Την ικανοποίησή τους για τη νέα σύνθεση -μετά τις αντιδράσεις- του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (ΚΣΝΜ) εκφράζουν σε ανακοινώσεις τους ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού και ο Ενιαίος Σύλλογος Αττικής, Στερεάς και Νήσων.
Σε προηγούμενη ανακοίνωσή του, ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού έκανε λόγο για «ευθεία παραβίαση του Αρχαιολογικού Νόμου, κάτι που θίγει όχι μόνο το κύρος του Συμβουλίου, αλλά σε κάθε περίπτωση και τη νομιμότητα των αποφάσεών του» και ζητούσε από την υπουργό «η νέα σύνθεση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου να είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στον Ν. 3028/2002».
Στην ανασύσταση του ΚΑΣ και στο θέμα του Ελληνικού, αναφέρεται με ανακοίνωσή της η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων (ΠΟΕ) ΥΠΠΟ, η οποία, όπως λέει, «παρακολουθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα να εξελίσσεται στο υπουργείο Πολιτισμού μια προσπάθεια απαξίωσης θεσμών και προσώπων, εξυπηρετώντας μόνο μικροπολιτικές σκοπιμότητες».
«Τελευταίο δείγμα αυτής της προσπάθειας ήταν η ανασύσταση του ΚΑΣ. Με ανεξήγητη σπουδή και ταχύτητα οι δύο μειοψηφούσες παρατάξεις του Ενιαίου Συλλόγου οι οποίες λειτουργώντας αντιδημοκρατικά απέκλεισαν την πρώτη παράταξη από το προεδρείο, προσπαθούν να εμφανιστούν ως η μοναδική φωνή των εργαζομένων στο ΥΠΠΟΑ» σημειώνει, μεταξύ άλλων, η ΠΟΕ ΥΠΠΟ.
Παράλληλα, εκφράζει τη στήριξή της στην επί οκταετία Γενική Διευθύντρια Αναστήλωσης και Τεχνικών έργων, η οποία «ενώ νομότυπα σύμφωνα με το ΠΔ 123/1984 θα μπορούσε να συμμετέχει στο ΚΑΣ για λόγους ευθιξίας υπέβαλε την παραίτηση της».
«Το θέμα όμως τελικά δεν ήταν το πρόσωπο της κ. Γατοπούλου», επισημαίνει η ΠΟΕ ΥΠΠΟ, τονίζοντας ότι «το έργο αυτών των ομάδων, οι οποίες αποτελούν μικρές μειοψηφίες στο σύνολο των εργαζομένων, και βρίσκονταν σε πλήρη συνεννόηση και ευθυγράμμιση με την προηγούμενη πολιτική ηγεσία, ήταν να βάζουν εμπόδιο στην επένδυση του Ελληνικού εκθέτοντας το ΚΑΣ με πισωγυρίσματα και απαξιώνοντάς το στα μάτια των πολιτών, χιλιάδες από τους οποίους περιμένουν να εξεταστούν οι υποθέσεις τους από το αρμόδιο όργανο».