Δεν είναι ούτε 30 χρονών και η πρώτη της ποιητική συλλογή με τον ανακόλουθο τίτλο …«Δεύτερη νεότητα» τιμήθηκε, λίγο πριν φύγει το 2021, με το βραβείο Jean Moreas Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή-Πρωτοεμφανιζόμενης Ποιήτριας. Κι αυτό μάλιστα είναι το δεύτερο βραβείο που αποσπά η ποιητική συλλογή της Ηρακλειώτισσας ποιήτριας Τώνιας Τζιρίτα Ζαχαράτου, στην οποία αναγνωρίστηκε “η ωριμότητα του ποιητικού λόγου” αλλά και η “σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει συνολικά την υπόθεση της ποίησης, γεγονός που την καθιστά άξια προσοχής και βράβευσης”.
“Η «Δεύτερη νεότητα» δεν είναι μόνο η πρώτη μου ποιητική συλλογή” τονίζει μιλώντας στην “Π” “αλλά αποτελείται από τα πρώτα ποιήματα που αποφάσισα να δημοσιεύσω. Αυτό που ήξερα ήταν πως ήθελα να τα μοιραστώ γιατί καταλάβαινα, ίσως διαισθητικά, πως δεν αφορούσαν μόνο εμένα. Ως χειρονομία ήταν διερευνητική”.
Η ίδια κατάλαβε ότι θέλει να εκφραστεί μέσα από την ποίηση όταν έγινε συστηματική αναγνώστρια ποίησης.
“Σχεδόν ασυναίσθητα” λέει – ακολούθησε η γραφή. Ίσως επειδή όσα ήθελα να εκφράσω είχαν ανάγκη τους τρόπους της ποίησης. Με ελκύει η εξερεύνηση των λέξεων στην πολυσημία τους, στην πλαστικότητάτους ως εικόνων και ήχων, στις σιωπές που απελευθερώνουν. Με ενδιαφέρει η περιεκτικότητα μιας φόρμας που απαιτεί καλοζυγισμένους χειρισμούς και τελικά έχει τη ριζοσπαστικότητα να αναδιατάσσει την αίσθηση του πραγματικού”.
Απαντώντας στο ερώτημα αν η ποίηση αλλάζει αυτό που λέμε καθημερινότητα, ορίζει χαρακτηριστικά το διακύβευμα της επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: “Νομίζω πως ένα διακύβευμα για την ποίηση αποτελεί το να βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στη ζωή και να δρα ως κομμάτι του κόσμου, και όχι μόνο ως καθρέφτισμά του. Θα ήταν άστοχη αν παρέμενε αδιάφορη μπροστά σε αυτό το θέατρο της καθημερινότητας όπου διαδραματίζεται η ανθρώπινη ζωή. Η ίδια η γλώσσα ως πρώτη ύλη της ποίησης είναι κάτι που έχουμε και χρησιμοποιούμε όλοι δομώντας συμβολικά τον κόσμο και τους εαυτούς μας”.
Η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου μιλά ακόμα στην “Π” για το αν η εποχή μας έχει ανάγκη την ποίηση, για το αν γίνεσαι ή γεννιέσαι ποιητής, για τα διαβάσματα που την επηρέασαν, για την πανδημία και για τον τόπο της παιδικής της ηλικίας, το Ηρακλειο.
«Με ελκύει η εξερεύνηση των λέξεων στην πολυσημία τους, οι σιωπές που απελευθερώνουν»
-Η ”Δεύτερη νεότητα” βραβεύεται για δεύτερη φορά. Πριν λίγες ημέρες αποσπάσατε το βραβείο Jean Moreas, Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή-Πρωτοεμφανιζόμενης Ποιήτριας. Το περιμένατε αυτό όταν πριν ενάμιση περίπου χρόνο ξεκινούσε το ταξίδι της πρώτης σας ποιητικής συλλογής;
Η «Δεύτερη νεότητα» δεν είναι μόνο η πρώτη μου ποιητική συλλογή, αλλά αποτελείται από τα πρώτα ποιήματα που αποφάσισα να δημοσιεύσω. Αυτό που ήξερα ήταν πως ήθελα να τα μοιραστώ γιατί καταλάβαινα, ίσως διαισθητικά, πως δεν αφορούσαν μόνο εμένα. Ως χειρονομία ήταν διερευνητική. Ως συλλογή αυτοσυνείδητη αναφορικά με τον πρωτόλειο χαρακτήρα της. Τις βραβεύσεις δεν μπορούσα τότε να τις έχω φανταστεί.
-Σας δημιουργεί ταυτόχρονα το βάρος για το μέλλον;
Αντιμετωπίζω τις βραβεύσεις περισσότερο ως ενθάρρυνση. Τα βάρη και οι απορίες της γραφής έχουν συνήθως τις πηγές τους μέσα μας.
