Οποιος θέλει να δει σινεμά, να πάει στα Χανιά.
ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΑ ΖΩΑ: ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΚΡΙΝΤΕΛΒΑΛΝΤ
FANTASTIC BEASTS: THE CRIMES OF GRINDELWALD
Σκην.: Ντέιβιντ Γέιτς
Πρωτ.: Έντι Ρέντμεϊν, Τζόνι Ντεπ, Τζουντ Λο, Κάθριν Γουότερστον, Νταν Φόγκλερ, Έζρα Μίλερ, Ζόι Κράβιτς
Ο Ντάμπλντορ αναθέτει στον Νιούτ Σκαμάντερ να εντοπίσει τον χαρισματικό Κρίντενς πριν τον βρει ο μοχθηρός Γκρίντελβαλντ και τον χρησιμοποιήσει για ξεκινήσει πόλεμο των μάγων εναντίον των κοινών ανθρώπων.Περιπέτεια φαντασίας που συνεχίζει το «Φανταστικά ζώα και πού βρίσκονται» («Fantastic Beasts and Where to Find them», Ντέιβιντ Γέιτς, 2016), βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της 52χρονης βρετανής Τζέι Κέι Ρόουλινγκ, η οποία υπογράφει επίσης τα σενάρια των ταινιών.
Παρότι ο Ρέντμεϊν παραμένει ιδανικός ως ιδεαλιστής ντροπαλός και ταυτόχρονα ατρόμητος Σκαμάντερ, ‘χάνεται’ μέσα σε μια τόσο πληθωρική πλοκή, όπως δυστυχώς κι ο μαγνητικά αλλόκοτος Μίλερ που αφήνεται ερμηνευτικά αναξιοποίητος ως Κρίντενς.
Ειδικά εφόσον επισκιάζονται από τον Ντεπ και τον Λο, που αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν επάξια τους δύο αντίθετους ηθικούς πόλους ενός γνώριμου αφηγηματικού σχήματος, το οποίο έχουμε ξαναδεί στους κινηματογραφικούς «X-Men»: δύο ηγέτες μιας διαφορετικής κοινωνικής ομάδας προικισμένης με ξεχωριστές δυνάμεις, πρώην φίλοι (εδώ και κάτι παραπάνω) και πλέον εχθροί, με διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο με τον οποίο η κοινότητα οφείλει να διεκδικήσει τα δικαιώματα και τη θέση της στον κόσμο: ο ένας υποστηρίζει τη σύνεση και τη διπλωματία, ενώ ο άλλος τη βία και την επιβολή.
Σε κάθε περίπτωση, οι ουσιαστικότεροι πρωταγωνιστές παραμένουν η ενδυματολόγος Κολίν Άτγουντ, ο σχεδιαστής παραγωγής Στιούαρτ Κρεγκ και το επιτελείο των οπτικών κι ηχητικών εφέ.
Ο οπτικός πλούτος και το έγκριτο καστ αποτελούν τα κυριότερα θέλγητρα της ταινίας, η οποία όμως στερείται μια πλοκή με διακυμάνσεις, αγωνία και μια ικανοποιητική κλιμάκωση, αντί για τη βιαστική κι ανώδυνη που παρέχει. Η αποκάλυψη του τέλους δημιουργεί σχετική περιέργεια για το επόμενο μέρος που έχει προγραμματιστεί για το 2020, αλλά ως τότε αυτό εδώ θα μοιάζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, με μια διεκπεραιωτική μετάβαση.
ΑΙΓΑΙΟ SOS
Σκην.: Πιέρρος Ανδρακάκος
Πρωτ.: Θοδωρής Αθερίδης, Πάνος Βλάχος, Ευαγγελία Συριοπούλου, Μιχάλης Λεβεντογιάννης, Τζερόμ Καλούτα, Δήμητρα Κολλά
Ένας σεισμός προκαλεί την ανάδυση μιας καινούριας βραχονησίδας στο Αιγαίο, πάνω στην οποία αποβιβάζονται αμέσως Έλληνες και Τούρκοι στρατιώτες διεκδικώντας το νέο έδαφος για τις χώρες τους.
Στρατιωτική κωμωδία που αποτελεί την τελευταία προσθήκη σε μια ειδολογική κατηγορία που περιλαμβάνει επίσης τα «Λούφα και παραλλαγή» (Νίκος Περάκης, 1984), «Οι γενναίοι της Σαμοθράκης» (Σταμάτης Τσαρουχάς, 2003), «Λούφα και παραλλαγή: σειρήνες στο Αιγαίο» (Νίκος Περάκης, 2005), «Ι4: Λούφα και απαλλαγή» (Βασίλης Κατσίκης, 2008) και «Λούφα και παραλλαγή: σειρήνες στη στεριά» (Νίκος Περάκης, 2011).
