το παλιό ενετικό κάστρο στον Κούλε

Κάποτε, ήταν μια γυναίκα που φωτογράφιζε κάθε πρωί ένα κάστρο και μια θάλασσα στην άκρη της πόλης. Ήταν η πρώτη που με τις ρόδες του μοτοποδηλάτου της έσπρωχνε την πρωινή υγρασία του αέρα και του λιμανιού στη μεγάλη κατηφόρα, για να φτάσει, χειμώνα-καλοκαίρι, στην άκρη της θάλασσας απέναντι απ’ το παλιό ενετικό κάστρο, τον Κούλε.

Εκεί, σήκωνε τη φωτογραφική μηχανή της και τραβούσε μια φωτογραφία. Καμιά φορά, μέσα στη φωτογραφία αυτή δίπλα στο κάστρο και τη θάλασσα, έβγαιναν ακίνητα, μια το πρωινό καράβι που έφτανε για να δέσει και μια οι γλάροι, που πετώντας, μάλωναν τα σύννεφα της νύχτας ή καλημέριζαν τις πρώτες πορτοκαλί ανταύγειες του ήλιου στο τρεμόπαιγμα του νερού κάτω από την πρύμη των δεμένων καϊκιών.

Ένα πρωί, γι’ άλλη μια φορά εκείνο τον καιρό, τυλιγμένος στην ανοιξιάτικη καπαρντίνα του έρωτά μου και σπρωγμένος από τα χάδια και τα χαστούκια της προηγούμενης νύχτας απ’ αυτόν, είχα παραμερίσει νωρίς τον υγρό, πρωινό αέρα για να κατέβω, να προλάβω να υποκλιθώ στον ήλιο και την ανατολή του. Ήταν για να τον καλοπιάσω, καθισμένος και μόνος σ’ ένα παγκάκι, μπας και με βοηθούσε με δυο ακτίνες του, που θα μετέτρεπαν τις αβεβαιότητες και τις αγωνίες, σε βεβαιότητες και απαντήσεις.

Ήταν ο έρωτας για μια όμορφη γυναίκα κι ένας δύσβατος και σιωπηλός δρόμος μιας σίγουρης κι αβέβαιης αγάπης που ταλαιπωρούσε τις μέρες μου με τις διφορούμενες σκέψεις, τις αμφίβολες αγκαλιές, τα λόγια, τις αλλαγές και τις εκφράσεις της, που άλλες φορές μοιάζαν λασπωμένη λίμνη κι άλλες, άσπρο ζωγραφισμένο πιατάκι με γλυκό βύσσινο.

Oπως καθόμουν ισορροπώντας στο μεταίχμιο της νύχτας και της μέρας, σκεπτόμενος άμυνες και λύσεις, επιθέσεις και προβλήματα (γιατί όπως ξέρετε κι εσείς, στους έρωτες αυτούς, ο άνδρας μπερδεμένος από την αόριστη δύναμή του, ανακατεύει την άμυνα με την επίθεση και τα προβλήματα με τις λύσεις τους), είδα ξαφνικά στο τέλος της μεγάλης κατηφόρας και στην αρχή του δρόμου του παλιού ενετικού λιμανιού, να κατεβαίνει με τη μικρή μηχανή της εκείνη η γυναίκα. Έμπαινε, όπως κάθε πρωί που την παρατηρούσα, στον δρόμο του κάστρου για την καθημερινή φωτογραφία της. Όταν πλησίασε κι έφτασε προς το μέρος μου, ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα από τόσο κοντά, ήταν γύρω στα εβδομήντα και σταμάτησε λίγο πιο πέρα από μένα. Έδωσα λίγο ένταση στη φωνή μου και τη ρώτησα λίγο δυνατά μ’ ένα θάρρος από εκείνα που σου δίνουν η μοναχικότητα, οι απανωτές συναντήσεις και η σιωπηλή γνωριμία δύο ανθρώπων που κοιτιούνται αμίλητοι, καταμεσής του πρωινού στο ίδιο τοπίο:

«Καλημέρα. Γιατί φωτογραφίζετε την ίδια θάλασσα και το ίδιο κάστρο κάθε πρωί;» κι ήταν σαν να συνέχισα μια κουβέντα που είχε διακοπεί. «Και χτες εκεί ήταν και σήμερα εκεί είναι κι αύριο εκεί θα είναι!»