-Δεν είστε ούτε 30 ετών. Δεν είναι λίγο περίεργο να ονομάζετε τη συλλογή ποιηματων σας “Δεύτερη νεότητα”;
Κομβικό στον τίτλο του βιβλίου δεν είναι η αναφορά στη βιολογική μου ηλικία αλλά σε μια ιστορικά καθορισμένη κατηγορία νεότητας. Εκεί έγκειται και ο αυτοσαρκασμός. Αφορά το είδος της νεότητας που παρατηρώ γύρω μου, σε εμένα την ίδια ως τμήμα ενός συνόλου. Πρόκειται για μια ήδη φθαρμένη νεότητα, μια αμήχανη νεότητα που καθορίζεται από την επισφάλεια και την ευαλωτότητα, από τη διάψευση των προσδοκιών, από ένα τυφλό μέλλον. Το βιβλίο αποτελεί μια απόπειρα ιχνηλάτησης των κυρίαρχων συστατικών αυτής της νεότητας που παραμένει μεν νεότητα αλλά δεν βιώνεται ως τέτοια.
-Η Κατερίνα Δασκαλάκη Ρουκ έλεγε ότι η ποίηση είναι το φυσικό τραγούδι της νιότης. Συμφωνείτε;
Κατανοώ αυτή τη φράση ως αναφορά στην ανανεωτική δυναμική που έχει η ποιητική γλώσσα. Ορίζοντας την ποίηση ως ένα γίγνεσθαι που διαρκώς διερευνά και επανατοποθετεί το ανθρώπινο, πιστεύω πως μπορούμε να τη συσχετίσουμε με μια αίσθηση νιότης.
-Πως καταλάβατε ότι θέλετε να εκφραστείτε μέσα από την ποίηση κι όχι από την πεζογραφία;
Όταν έγινα συστηματική αναγνώστρια ποίησης, σχεδόν ασυναίσθητα ακολούθησε η γραφή. Ίσως επειδή όσα ήθελα να εκφράσω είχαν ανάγκη τους τρόπους της ποίησης. Με ελκύει η εξερεύνηση των λέξεων στην πολυσημία τους, στην πλαστικότητα τους ως εικόνων και ήχων, στις σιωπές που απελευθερώνουν. Με ενδιαφέρει η περιεκτικότητα μιας φόρμας που απαιτεί καλοζυγισμένους χειρισμούς και τελικά έχει τη ριζοσπαστικότητα να αναδιατάσσει την αίσθηση του πραγματικού.
-Ποιητής γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Οπωσδήποτε γίνεσαι. Ας μην υποκύπτουμε σε ντετερμινισμούς. Η «Δεύτερη νεότητα» ως βιβλίο αποτελεί εν μέρει μια διερεύνηση για το πώς μπορεί κάποια να γίνει ποιήτρια.
«Στο Ηράκλειο νιώθω ένα πάγωμα του χρόνου. Ίσως επειδή δεν αποτελώ κομμάτι του παρόντος της πόλης»
-Ποιο είναι το δικό σας Ηράκλειο;
Είναι ο τόπος της παιδικής μου ηλικίας. Εδώ έμαθα να μιλάω, να περπατάω, να διαβάζω, να γράφω. Ένα σημείο στον χάρτη όπου επιστρέφω για να θυμηθώ και να αρχειοθετήσω παλαιότερες εκδοχές της εαυτής μου. Ταυτόχρονα, είναι το μέρος όπου κατοικούν οι γονείς μου και η πιο αγαπημένη μου φίλη.
-Τι αγαπάτε σ’ αυτό και τι όχι;
Συχνά μου λείπει η αίσθηση ευθυμίας και απλότητας που μου δίνει η επιστροφή στο Ηράκλειο. Ίσως επειδή μένω στην Αθήνα, μια πόλη λυπημένη, γεμάτη ένταση. Ωστόσο, στο Ηράκλειο νιώθω κι ένα πάγωμα του χρόνου. Ίσως επειδή δεν αποτελώ κομμάτι του παρόντος της πόλης, και αυτό, κάποιες φορές, με θλίβει.
«Τίποτα δεν είναι πιο καθημερινό από την ποίηση»
-Η ποίηση αλλάζει αυτό που λέμε καθημερινότητα;
Νομίζω πως ένα διακύβευμα για την ποίηση αποτελεί το να βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στη ζωή και να δρα ως κομμάτι του κόσμου, και όχι μόνο ως καθρέφτισμά του. Θα ήταν άστοχη αν παρέμενε αδιάφορη μπροστά σε αυτό το θέατρο της καθημερινότητας όπου διαδραματίζεται η ανθρώπινη ζωή. Η ίδια η γλώσσα ως πρώτη ύλη της ποίησης είναι κάτι που έχουμε και χρησιμοποιούμε όλοι δομώντας συμβολικά τον κόσμο και τους εαυτούς μας. Τίποτα δεν είναι πιο καθημερινό από αυτή. Νιώθω πως η ποιηση αποτελεί ένα εργαλείο που κατανοεί και ανακατεύει τις βεβαιότητές μας επανεισάγοντας το υπερβατικό μέσα στο καθημερινό. Μιλάω για υπερβατικό ως δυνατότητα μεταμόρφωσης ή έστω ως το άνοιγμα μιας δυνατότητας αναστοχασμού γύρω από το πως είναι οργανωμένη η ζωή μας.