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα μέρη της παραπάνω τριλογίας του Περάκη, που αποτελούν τα καλύτερα δείγματα της κατηγορίας ως έξυπνες κι εύστοχες σάτιρες των καιρών τους, στη φετινή ανεκδιήγητη ταινία του Ανδρακάκου η ανοησία, η προχειρότητα, η κακοτεχνία, ο σεξισμός και τα υποτιμητικά εθνικά στερεότυπα περισσεύουν, καθώς το σενάριο καταλήγει να υιοθετεί τον συντηρητισμό που αρχικά αφήνει να εννοηθεί ότι σκοπεύει να σατιρίσει.
Η πλοκή είναι καταρχήν ευχάριστα συμπεριληπτική με τον μαύρο έλληνα υπαξιωματικό που υποδύεται ο πολυτάλαντος Τζερόμ Καλούτα και την εύσωμη συνάδελφό του που παίζει η Δήμητρα Κολλά να διεκδικεί ερωτικά τον χαρακτήρα του Βλάχου σχεδόν ισότιμα απέναντι στη στερεότυπα σέξι Συριοπούλου.
Τελικά όμως οι επιμέρους στόχοι κι οι τροχιές των χαρακτήρων δεν οδηγούνται πουθενά, παραμένοντας κατά περίπτωση ακατέργαστοι, με ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή με ακέραια όλα τα προβληματικά τους γνωρίσματα τα οποία θα περίμενε κανείς να μεταστρέψει καθώς εκτυλίσσεται.
Ακόμη χειρότερα, η σεναριακή ρητορική αρχικά δημιουργεί την ελπίδα ότι θα σατιρίσει τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τον παντός είδους ρατσισμό που ταλαιπωρούν σαν ανίατες αρρώστιες τη σημερινή Ελλάδα (“-Θα πάρουμε πίσω την Αγιά Σοφιά; Λέτε να είναι δικές μας και οι πυραμίδες; -Δεν το αποκλείω”).
Τελικά όμως καταλήγει να τους κολακεύει μέσα από παιδαριώδεις, προσβλητικούς, βλακώδεις διαλόγους και καταστάσεις γραμμένα από ανθρώπους που προφανώς είτε δεν αντιλαμβάνονται όσα δραματικά συντελούνται γύρω τους είτε, ακόμη χειρότερα, επιλέγουν να τ’ αγνοήσουν.
Φαντάροι που φεύγουν για επείγουσα κατάληψη βραχονησίδας με εκατοντάδες ευρώ στην τσέπη τους. Σε έδαφος που βρίσκεται απέναντι απ’ τη Ρόδο, απ’ όπου ενώ τους στέλνεται σεισμολόγος (ο θεός να την κάνει), δε μπορεί να τους σταλεί ένα καφάσι τρόφιμα, με αποτέλεσμα να κοντεύουν να πεθάνουν της πείνας.
Το σκηνοθετικό κλισέ του δελτίου ειδήσεων επαναλαμβάνεται μέχρι εξαντλήσεως, προδίδοντας έλλειψη στοιχειώδους ικανότητας των τριών (!) σεναριογράφων Μαργαρίτη Παπαδόπουλου, Γιάννη Παπαδόπουλου και Δημήτρη Μαρούδη να διαρθρώσουν την πλοκή.
Η ατάκα “είμαι μέλος του ΟΗΕ” με την οποία συστήνεται η ντροπιαστικά πρόχειρη καρικατούρα της σεισμολόγου. (Αλήθεια, η συνδρομή πόσο πάει;). Ο κινέζος έμπορος που αναφωνεί “γεια σου φιλαλάκι. Πού πήγε το νησάκι;”, μάλλον κατά το “είσαι κινεζάκι; Τρως πολύ ριζάκι;”.
Ο φαλλοκράτης κι ομοφοβικός αρχηγός της ομάδας με πεποιθήσεις που η πλοκή δε διορθώνει ποτέ, παιγμένος από έναν Αθερίδη πιο βαριεστημένο από ποτέ. Η αντιπαράθεση με τους Τούρκους, στην οποία βεβαίως οι γείτονες ξέρουν μόνο να μουγκρίζουν, ενώ οι δικοί μας ελληναράδες ρήτορες τους ταπώνουν με επιχειρήματα τρίτης δημοτικού όπως “όλα τα κλέψατε, Αγιά Σοφιά κτλ”.
Τέλος, όπως αδέξια η ταινία στριμώχνει κάπου το αναγκαστικό σε τέτοιες περιπτώσεις σουξεδάκι της Ελένης Φουρέιρα, έτσι απότομα τελειώνει, όχι από δραματουργική αναγκαιότητα, αλλά προδίδοντας για πολλοστή φορά την αφηγηματική αμηχανία των συντελεστών.