«Καλημέρα» μου είπε παραξενεμένη, με μια ευγένεια που ταιριάζει σε κάθε ξαφνιασμένη γυναίκα «για να φωτογραφίζω τις διαφορετικές αγωνίες, τα δακρυσμένα ή τα γελαστά κύματα και τις αγκαλιές, αυτές τις χιλιάδες ήρεμες ή άγριες αγκαλιές της θάλασσας στο κάστρο κάθε μέρα. Κάθε στιγμιαία ένωσή τους και μια σπουδή προς την ανομολόγητη τελειότητα μιας αληθινής αγκαλιάς».

«Μα είναι η θάλασσα, η ίδια θάλασσα που το αγκαλιάζει αιώνες. Μιλάτε για το ίδιο αγκάλιασμα;» της είπα.

Με κοίταξε ξανά πιο παραξενεμένη.

«Φυσικά είναι η ίδια θάλασσα, μα αλλάζει συνεχώς μορφή» μου απάντησε.

«Μέσα της βλέπω το θάρρος μιας αλλαγής που μόνο μια αρχή έχει. Να επιστρέφει, να αγγίζει, να χαϊδεύει, να χτυπά αλλά να παραμένει πάντα στο ίδιο μέρος και να το αγκαλιάζει με τον τρόπο της και με τον τρόπο τ’ ουρανού απ΄ όπου αντλεί τη δύναμη και την κίνησή της. Κι από ετούτο το σταθερό, τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο γνήσιο, τίποτα πιο απλό, σημαντικό και τρυφερό δεν υπάρχει».

Δίστασα λίγο. Χαμογέλασα.

Eκείνη, με μια ευγενική κίνηση στην ελαφριά μηχανή της έκαμε να φύγει. Μα πες το από αντίδραση στα χθεσινοβραδινά χάδια και χαστούκια στην ψυχή μου από τον έρωτά μου που ήθελε να εκτονωθεί και να βρει τον δρόμο του, πες το από τη φύση του αρσενικού προς το όποιο θηλυκό να έχει σχεδόν πάντα την τελευταία λέξη, της είπα:

«Το καταχτυπά όμως κυρία μου το κάστρο, το καταχτυπά με τη συνεχόμενη κίνησή της μέσα στην ήσυχη ακινησία του, όχι πάντα, μα συχνά…».

Σταμάτησε και γύρισε αργά προς τα μένα.

«Ναι, με τη ζεστή κίνησή της μέσα στην παγωμένη ακινησία του. Ίσως, γιατί είναι στη φύση αυτού του στοιχείου της ζωής,  μα… μα και ίσως γιατί η θάλασσα είναι γυναίκα και το κάστρο, ο Κούλες, άνδρας κι ετούτο το ζευγάρι, καθισμένο στην άκρη της πόλης, σ’ ένα παγκάκι του σύμπαντος, δίνει κίνηση στη ζωή, αγκαλιάζεται συνεχώς κι αληθινά, άσχημα ή όμορφα, άγρια ή ήρεμα. Τόσο, που το ζηλεύει ο ήλιος τη νύχτα που δεν είναι εκεί για να το βλέπει, και το φεγγάρι τη μέρα επειδή είναι κρυμμένο στην άλλη μεριά της γης. Το αγκάλιασμα ετούτο είμαστε εμείς οι ίδιοι, όλοι μας».