-Σε μια από τις αγαπημένες ταινίες, στον “Ταχυδρόμο”, λέγεται ότι “η ποίηση δεν ανήκει σ’ αυτόν που τη γράφει αλλά σ’ αυτόν που την έχει ανάγκη”. Πότε έχουμε ανάγκη την ποίηση;
Πάντοτε έχουμε ανάγκη την ποίηση γιατί η γλώσσα της εναντιώνεται και υπερβαίνει τους ηγεμονικούς λόγους, οι οποίοι συχνά μας παρουσιάζονται ως αναπόφευκτοι. Την έχουμε ανάγκη όποτε προσπαθούμε να βρούμε μια γλώσσα για να κατανοήσουμε αυτό που διαφεύγει, για να διαρρήξουμε την πραγματικότητα ανοίγοντας τρύπες-δυνατότητες στο ύφασμα του παρόντος.
-Οι καιροί μας την έχουν;
Η εποχή μας είναι κατ’εξοχήν παράδειγμα μιας εποχής όπου ό,τι χαρακτηριζόταν ως κανονικότητα έχει καταρρεύσει, όπου έχουμε συνειδητοποιήσει την ευαλωτότητά μας. Ταυτόχρονα, αποτελεί μια εποχή επιβεβλημένης μοναξιάς και εξάλειψης κοινών χώρων. Η ποίηση, η τέχνη γενικά, έχει κοινωνική και πολιτική διάσταση. Μπορεί να σπάει σιωπές και να δημιουργεί πεδία επαφών και ανταποκρίσεων. Όπως μας υπενθυμίζει η Adrienne Rich, στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω, η αισθητική αποτελεί πράξη αφύπνισης και αντίστασης, καθώς η τέχνη έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει μέσα μας τα κομμάτια εκείνα που είναι ακόμα παθιασμένα, που δεν έχουν υποκύψει στον εκφοβισμό, που δεν έχουν συνθλιβεί.
«Ένα έργο αντέχει όταν ορίζει το ανθρώπινο επανορίζοντάς το»
-Ποια είναι τα διαβάσματά σας και πώς σας επηρέασαν;
Μου είναι δύσκολο να καθορίσω τον βαθμό των επιδράσεων που δέχομαι, γι’ αυτό προτιμώ να μιλήσω εντελώς ενδεικτικά για αναγνώσματα που με ενδιαφέρουν ή στα οποία επιστρέφω. Κεντρικής σημασίας για μένα είναι ο μοντερνισμός και οι μεταμοντέρνες υπερβάσεις του. Επιστρέφω στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, κυρίως στην τριάδα Καβάφη-Καρυωτάκη-Σεφέρη, για να τον επανοικειοποιηθώ. Ωστόσο, με ενδιαφέρει να επεκτείνω τα αναγνώσματά μου σε μη δυτικά παραδείγματα και να εξερευνήσω γυναικείες γενεαλογίες, ενώ παρακολουθώ με ενθουσιασμό τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.Επανέρχομαι τακτικά στα γραπτά της Adrienne Rich, της Wislava Szymborska και της Lydia Davis. Ανατρέχω στην ποίηση της Μαρίας Λαϊνά, της Ελένης Βακαλό, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Εντυπωσιάζομαι από την ευφυϊα της Anne Carson. Τελευταία, διαβάζω Ingeborg Bachmann, Annie Ernaux και Μαρία Μήτσορα. Με επηρεάζει κάθετί που νιώθω πως διαπνέεται από τρυφερότητα όπως τα γραπτά του Αργύρη Χιόνη, του Ε.Χ. Γονάτα, του Γιώργου Μαρκόπουλου, του Μάρκου Μέσκου ή του Jacques Prévert. Διαβάζω, επίσης, κριτική θεωρία, φεμινιστικά και queer κείμενα γιατί θεωρώ πως οι ριζοσπαστικές θεωρητικές μορφοπλασίες βρίσκονται σε διάλογο με την καλλιτεχνική παραγωγή.
-Ο εγκλεισμός και τα λοκντάουν σας επηρέασαν;
Ήταν ανέφικτο να μείνω ανεπηρέαστη από τη διάχυτη συλλογική μελαγχολία των ανθρώπων που απομονωμένοι βίωναν την αγωνία ή από την οργή για την αναλγησία και τον κυνισμό των κρατικών χειρισμών. Προσπαθώ ακόμα να μην επιτρέψω στην ψυχοσυναισθηματική συνθήκη που διαμορφώθηκε τα τελευταία δυο χρόνια να καταλάβει κάθε σπιθαμή της σκέψης μου.
-Τι είναι αυτό που κάνει ένα έργο να αντέχει στον χρόνο;
Ένα έργο αντέχει όταν ορίζει το ανθρώπινο, επανορίζοντάς το. Τότε καταλήγει να αποτελεί ένα από τα υλικά με τα οποία στο εξής οι άνθρωποι επινοούν την πραγματικότητά τους κι έτσι επιβιώνει μαζί τους, μέσα από αυτούς.
-Μετά τη “Δεύτερη Νεότητα” τι;
Πάντοτε υπάρχουν εκκρεμότητες.