Το βιβλίο του Μανόλη Αλεγκάκη είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο. Ο χώρος είναι η Βασιλική. Ο χρόνος το διάστημα από την Ενετοκρατία έως σήμερα.
Η Βασιλική των Αστερουσίων είναι ένα βιβλίο γνώσεων και πληροφοριών. Ο συγγραφέας μάς καλεί να κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο, να βρεθούμε κοντά στον άνθρωπο του χθες, να ακολουθήσουμε την ενδιαφέρουσα πορεία του μικρού τόπου, από το 1271, από την κατοχή των Βενετών, να μπούμε στα σπίτια και στις ζωές των ανθρώπων, να ζήσουμε τους αγώνες και τις αγωνίες τους.
Τι μαθαίνουμε από το βιβλίο αυτό; Πρώτα για τον χώρο: για το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον ενός ευλογημένου τόπου. Για τα φαράγγια του και τις παραδόσεις που συνδέονται με αυτά.
Για τις καλλιέργειες του παρελθόντος. Για τον πλούτο της πανίδας και της χλωρίδας του παρελθόντος και τις αλλαγές που έχει επιφέρει η αβελτηρία του παρόντος (χημικά κλπ.).
Ύστερα για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Για τις σπηλιές που προστάτευαν τους κατοίκους στον πόλεμο, για τις πεδιάδες αλλά και τα ορεινά του τόπου, όπου οι φίλεργοι Βασιλικιανοί καλλιεργούν ελιές, αμπέλια, κηπευτικά, καπνά, σιτηρά.
Είναι ένας όμορφος τόπος. Γι’ αυτό και το ταξίδι είναι όμορφο. Και ο συγγραφέας, γνωρίζοντας καλά τον τόπο, πραγματοποιεί στάσεις σε μέρη που ξεχωρίζουν: στην ύπαιθρο με τα πολλά τοπωνύμια, τα πολλά μοναστήρια, με την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Στο χωριό με τα μισογκρεμισμένα σπίτια και τις ανάγλυφες μνήμες ζωής. Στο παλιό καλντερίμι που θυσιάστηκε στον βωμό του τσιμέντου.
Πίσω από τις περιγραφές νιώθουμε τη νοσταλγία του συγγραφέα. Τον πόνο για ό,τι χάθηκε ανεπιστρεπτί. Την αγάπη του για την αρχιτεκτονική του παρελθόντος – τη μνημειώνει με πολλές φωτογραφίες, για τα κτίσματα και τα αντικείμενα του πηλού και του ανθρώπινου χεριού.
Κι ύστερα η ιστορία: ο συγγραφέας υποκλίνεται μπροστά στους αγωνιστές των Κρητικών Επαναστάσεων, του Μακεδονικού αγώνα, του Μικρασιατικού πολέμου, της Γερμανικής Κατοχής, της Αντίστασης. Οδοιπορώντας πάνω στο άνυσμα του χρόνου σταματά στην Τουρκοκρατία, πονά για ιστορίες αγριότητας, όπως εκείνη του γενίτσαρου Τσαβόλα (σ. 30), παραθέτει γαμήλια συμβόλαια, στατιστικά στοιχεία απογραφών, προφορικές μαρτυρίες. Ανάβοντας ταπεινά το κεράκι του στη μνήμη των αφανών ηρώων ο Μανόλης Αλεγκάκης υποκλίνεται μπροστά στους συντοπίτες του, στις φρικιαστικές αφηγήσεις αιχμαλωσίας, στις κακουχίες και τα μαρτύριά τους κατά την Γεμανική Κατοχή, στην αντιστασιακή τους δράση και την αλληλεγγύη που είχαν αναπτύξει στους δύσκολους καιρούς.
Και όλα αυτά με γνώση και με τρόπο. Είναι εμφανής η σεμνότητα, η ευγένεια της γραφής, η επιστημονική της εντιμότητα. Η έρευνα, που απαίτησε ασφαλώς πολύ κόπο και χρόνο, στηρίζεται απόλυτα στις ιστορικές πηγές. Ο συγγραφέας αντλεί κατά βάση από τα τεκμήρια που διαθέτει, τα οποία παραθέτει και ερμηνεύει. Η οπτική του ορίζεται από αυτό που αποκαλούμε «συνολική ιστορία», τη συνεξέταση δηλαδή όλων των όψεων της ανθρώπινης ζωής (οικονομικής, γεωγραφικής, πολιτικής, πολιτισμικής, κοινωνικής).
Αξιοποιεί όμως και κάθε μαρτυρία, προτάσσει τον προφορικό-λαϊκό λόγο, πριν αλλοιώσει τη δροσιά του η λογιοσύνη, και εκφέρει στο τέλος τη δική του άποψη, με σεμνότητα πάντα και συστολή.
Το βιβλίο αυτό είναι εν τέλει ο λόγος και το ήθος του Μανώλη Αλεγκάκη. Η ευαισθησία και η καλοσύνη του. Η σεμνότητα και η επιστημονική του εντιμότητα. Αλλά και το χιούμορ και η λεπτή του ειρωνεία που συνιστούν πραγματικές οάσεις στην πορεία της αφήγησης.
Όμως το βιβλίο αυτό είναι πάνω απ’ όλα γέννημα αγάπης. Η αγάπη για τον γενέθλιο τόπο εμψύχωνε, όπως προκύπτει, τον ερευνητή να επωμισθεί τον μόχθο που απαιτούσε η προσπέλαση σπάνιων και δυσεύρετων πηγών, η μελέτη και ερμηνεία τους, η παράθεσή τους σε έγκυρες μεταφράσεις, η επαφή με τους επιζώντες συντοπίτες του και η αξιοποίηση των μαρτυριών τους.
Η αγάπη και ο βαθύς καημός για τον τόπο που χάνεται, γέννησαν, μέσα από μια δύσκολη γέννα, αυτό το βιβλίο. Έτσι ο τόπος έγινε ανάγνωσμα. Η ζωή πέρασε στην αθανασία.
Η Βασιλική των Αστερουσίων, ένα άρτιο από κάθε άποψη πόνημα, είναι ένα βιβλίο για το μέλλον. Μας δίνει τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε τη δική μας ταυτότητα, μέσα από την κληρονομιά του παρελθόντος, όπως κανείς ανακαλύπτει οικογενειακά μυστικά διαβάζοντας ένα παλιό ημερολόγιο. Να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε και γιατί. Η επίγνωση αυτή είναι ένα σπουδαίο μάθημα, όπως η διάσημη ρήση του του Νίκου Καζαντζάκη δηλώνει: «Ανέβηκα πάνω στους ώμους των προγόνων μου για ν’ αντικρύσω το μέλλον». Διερευνώντας ο συγγραφέας το παρελθόν, προσβλέπει στο μέλλον.
Κι αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα που γινόμαστε καθημερινά θλιβεροί ιδιώτες, αδιάφοροι στον πόνο του γείτονά μας, τυφλοί μπροστά στην α-σχημία των φρικτών μας πόλεων, των ρημαγμένων μας χωριών, τηλεθεατές ζητημάτων που αφορούν τις ζωές μας.
Ένα ταξίδι λοιπόν στο παρελθόν με προορισμό το μέλλον.