Ιστορίες από το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης

Αυτό το Σαββατοκύριακο το 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης φτάνει στο τέλος του. Μπορεί φέτος να μην κατάφερα να το επισκεφτώ, αλλά εδώ παρουσιάζω εννιά από τις αξιολογότερες ταινίες του φετινού προγράμματος που παρακολούθησα στη διαδικτυακή πλατφόρμα της διοργάνωσης, αρκετές απ’ αυτές με κρητικό ενδιαφέρον.

Η πλατφόρμα του φεστιβάλ παραμένει ανοιχτή και μπορείτε να την επισκεφθείτε στο online.filmfestival.gr. 

Η «Πολιορκία του Χάνδακα» του Ορφέα Περετζή είναι μια συμπαραγωγή της Cosmote TV και της χανιώτικης εταιρείας παραγωγής Indigo View με θέμα τον 25ετή Κρητικό Πόλεμο και ειδικότερα την Πολιορκία του Χάνδακα, που διήρκεσε τα 22 από αυτά. Έχοντας ως επιστημονικό σύμβουλο τον ιστορικό Ηλία Κολοβό, η περίοδος ζωντανεύει με σαφήνεια και παραστατικότητα. Συνδυάζει την προφορική αφήγηση του ηθοποιού Αλέξανδρου  Λογοθέτη, ο οποίος περιηγείται επίσης στο σημερινό Ηράκλειο, με τη δραματοποιημένη αφήγηση των καταγραφών του Τζουάνε Παπαδόπουλου και του Εβλιά Τσελεμπή, με έναν μυθοπλαστικό έρωτα μεταξύ ενός κρητικού αγρότη και μιας ενετής αριστοκράτισσας, και κυρίως με το τρισδιάστατο animation που αναπαριστά εντυπωσιακά το ενετικό Ηράκλειο.

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα από την προηγούμενη ψηφιακή απεικόνιση που είχε δημιουργήσει ο Δήμος Ηρακλείου πριν από λίγα χρόνια, η αναπαράσταση του Αλέξη Κουβαριτάκη είναι εντυπωσιακή για την αληθοφάνεια και την ποικιλία της, καθώς παρουσιάζει την Κάντια μέσα από πολυάριθμες οπτικές γωνίες, πανοραμικές αλλά κι εσωτερικές, αναδεικνύοντας ακόμα και σημεία για τα οποία μέχρι τώρα δεν είχαμε πλήρη εικόνα, όπως το φρούριο Ιναντιγιέ, από το οποίο πήρε την ονομασία του το σημερινό νότιο προάστιο της Φορτέτσας, στην τοποθεσία του οποίου βρισκόταν.

Οι «Σμιλεμένες ψυχές» του σπουδαίου χανιώτη σκηνοθέτη Σταύρου Ψυλλάκη σε παραγωγή του Μαθιού Φραντζεσκάκη δεν είναι άλλες από τις ψυχές των χανσενικών ασθενών της Σπιναλόγγας κι έπειτα του Νοσοκομείου Λοιμωδών Νόσων «Αγίας Βαρβάρας» στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκαν οι τρόφιμοι της νησίδας μετά το κλείσιμό της το 1957. Εκεί από το 1972 άρχισε να τους επισκέπτεται ένας ελβετός οδοντίατρος, ο Ζουλιάν Γκριβέλ, ο οποίος για 26 χρόνια επέστρεφε για να τους παράσχει δωρεάν τις υπηρεσίες του μαζί με τη νοσοκόμα σύζυγό του, Κριστιάν.

Ο Ψυλλάκης ακολουθεί τον Γκριβέλ και τη σύζυγό του στην Αθήνα και την Κρήτη, καθώς περιδιαβαίνουν τους χώρους που σημάδεψαν τη ζωή τους, ενώ η αφήγησή τους εναλλάσσεται μ’ εκείνη του Μανώλη Φουντουλάκη από την Ελούντα, ενός από τους τελευταίους χανσενικούς ασθενείς και στενού φίλου του Γκριβέλ. Εκτός από το τρυφερό παράδειγμα ανιδιοτέλειας που προσφέρει, η ταινία διαθέτει επίσης και μια συγκινητική ρομαντική πλευρά, καθώς πυλώνες της ιστορίας είναι τρία διαχρονικά ζευγάρια, η στοργή, η φροντίδα κι η αφοσίωση μεταξύ των μελών τους μαρτυρά την επικράτηση της αγάπης μέσα από τις δυσκολότερες δοκιμασίες: του Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη με τη γυναίκα του, Τασία, του Φουντουλάκη με τη δική του, Λενιώ, και φυσικά του ζεύγους Γκριβέλ. 

Η «Καρδιά του ταύρου» της Εύας Στεφανή είναι μια παρασκηνιακή ματιά στην προετοιμασία της παράστασης του Δημήτρη Παπαϊωάννου «Εγκάρσιος προσανατολισμός» την περίοδο του κορωνοϊού. Ο διεθνώς πιο προβεβλημένος σημερινός έλληνας χορογράφος σκιαγραφείται ως ένας μειλίχιος χαρακτήρας, που καθοδηγεί τους χορευτές του με ηπιότητα και κατανόηση, και που αντιμετωπίζει τη μέση ηλικία με στωικότητα και νοσταλγία για τον πρώτο του έρωτα. 

Η πάντοτε διεισδυτική Στεφανή αξιοποιεί την επιπλέον οικειότητα που της προσφέρει η φιλία της με τον Παπαϊωάννου και φτιάχνει ένα τρυφερό πορτρέτο όχι μόνο του καλλιτέχνη, αλλά και της διαδικασίας με την οποία υλοποιεί το όραμά του. 

Το «On Lavender» των Μάκη Ευαγγελάτου και Ειρήνης Χατζή είναι μια αποτύπωση της σημερινής ΛΟΤΑΚΙ+ νεολαίας στην Ελλάδα κι επικεντρώνεται στη συζήτηση για την ταυτότητα φύλου.

Νέα παιδιά στα 20 και τα 30 τους που αυτοπροσδιορίζονται πέρα από το παραδοσιακό έμφυλο δίπολο άντρας/ γυναίκα, άλλα έχοντας πραγματοποιήσει φυλομετάβαση κι άλλα όχι, συζητούν για τη σημασία της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας της έκφρασης, οι οποίες καθιστούν τον έμπρακτο αυτοπροσδιορισμό μια ριζοσπαστική, επαναστατική πράξη μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο ακόμα και της σημερινής -συγκριτικά πολύ προοδευτικότερης από το παρελθόν- κοινωνίας. Ανάμεσα στα συνεντευξιαζόμενα άτομα κι η ηρακλειώτισσα περφόρμερ Lex (ή Reject), μία από τις δυναμικότερες προσωπικότητες στη σημερινή ελληνική queer σκηνή. 

Το ημίωρο «Και ΕΛ και ΑΛ» του Ιλίρ Τσούκο μιλάει για τη ρευστότητα της εθνικής ταυτότητας, μέσα από τα παραδείγματα τεσσάρων νέων παιδιών αλβανικής καταγωγής, που είτε γεννήθηκαν, είτε μεγάλωσαν από πολύ μικρή ηλικία στην Ελλάδα.

Ο ηθοποιός Δημήτρης Καπουράνης, η γεννημένη στον Άγιο Νικόλαο και μεγαλωμένη στα Μάλια πολιτική επιστήμονας Στεφανία Κόστα, η δημοσιογράφος Ντενίσα Λυδία Μπαϊρακτάρι κι ο μουσικός Ορέστης Σκιάου μιλούν με την ίδια αγάπη για τις δυο τους πατρίδες, τα στερεότυπα που αντιμετώπισαν, εσωτερίκευσαν και τελικά ξεπέρασαν μεγαλώνοντας. Η ταινία τούς βρίσκει να σταδιοδρομούν επιτυχημένα ο καθένας στον τομέα του, διατηρώντας παράλληλα επαφή με τον τόπο καταγωγής και τους συγγενείς τους. 

