχνη – γιατί ο βασικός ρόλος της κάθε τέχνης είναι υπομνηστικός – είναι πως είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνον για εμάς, αλλά και για τους άλλους.
Κι αυτό δεν αφορά στο γνώριμο της φυσιογνωμίας του άλλου, γιατί δεν χρειάζεται ο Άλλος να μου είναι οικείος ή συμπαθής για να μου είναι εγγύς και να είμαι υπεύθυνος για εκείνον. Πολλές φορές κάποιοι ομότεχνοι το ξεχνούν. Όταν όμως το συναντάς σε κάποιους άλλους ομότεχνους, το λατρεύεις και το φυλάς ως κόρη οφθαλμού.
-Επίσης ένα θέμα που θίγει το έργο είναι η μοναξιά και μάλιστα σε σχέση με το κυνήγι της καριέρας και της κοινωνικής καταξίωσης. Νιώσατε ποτέ ότι έχετε πέσει κι εσείς σ’αυτήν την παγίδα που βάζουμε πολλές φορές οι ίδιοι στον εαυτό μας;
-Όλοι δυστυχώς πέφτουμε ή έχουμε πέσει σ’ αυτήν την παγίδα. Κι όπως λέγεται σε κάποια στιγμή του έργου «αυτό το καταλαβαίνουμε όταν πια είναι αργά». Τι να γίνει όμως; Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
-Εσείς βιαστήκατε να πετύχετε ή τα πράγματα ήρθαν στην ώρα τους;
-Δύσκολη ερώτηση. Για κάποιους μπορεί να βιάστηκα. Εγώ όμως δεν το ξέρω αυτό. Ήμουν μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου απ’ έξω.
Ο τρόπος που επιλέγω ένα έργο έχει απόλυτη σχέση με τα ερωτήματα που έχω και που ακούω να έχει
κι ο περιβάλλων χώρος μου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που πρέπει
να επιλέξω ένα έργο
«Δεν σκέφτηκα ποτέ να εγκαταλείψω το θέατρο. Να κάνω κάποιο διάλειμμα απ’ τη συνεχή παρουσία, ναι»
-Υπήρξε εποχή που σκεφτήκατε να εγκαταλείψετε το θέατρο;
-Όχι. Το να κάνω κάποιο διάλειμμα απ’ τη συνεχή παρουσία, ναι. Αλλά να το εγκαταλείψω τελείως, όχι. Ούτως ή άλλως μεγαλώνοντας, κάποια στιγμή όταν νιώσεις πως δεν έχεις ενέργεια και σύμμαχο σου τη μνήμη, οφείλεις να αποχωρήσεις.
-Στο μέλλον βλέπετε τον εαυτό σας μόνο να σκηνοθετεί;
-Σπάνια σκηνοθετώ χωρίς να είμαι και ηθοποιός στην παράσταση. Κι αυτό πάντα έχει σχέση με το πώς «βλέπω» το έργο με το οποίο θέλω να ασχοληθώ. Αν το δω ως όλον, τότε οφείλω και να το σκηνοθετήσω. Αν το δω ως μέρος, δηλαδή μόνο τον ρόλο, τότε ζητώ να σκηνοθετήσει την παράσταση κάποιος άλλος σκηνοθέτης.
-Το θέατρο εξακολουθεί να σας ενθουσιάζει όπως όταν ξεκινούσατε;
-Ο βαθμός του ενθουσιασμού πάει πάντα δίπλα δίπλα με την ηλικία του καθενός. Όσο μεγαλώνεις οφείλεις πρώτ’ απ’ όλα να αντιστέκεσαι στην παραίτηση.
Συνεχίζω να θεωρώ πως ο δάσκαλος
είναι ό,τι πιο σημαντικό
υπάρχει
«Τα social media φοβάμαι ότι έχουν μετατραπεί σε μία φαντασίωση δημόσιας παρέμβασης»
-«Η Συνάντηση» θίγει ακόμα και το θέμα του σεξ ως μέσο επιβολής εξουσίας. Πώς το σχολιάζετε;
-Η φράση που ακούγεται στο έργο πιστεύω πως τα λέει όλα «Δεν υπάρχει κάτι κατάπτυστο στο σεξ εκτός απ’ το να χρησιμοποιείται ως εργαλείο εξουσίας». Από οποιονδήποτε σε οποιονδήποτε.
-Είπατε σε μια συνέντευξή σας «Κάποια στιγμή πρέπει να σηκώσουμε το βλέμμα από το πληκτρολόγιο και να δούμε ότι είμαστε μόνοι σε ένα δωμάτιο». Ποια είναι η δική σας σχέση με τα social media;
-Στην αρχή τους είχα κι εγώ πέσει στην παγίδα να νομίζω πως μέσω αυτών μιλώ δημόσια. Ψευδές, κατά τη γνώμη μου, τώρα. Στην πραγματικότητα μονολογείς κι αυτόν τον μονόλογο στην καλύτερη περίπτωση ίσως να τον ακούει μόνον ο μικρόκοσμός σου και στη χειρότερη να γίνεται έναυσμα τοξικότητας κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων. Τα social media φοβάμαι ότι, λόγω της λογοδιάρροιάς τους και της ποικίλης ύλης τους, έχουν μετατραπεί σε μία φαντασίωση δημόσιας παρέμβασης.
-Στο έργο το ζευγάρι των συμπρωταγωνιστών σας ζητά από τον ηλικιωμένο τέως διάσημο χορογράφο που υποδύεστε μία συνέντευξη για το πώς λειτουργούσε ο καλλιτεχνικός χώρος στη δική του εποχή. Τι διαφορές βλέπετε στην αντίληψη για το τι σημαίνει ηθοποιός αναλογιζόμενος τη δική σας διαδρομή από τον εξαιρετικά ταλαντούχο νεαρό ηθοποιό, που το πλατύ κοινό γνώρισε μέσω της τηλεοπτικής “Αστροφεγγιάς”, έως τον δάσκαλο για νέους ηθοποιούς μέσα και από τη σχολή σας;
-Επειδή είμαι πιστός στη φράση που λέει πως οι αξίες δεν αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές, συνεχίζω να θεωρώ πως ο δάσκαλος είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Αν κάτι έχει αλλάξει είναι ο βαθμός δυσκολίας στην προσπάθεια να πείσεις τους νεότερους πως οι αξίες δεν αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές.