Κοιμήθηκαν με την αρκούδα και την αλεπού και επέζησαν

«Μα πού θα τρέχετε τώρα να κοιμάστε χριστουγεννιάτικα, στο Μουσείο;”

Λάθος ερώτηση, γιατί η απάντηση είναι ότι περάσαμε υπέροχα και φυσικά θα το ξανακάναμε!

Τρεις δημοσιογράφοι, η Φανή Καλαθάκη, η Νεκταρία Μανουσουδάκη και η γράφουσα, θα σας περιγράψουμε πώς περάσαμε μια νύχτα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, ώστε να ξέρετε εάν αξίζει να δηλώσετε κι εσείς συμμετοχή, την επόμενη φορά.

Εμείς πάντως σας διαβεβαιώνουμε.  και με το παραπάνω!

Σα να είχαμε μπει κρυφά σε έναν μυστικό κόσμο

Την αρχή κάνει η Φανή Καλαθάκη:

“Αποφάσισα να πάω για διάφορους λόγους. Γιατί κάνω κάμπινγκ από μικρό παιδί και το απολαμβάνω, γιατί δεν έχω διανυκτερεύσει ποτέ δίπλα σε άγρια ζώα (νομίζω τουλάχιστον), γιατί πρέπει κανείς να κοιμάται πότε πότε σε διαφορετικό περιβάλλον, μακριά από τη βολή του, γιατί ήταν τόσο κοντά στο σπίτι μου και δεν είχε ταλαιπωρία, γιατί ήταν δίπλα στη θάλασσα και άκουγα τον αέρα και τα κύματα, γιατί ήξερα ότι θα κάνω ενδιαφέροντα πράγματα!

Κοιμήθηκα λοιπόν δίπλα σ’ αυτό το πονηρό πλάσμα που πάντα με φόβιζε αλλά ένιωθα ταυτόχρονα ότι αν το αντιμετώπιζα, θα κατάφερνα να το ξεγελάσω εγώ. Πονηρή ξεπονηρή, η αλεπού του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας ήταν μια χαρά κορίτσι! Άχνα δεν έβγαλε τις δυο ωρίτσες που κοιμόμουν δίπλα της, ούτε της κακοφάνηκε που μοιράστηκε μαζί μου ένα κομμάτι από το δάσος της. Από ανατροφή και χαρακτήρα άψογη και μπράβο στους κηδεμόνες της!

Αυτό που απόλαυσα πιο πολύ από όλα όμως ήταν αυτή η αυτόματη σύμπνοια που δημιουργήθηκε ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Δεν γνωριζόμασταν και ούτε και γνωριστήκαμε με τους περισσότερους. Δεν ρωτήσαμε ονόματα, ιδιότητες, καταγωγές και όλα αυτά που χρειαζόμαστε καμιά φορά για να σπάσει ο πάγος.

Ζούσαμε όλοι μαζί μια νύχτα στο μουσείο και αυτό είχε σημασία. Παίξαμε μαζί, κάναμε ζντοοοο, τραγουδήσαμε μέχρι πρωίας, φάγαμε, κάποιοι χόρεψαν, περιηγηθήκαμε παντού σαν να είχαμε μπει κρυφά και αθόρυβα σε ένα απαγορευμένο και μυστικό κόσμο και μετά φύγαμε, έχοντας υφάνει ένα κοινό μεγάλο μυστικό. Έτσι το είδα εγώ και έτσι το απόλαυσα. Και φυσικά ανυπομονώ για την επόμενη νύχτα στο Μουσείο! Μόνο που τότε θα φέρω κι εγώ πιτζάμες, για να κάνω ακόμα πιο… σπιτίσιο το σκηνικό”.

Αγαπημένοι φίλοι έδιναν στο παραμύθι μελωδία

‘Ετσι έζησε αυτή την εμπειρία η Νεκταρία Μανουσουδάκη:

