ΚΩΣΤΗ ΣΧΙΖΑΚΗ: Η «Αγαπητή εξαδέρφη» αποκαλύπτει τις εμμονές της

Το όγδοo   βιβλίο του   παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό ο Κωστής Σχιζάκης που πραγματεύεται ένα δύσκολο θέμα, σύγχρονο και ταυτόχρονα πάρα πολύ παλιό. Έτσι συμβαίνει πάντα όταν με τη μέγιστη ειλικρίνεια περιγράφεται πώς μπορεί να βρεθεί κανείς έρμαιο στις εμμονές του. Η «Αγαπητή εξαδέλφη» είναι το τρίτο  κατά σειρά βιβλίο, που εκδόθηκε από τα 24 γράμματα πριν από λίγες μέρες.

Παρουσιάστηκε την Τετάρτη 15 του μήνα στο κατάμεστο από κόσμο καφέ του κήπου του Αρχαιολογικού Μουσείου, σε μια εξαιρετική βραδιά από τον ίδιο τον συγγραφέα που, μόνος στο βήμα, έσπασε κατʼ ουσίαν την κατεστημένη αντίληψη η οποία ζητά συνήθως προσωπικότητες των γραμμάτων να εξηγούν και να κολακεύουν, εντελώς άδικα κάποια φορά, τα έργα των επίδοξων λογοτεχνών.

Η αρχική ονομασία του έργου ήταν «Παιδικές ασθένειες», είχε δε γραφεί αμέσως μετά τον «Φταίχτη» πριν από τρία χρόνια. Μάλιστα το μυθιστόρημα ενώ είχε δεχθεί και την επιμέλεια κειμένου και ήταν έτοιμο προς έκδοση, εγκαταλείφθηκε προσωρινά χάριν των αμέσως επομένων έργων, το «Παλαιοπωλείο» και την «Σούζη Q», που με χειμαρρώδη τρόπο  προσέφερε ο Κ. Σχιζάκης στο κοινό του. Στη νέα επεξεργασία του κειμένου εκτός από τον τίτλο προστέθηκε  και ο επίλογος αφού κρίθηκε ότι δίχως αυτόν οι εικασίες που θα μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να κάνει ίσως να απομάκρυναν την νέμεση που θα αποκαθιστούσε την ισορροπία.

Η υπόθεση του βιβλίου διεξάγεται στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο από τα περίχωρα μέχρι την Αγία Γαλήνη. Οι πρωταγωνιστές  επισκέπτονται ακόμα και την Αθήνα ενώ υπάρχει και ένα ταξίδι στο Λονδίνο. Ο συγγραφέας μιλώντας για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μάς δίδει τις εξής πληροφορίες…

– «Τα πρόσωπα δεν είναι πολλά.   Η ιστορία αναφέρεται σε ολόκληρο το σόι των Δεσποτάκηδων,  ανθρώπων που ανήκουν στην αστική τάξη και συμπεριφέρονται  όπως κι  όλοι εμείς.   Αν με ρωτήσετε γιατί το έγραψα, δεν ξέρω να σας πω.

Όπως δεν ξέρω και για κανένα από τα προηγούμενα μυθιστορήματα. Πες τε πως είναι παιχνίδια του μυαλού.»  Και συνεχίζει…«Δεν γράφω ιστορικό μυθιστόρημα. Δεν μʼ αρέσει να ψάχνω και να βάζω τον ήρωά μου να τρέχει σε βουνά και σε λαγκάδια και σε εποχές που δεν έζησα και δεν ξέρω κι ούτε μπορώ να περιγράψω.

Θέλω  να περιγράψω το σήμερα, το πολύ, να απλωθώ ακόμα στο εγγύς χτες. Ίσως σʼ αυτό να περπατώ καλύτερα δεδομένου ότι τότε διέθετα  και την ανάλογη ευεξία που πλέον είναι παρελθόν».

«Πέρα από τους Δεσποτάκηδες, το σόι δηλαδή ,όλοι οι άλλοι είναι φιγούρες που πλαισιώνουν τη ζωή τους. Μαζί μʼ αυτούς που βγαίνουν στην σκηνή του έργου υπάρχουν και άλλοι δυο χαρακτήρες. Ο Γιώργος κι ο Γεράσιμος. Αυτούς τους τοποθέτησα όπως τα χορικά που μπαίνουν ενδιάμεσα για να εξηγήσουν η να σχολιάσουν την πλοκή όπως αυτή εξελίσσεται.

Ένας ρόλος μεγάλος ο οποίος υπονοείται είναι η εφηβεία κι ό,τι αυτή επιφέρει.  Χάριν αυτής δικαιολογώ τολμηρότητες και γεγονότα που αλλιώς δεν θα μπορούσα να περιγράψω.

Η Λιάνα , από  νωρίς έδειξε  την αδυναμία της για τον νέο και ωραίο εξάδελφό της τον Κόζιμο. Καμάρωνε την εξέλιξή του και ζήλευε τις συναναστροφές που είχε ιδίως  με το  αντίθετο  φύλο.  Κατάφερε στα χρόνια της εφηβείας τους με την ορμητικότητα που διακρίνει την εξωτερίκευση των συναισθημάτων να τον παρασύρει, χάριν δε της ευκολίας που παρείχε η συγγενική σχέση ως προς την άνεση της παρουσίας της,  προώθησε  και επέβαλε τον έντονο ερωτισμό της.

Ο χρόνος προώθησε την αξία και την ευρεία αναγνωρισιμότητα του Κόζιμου ενώ σε αντίθεση η Λιάνα κάτω από άλλες συνθήκες υποχρεώνεται να ζει στον κλειστό κύκλο της οικογένειας.

Αντιξοότητες που παρουσιάστηκαν σε  θέματα υγείας, δυνάμωσαν την σχέση των δύο πρωταγωνιστών.  Οι εμμονές βλέπετε όταν υπάρχουν ποτέ δεν ξέρεις  που θα οδηγήσουν».