Ο Γ. Κανελλάκης μιλά με Κρητικούς επιζήσαντες από το κολαστήριο του Μαουτχάουζεν
Ο Γ. Κανελλάκης μιλά με επιζήσαντες

Ένα  ντοκιμαντέρ-αποκάλυψη που αναφέρεται στις ματωμένες μνήμες επιζώντων Κρητικών που παρέμειναν για τετρακόσιες μέρες περίπου, παρέα με τον θάνατο, στα ναζιστικά κολαστήρια του Μαουτχάουζεν,αποτελέι την τρίτη ιστορική παραγωγή-ντοκουμέντο των δημοσιογράφων Γιάννη Κανελλάκη και Μανόλη Παντινάκη, η οποία παραδίδεται ολοκληρωμένη σε ένα δεκαήμερο, μετά από πολύμηνη επεξεργασία του υλικού που συγκεντρώθηκε.

Με τον νέο χρόνο το ντοκιμαντέρ  με τίτλο «Από την Κρήτη στα κρεματόρια» διάρκειας περίπου 30 λεπτών, θα αποσταλεί, όπως και τα προηγούμενα, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και σε ηγέτες ξένων κρατών ενώ θα πάρει τον δρόμο του και για προβολές σε διεθνή και ελληνικά φεστιβάλ, πανεπιστήμια, σχολεία, δήμους και κοινότητες, πολιτιστικούς συλλόγους και αλλού.

Η έρευνα, το σενάριο και η παραγωγή είναι των Γιάννη Κανελλάκη και Μανόλη Παντινάκη, η σκηνοθεσία του Τάσου Μπιρσίμ, την αφήγηση των κειμένων κάνει ο δημοσιογράφος Νίκος Κλέτσας ενώ τα γυρίσματα έγιναν από τον οπερατέρ Γιώργο Δαράκη και το μοντάζ από τον Νίκο Χριστοδούλη.

Καθημερινή παρέα με τον θάνατο

Συνεχίζοντας την αναζήτησή τους στην ιστορική μνήμη στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, οι δημοσιογράφοι έφτασαν στα Μεσκλά Κυδωνίας Χανίων και εντόπισαν τους τελευταίους επιζώντες στην Κρήτη των ναζιστικών στρατοπέδων Κώστα Βουράκη και Σταύρο Παπουτσάκη, δυο ήρωες-ζωντανή ιστορία, που βίωσαν με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο τα πρωτοφανή εγκλήματα των SS σε βάρος εκατομμυρίων κρατουμένων.

«Μας είχε αγκαλιάσει ο θάνατος και περιμέναμε τη δική μας σειρά να γίνουμε σαπούνι. Ήταν θαύμα που γυρίσαμε και δεν πιστεύαμε ότι θα φεύγαμε ζωντανοί από τα κάτεργα του θανάτου», ήταν οι πρώτες κουβέντες των αφηγήσεών τους στην κάμερα του Γιώργου Δαράκη.

Τα περιστατικά της ζωής τους στα στρατόπεδα που εξιστόρησαν, ήταν αναρίθμητα και οι εικόνες «από τη γη των κολασμένων» τους ακολουθούσαν όλα τα χρόνια στο χωριό τους.

Τον περασμένο Φεβρουάριο ο Κώστας Βουράκης «έφυγε» πλήρης ημερών, αλλά «φορτωμένος» ακόμα με τις πληγές της «κρεατομηχανής» των ναζί στην Αυστρία, ενώ ο Σταύρος Παπουτσάκης εν ζωή στα 93 του χρόνια σήμερα στα Μεσκλά, παραμένει κάθε νύχτα ξάγρυπνος καθώς έχει συντροφιά τις μέρες της φρίκης.

Άνθρωποι σαπούνι και λίπασμα

«Είχα κάμει και στο κρεματόριο του Μελκ» είχε πει ο Βουράκης. «Μαζεύαμε τα πτώματα κάθε πρωί από τους θαλάμους με άλλους από όλα τα μιλέτια  και στον φούρνο ήτανε μια πόρτα όπως είναι του καραβιού που πέφτει… Και πετούσανε πέντε, έξι, δέκα πτώματα πάνω στην πόρτα, έκλεινε και πέφτανε τα πτώματα μέσα στη φωτιά. Από τα πτώματα βγάζανε λάδι και στάχτη. Τη στάχτη την κάνανε λίπασμα και το λάδι το κάνανε σαπούνι που ήτανε σαν το σπιρτοκούτι…».

Στις θύμησες του Παπουτσάκη έχει ριζώσει κάθε μέρα ο θάνατος και συχνά έρχονται στη μνήμη του οι διαταγές του Γερμανού ναζί: «Κομ, κομ, κομ και έστελνε τους κρατούμενους στο πλυντήριο. Εκεί άνοιγαν τα αέρια και όσοι πήγαιναν δεν γυρίζανε».

Οι μαρτυρίες-κόλαση είναι ανοιχτές πληγές που κόβουν την ανάσα και σήμερα κι ας έχουν περάσει κοντά εβδομήντα πέντε χρόνια: «Τη ζωή στα στρατόπεδα τη θυμούμαι κι ανατριχιάζω ακόμη. Κλαίω! Ήθελε ο Θεός και γλύτωσα. Ξέρω ‘γω; Είχα, φαίνεται, αντοχές. Στο Μαουτχάουζεν δεν είχα ελπίδα πως θα γυρίσω ζωντανός. Ήμουνα 25 κιλά κι είχα ελπίδα να ζήσω; Πώς να ζήσω; Όταν βλέπεις έναν κόσμο να πεθαίνει καθημερινά, έχεις ελπίδα;».

Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στο χωριό Κοξαρέ του Δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου, που αριθμεί πολλά θύματα των στρατοπέδων, με τη λήψη πλάνων και μαρτυριών από ηλικιωμένους κατοίκους.