“Ήταν στο ξεκίνημα των εκδηλώσεων για τα δέκα χρόνια λειτουργίας της έκθεσης του Μουσείου όταν η Λένα Μπορμπουδάκη μας είπε ότι αυτές θα κορυφωθούν με μια νύχτα στο Μουσείο. «Ναι, ναι! Ωραία ιδέα! Θα έρθουμε», απαντήσαμε σχεδόν με μια φωνή η Άννα Κωνσταντουλάκη, η Φανή Καλαθάκη κι εγώ. Στα μάτια μας είχαμε ήδη την εικόνα της «κατασκήνωσης» δίπλα στην αρκούδα και την αλεπού των παραμυθιών των παιδικών μας χρόνων. Οι προσδοκίες για μια ξεχωριστή προπαραμονή Χριστουγέννων δεν διαψεύστηκαν. Ήταν μια νύχτα βγαλμένη από το «Χίλιες και μία νύχτες», λες και ο Αλλαντίν  έτριψε το μαγικό λυχνάρι του και από μέσα βγήκαν νυχτόβια πλάσματα για να σε νανουρίσουν, καλικάντζαροι που πετάγονταν από το πουθενά για να σε τρομάξουν, μυθικοί γίγαντες που έκαναν τη γη να τρέμει, τρελοί επιστήμονες – κυνηγοί δεινοσαύρων κ.ά. Και κάπου εκεί ανάμεσα εμφανίζονταν γνωστοί ή φίλοι αγαπημένοι, όπως ο Δημήτρης και ο Γιάννης Χαρκούτσης, που έδιναν στο παραμύθι μελωδία και ρυθμό, φωνή στη φύση με μοναδικούς αυτοσχεδιασμούς.  Δεν ξέρω πόσος κόσμος δούλεψε με όρεξη, πάθος και μεράκι για να μπορέσουμε εμείς και οι υπόλοιποι 47 που διανυκτερεύσαμε, αλλά και οι εκατοντάδες που επισκέφθηκαν το μουσείο εκείνη την ημέρα, να ζήσουμε ο καθένας μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία. Σίγουρα, όμως, στον καθένα ξεχωριστά και σε όλους μαζί αξίζουν πολλά μπράβο”.

Μη με ξυπνάς απ’ τις έξι, πριν η μέρα ακόμη να φέξει

Και η δική μου νύχτα στο Μουσείο: “Μα τι θα πάτε να κάνετε νυχτιάτικα και χριστουγεννιάτικα στο Μουσείο; Πού να τρέχετε μεσα στο κρύο να κοιμάστε στο πάτωμα;”

Οι φωνές της… “λογικής”, οικογένειας φίλων και γνωστών δεν μας πτόησαν.

Η Νεκταρία, η Φανή κι εγώ φορτωθήκαμε τα μπαγκάζια μας, ντυθήκαμε σαν ντολμάδες – μας είχαν πει να φοράμε ζεστά ρούχα – και καταφθάσαμε στην είσοδο λίγο πριν τα μεσάνυχτα, μαζί με πολλές μαμάδες, μπαμπάδες και τα παιδιά τους. Χωριστήκαμε σε ομάδες και η ομαδάρχισσά μας, η Λένα Μπομπουδάκη, μας οδήγησε στον χώρο όπου “κατασκηνώσαμε” παρέα με την αλεπού κι έναν ευγενέστατο φιλόλογο.

Σκηνές δεν ανοίξαμε, γιατί πολλή έκανε πολύ ζέστη, αλλά αρχίσαμε να στρώνουμε τα κρεβάτια μας… Σλιπιν-μπαγκ, υπόστρωμα, κουβερτάκια, μαξιλάρι και χριστουγεννιάτικα φωτάκια, τα οποία κουβαλούσαμε παντού μαζί μας, και τα στολίζαμε όπου βρίσκαμε για να νιώσουμε το πνεύμα των γιορτών…

Νιώσαμε επίσης σαν στο σπίτι μας, γιατί φορέσαμε τις πιτζάμες και πηγαίναμε πάνω κάτω στο Μουσείο, για να προλάβουμε τα πάντα! Και να φάμε, και να πιούμε, και να γελάσουμε, και να κουβεντιάσουμε, και να τραγουδήσουμε και να δούμε μεταμεσονύκτιο σινεμά “Η ζωή είναι ωραία”, και να παίξουμε στο κυνήγι του θησαυρού και να ξαναπάμε να τραγουδήσουμε, παρέα με τον Αριστείδη Κουτεντάκη στη κιθάρα και τη Ζωή Λιαντράκη στη φωνή, μέχρι τις 5 το πρωί. Λίγο πριν ξημερώσει πέσαμε κατάκοπες για ύπνο. Είπαμε καληνύχτα στην φίλη μας την αλεπού και κοιμηθήκαμε μέχρι το πρωί ή μάλλον μέχρι την ώρα που μας ξύπνησε ένα κοκοράκι κι εκείνο το τραγουδάκι από τα στρουμφάκια που λέει “μη με ξυπνάς απ’ τις έξι, πριν ακόμη η μέρα να φέξει… είναι απαλό το κρεβάτι (όσο γι αυτό…), αφήστε με να κοιμηθώ”.

Εξω έβρεχε, έκανε κρύο, ο αέρας λυσσομανούσε και η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Εμείς όμως δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο παίρναμε το πρωινό μας και βλέπαμε από το παράθυρο τα αγριεμένα κύματα μέσα στη ζεστασιά και τη θαλπωρή του δωματίου.

Πώς να πεις τώρα “όχι” σε μια επόμενη “Νύχτα στο Μουσείο;”