Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.
Η λέξη μαντινάδα είναι κρητική, όμως ετυμολογικά προέρχεται από το ιταλικό ρήμα mando (στέλνω).
Η μαντινάδα καταρχήν συνδέθηκε με τους χρησμούς, τον Κλήδονα, καθώς και με τη συνήθεια των Κρητών και ιδιαίτερα των νέων να μαντατεύουν, δηλαδή να στέλνουν ο ένας στον άλλο διάφορα μαντάτα (μηνύματα) εκφράζοντας ποιητικά τα συναισθήματά τους.
Αντανακλούν τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του λαού. Αντλούν τη θεματολογία τους από κάθε δραστηριότητα της ζωής, όχι µόνο στον έρωτα, αλλά και στο θάνατο, τη μοναξιά, τα όνειρα, τη φιλία, την παρέα, την ξενιτιά, τις αστείες στιγμές της καθημερινότητας, ακόμα και την παρανομία.
Οι μαντινάδες εμφανίστηκαν στην Κρήτη σύμφωνα με τους ιστορικούς κατά τον 15ο αιώνα ,την περίοδο της Ενετοκρατίας.
Οι Κρητικοί επηρεάστηκαν από τους Ενετούς ποιητές και την ευρωπαϊκή ποίηση και άρχισαν να χρησιμοποιούν την ομοιοκαταληξία, κάτι που δεν συνέβαινε μέχρι τότε.
Καθοριστική φαίνεται να ήταν η επίδραση του Ερωτόκριτου στην επινόηση και την εξέλιξη της μαντινάδας. Όσο για το ποιητικό λόγο γενικότερα υπάρχουν πληροφορίες ότι χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη από τους αρχαίους χρόνους.
Για παράδειγμα ο Κρητικός μάντης Επιμενίδης, έγραφε τους χρησμούς σε ποιητική μορφή.
H έμπνευση των κρητικών είναι ανεξάντλητη , όπως και οι μαντινάδες.
Ρόδο μου μοσχομυριστό
πλατύ βασιλικέ μου
το άρωμα σας στείλτε του
το βράδυ, απ’ το μπαξέ μου