Οι «Αγώνες ρητορικής» («Speak») των Τζένιφερ Τιεξέιρα και Γκάι Μόσμαν περιγράφουν τον κόσμο των αγώνων ρητορικής στις Η.Π.Α. μέσα από την προσπάθεια πέντε ταλαντούχων εφήβων από διαφορετικά κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα να διακριθούν ανάμεσα σε χιλιάδες συνομηλίκους τους για την ικανότητά τους να μεταδίδουν  προφορικά τις ιδέες τους. Ευφράδεια, σαφήνεια, ευφωνία, ακρίβεια, δομή, πυκνότητα, γνώση, παράστημα κι εκφραστικότητα είναι οι βασικότεροι παράμετροι από τις οποίες εξαρτάται το τελικό αποτέλεσμα.

Ένας θεσμός που αναδεικνύει τρία από τα πιο ιδιότυπα γνωρίσματα της αμερικανικής κοινωνίας: την ανταγωνιστικότητα, την αυτοπεποίθηση και την έμφαση στην παρουσίαση. Μέσα απ’ αυτά προσφέρει σε χιλιάδες νέους το κίνητρο για ν’ ασχοληθούν ερευνητικά από νωρίς με σημαντικά ζητήματα, ν’ αναπτύξουν πολύ σημαντικές εκφραστικές δεξιότητες, να ξεφοβηθούν τον ανταγωνισμό και την παραλυτική ιδέα του πλήθους ως ανασταλτικούς παράγοντες στην κοινοτική παρέμβαση, και να πιστέψουν στην αξία της φωνής και του λόγου τους ως φορέα αλλαγής. 

Οι «Βασίλισσες της χαράς» της Όλγκα Γκιμπελίντα αφηγούνται τις ιστορίες τριών ουκρανών drag queen: της Diva Μονρόε, της Μαρλέν και της Αύρας, που επιστρατεύουν το ταλέντο τους για να ενισχύσουν τον πολεμικό αγώνα διοργανώνοντας φιλανθρωπικά σόου.

Ταυτόχρονα μαθαίνουμε τις προσωπικές τους ιστορίες (αυτο-)αποδοχής, που μαζί με την απόφασή τους να υπερασπιστούν εκ νέου την ελευθερία την οποία πάσχισαν τόσο πολύ να κερδίσουν, συνθέτουν μια αφήγηση πολύμορφου θάρρους. 

Το «Εδώ μιλάνε για λατρεία» είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηρακλειώτη δημοσιογράφου Βύρωνα Κριτζά. Ένα ιστορικό αφιέρωμα στο μουσικό συγκρότημα Κόρε.Ύδρο, που υπήρξε μία από τις εμβληματικότερες μπάντες της δεκαετίας του 2000 ως τη διάλυσή της το 2014.

Μέσα από συνεντεύξεις των μελών του συγκροτήματος, φίλων αλλά -σε μια ευχάριστη χιουμοριστική έκπληξη- και επικριτών του, σε συνδυασμό με αρχειακό υλικό, ο Κριτζάς φτιάχνει έναν  φόρο τιμής με ιδανικές εναλλαγές σοβαρότητας, νοσταλγίας, γραφικότητας και (αυτο-)σαρκασμού, προσθέτοντας έναν σημαντικό τίτλο στην οπτικοακουστική καταγραφή της εγχώριας μουσικής ιστορίας.  

Μη σας ξεγελάει ο γεωγραφικός χαρακτήρας του τίτλου, τα «Λευκά Όρη» του Αλέξανδρου Παπαθανασίου δεν είναι φυσιολατρικό ντοκιμαντέρ. Αποτελούν καταγραφή της μαρτυρίας ενός από τους τελευταίους αντιστασιακούς αγωνιστές της Κρήτης, του χανιώτη Λευτέρη Ηλιάκη, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2017.

Από τα πιο ενεργά μέλη του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού, στη διάρκεια του Εμφυλίου κατέφυγε στα Λευκά Όρη, όπου ξεναγεί τον σκηνοθέτη σε μερικά από τα πιο περιβόητα κρησφύγετα των ανταρτών. Η ταινία δεν ξεφεύγει από τις περιορισμένες συμβάσεις της κατηγορίας των ταινιών με μαρτυρίες, αλλά είναι σημαντική έστω για την αποτύπωση μιας από τις μακροβιότερες προσωπικότητες των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων της Κρήτης και της Ελλάδας γενικότερα.