
«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβαλες να τηρεί η προσπάθειά σου. Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα».
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, η Κική Δημουλά, συνήθιζε να συστήνεται ως ποιήτρια, και ως άνθρωπος με βαθύ το αίσθημα της αυτοαξιολόγησης.
«Δεν νιώθω δημιουργός», επισημαίνει. «Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής. Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής»
«Η Δημουλά κάνει πράγματα με την γλώσσα που κανείς Έλληνας ποιητής δεν τόλμησε» γράφει ο Νίκος Δήμου στο βιβλίο του «Δοκίμια 2 – Τα πρόσωπα της ποίησης»(εκδ. Νεφέλη).
«Αλλάζει τα μέρη του λόγου», προσθέτει, «κάνει τα επίθετα ρήματα, τα ουσιαστικά επιρρήματα. Αναρχική των λέξεων, παίρνει εκδίκηση από την γλώσσα για κάθε απουσία, κάθε μοναξιά, κάθε φόβο της ζωής. Τρομοκρατημένη από την ύπαρξη, η Δημουλά τρομοκρατεί την γλώσσα. Άλλωστε, μόνο μια τέτοια διάλεκτος μπορεί να εκφράσει το μηδέν. Πρόκειται για ένα άλλο είδος ποίησης. Θα την ονόμαζα μετα-ποίηση και με τις δύο σημασίες του μετά. Αν η ποίηση οριοθετεί έναν κόσμο, αυτή καλύπτει δύο, ταυτόχρονα, μεταποιώντας τις λέξεις. Στα ελληνικά γράμματα δεν έχουμε άλλο τέτοιο δείγμα. Στα ξένα, το πιο κοντινό που μπορώ να σκεφθώ είναι οι Άγγλοι “μεταφυσικοί ποιητές” του 17ου αιώνα. Αυτοί που “έβλεπαν το κρανίο κάτω από το δέρμα” όπως έγραψε ο Eliot στους «Ψιθύρους Αθανασίας».
Σε συνέντευξη της στο περιοδικό «Η Λέξη», τεύχος 194 Οκτώβρης-Νοέμβρης 2007, η Κική Δημουλά συνομιλεί με τους Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχο, συνομιλία η οποία εστιάζεται στην δημοφιλία της ποιήτριας και στην αποδοχή της από το ευρύ κοινό.
«Το έργο σας αποσπά τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, γίνεται ολοένα και πιο γνωστό, ολοένα και πιο αγαπητό», επισημαίνουν οι συνομιλητές της. «Θεωρείτε ότι μια ποίηση σαν την δική σας, μπορεί να προσληφθεί και να εκτιμηθεί σε όλα της τα επίπεδα, ή μήπως λειτουργούν περισσότερο τα συναισθηματικά και τα συγκινησιακά της επιφαινόμενα;»
«Αυτή η ερώτηση σας», απαντά η Κική Δημουλά, «σαν να επιδιώκει ακόμα πιο σαφώς, να με κάνει ακόμα πιο αμαρτωλή. Να παραδεχτώ δηλαδή, ότι ναι έχω “αποσπάσει”, κλέφτικο ρήμα ετούτο, τον έπαινο του δήμου και των σοφιστών, ότι η ποίηση μου έχει πολλά επίπεδα, και να βαθμολογήσω αν αυτά μου εξοικονομούν τον έπαινο, ή αν εντονότερα λειτουργούν τα συναισθηματικά ή συγκινησιακά επιφαινόμενα. Ακούστε με», θα πει η Κική Δημουλα, «ό,τι έγινε, ήρθε. Ήρθε μετά από ένα ηλίθιο σχεδόν παρατεταμένον ρεμβασμό μου, μπροστά σε ένα τίποτα, μακάρια ξαπλωμένο σε ένα κενό. Δεν υπάρχει βέβαια καμία αμφιβολία, ότι την ταχύτερη και πιο ξεκούραστη προτίμηση μαγνητίζουν τα επιφαινόμενα στοιχεία, όντας πιο κοντά στην έκθετη καθημερινή ψυχή».
Η εμμονή μου σε ένα εκφραστικό τρόπο, δεν οφείλεται στην αναζήτηση της ιδιοτυπίας, αλλά στην αδυναμία να έχω ανοιχτό μπροστά μου το περιθώριο της επιλογής πολλών τρόπων. Το αυθεντικό εντέλει φοβάμαι ότι είναι η πρώτη αιτία των ονείρων, και η ανυπαρξία του, η πρώτη αιτία που τα όνειρα συμβιβάζονται με τις απομιμήσεις»
«Τα ποιήματα της Δημουλά», γράφει ο Παντελής Μπουκάλας στη εφημερίδα “Η Καθημερινή”, στις 20 Δεκεμβρίου 1994, «που η έκδηλη αφηγηματικότητά τους σχεδόν σου επιβάλλει να τα διαβάσεις φωναχτά, ώστε να γευτείς τη χαρά της συνομιλίας, και να τα εισπράξεις ακέραια από δύο οδούς, την όραση, και την ακοή, απευθύνονται στον κόσμο των αισθημάτων του αναγνώστη, παρότι τα ίδια έχουν δουλευτεί ξανά και ξανά από έναν νου σθεναρό, έναν νου που καιροφυλακτεί για να μην ξεφύγει ανερμήνευτο το βίωμα ή ανεπεξέργαστο το κινούν αίσθημα…»
Στις 28/2/02 η Κική Δημουλά, εξελέγη Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ένα μήνα μετά, σε συνέντευξη της στη εφημερίδα Ελευθεροτυπία, η ποιήτρια αναφέρεται στην ξεχωριστή αυτή διάκριση. «Γίνατε “αθάνατη”, λοιπόν..», είναι η πρώτη φράση, διαπίστωση της δημοσιογράφου Όλγας Μπακομάρου, στη συνομιλία της με την Κική Δημουλά.
«Η λέξη, ξέρετε, μου προκαλεί μια μελαγχολία, γιατί έχει ένα χιούμορ που είναι και ολίγον μαύρο βέβαια. Πώς “αθάνατη”; Τονισμός του “θνητή” είναι αυτό περισσότερο, παρά μια άλλη πραγματικότητα. Δεν νομίζω ότι τον φέρω αυτόν τον χαρακτηρισμό με πολλή άνεση, ούτε βέβαια και τον τίτλο ακόμα του ακαδημαϊκού, γιατί πρέπει πρώτα να τον πιστέψω. Εγώ δεν είμαι εύπιστη ούτε στα πράγματα που συμβαίνουν. Άλλωστε, δεν ήταν τόσο αγωνιώδης στόχος μου αυτό, ούτε εκφράζει την άπληστη πλευρά μιας φιλοδοξίας».