Την ώρα εκείνη, αν και οι δρόμοι μέσα της μου ήταν άγνωστοι, ένιωσα ότι η ψυχή της έκαμε ένα κενό και μ’ ένα βλέμμα ακίνητο, περπάτησε σαν κρυφό ταξίδι από τη θάλασσα και το ελαφρύ κύμα, στην κορφή του κάστρου ψηλά, προς τις παλιές πολεμίστρες. Η δική μου άγνοια κι έκπληξη για την απάντηση και τη δύναμή της, με την αδιακρισία και το θάρρος που μου έδιναν οι μοναχικές μορφές δυο ανθρώπων δίπλα στη θάλασσα, μαζί με τον έρωτα που από μέρες με ταλαιπωρούσε, μου έδωσαν γι’ άλλη μια φορά την ευκαιρία και τη διάθεση να της πω:

«Μα, άλλες φορές, όπως λέτε, είναι άγρια αγκαλιά κι άλλες ήρεμη. Μοιάζει με αγάπη που πνίγει και σώζει. Είναι μια αγάπη που δεν είναι σταθερή, δεν είναι εμπιστοσύνης κι εκτός αυτού περιέχει φθορά. Το σκληρό φρούριο μια μέρα θα νικηθεί, θα γκρεμιστεί από το μαλακό αγκάλιασμα της θάλασσας κι αυτό το ξέρετε…».

Δεν μου απάντησε, σήκωσε τη μηχανή της στον αέρα, «σημάδεψε» το κάστρο και το ήσυχο κύμα που το αγκάλιαζε και πάτησε το κουμπί. Μετά, άφησε τη μηχανή να κρεμαστεί απ’ το λουρί στον λαιμό της, έπιασε το τιμόνι του μοτοποδηλάτου, το έστριψε, πάτησε το πετάλι να πάρει μπρος, έκαμε τέσσερα-πέντε μέτρα και σταμάτησε γυρνώντας ξανά το κεφάλι της προς τα μένα. Μετά, με γαλήνια ηρεμία, μου απάντησε:

«Τίποτα πιο ειλικρινές, τίποτα πιο στραβό, πιο ίσιο και ατόφιο. Η αέναη, αληθινή, γεμάτη εμπιστοσύνη, τρυφερή και άγρια μάχη του θηλυκού με το αρσενικό…. Φυσικά και τα δυο ξέρουν τη φθορά της πάλης. Φυσικά και τα δυο ξέρουν το τέλος ποιο θα είναι, κι ότι το μαλακό, το ελίσσιμο, θα νικήσει το σκληρό και το άκαμπτο. Όμως, τι σημασία έχει; Παλεύουν καθημερινά, τρυφερά ή άγρια, στη δεμένη σκόνη μιας σμιλευμένης πέτρας και στο λυμένο δάκρυ της σταγόνας ενός κύματος, με αυτό που τους έχει δοθεί στο στιγμιαίο και θεϊκό πέρασμα των αιώνων.

Ακόμα κι ίδιος, ο αρσενικός, ο ηττημένος από καιρούς παλιούς και μελλοντικούς Κούλες, το ξέρει καλά, αλλά δεν δίνει σημασία. Του αρκεί που η θάλασσα τον αγκαλιάζει κι ας είναι κάθε κύμα της μοιραίο γι’ αυτόν. Ξεχνά, κρύβει, προστατεύει και σκεπάζει το επικίνδυνο μιας αγκαλιάς με την τρυφερότητα και την ωραιότητα του αγγίγματός της. Κι αν τον ρωτήσεις, με σπασμένα αλλά σίγουρα λόγια, αυτό θα σου το πει».

«Κι η θάλασσα, η θάλασσα, πού το ξέρει αυτό, τι λέει;» ρώτησα παραξενεμένος κι εκστασιασμένος από τις απαντήσεις της, αν και γνώριζα σ’ όλη μου τη ζωή το ελαστικό-άκαμπτό της κι ότι το μόνο που δεχόταν ήταν να ταξιδεύουν τα καράβια πάνω στην επιφάνειά της, κι αν δεν της άρεσαν, τα αναποδογύριζε.

«Το ίδιο συναίσθημα έχει και η θάλασσα, στο πιο δυνατό, στο πιο αδύνατο, στο πιο ψηλό και πιο χαμηλό κύμα της κι ας μην συμφωνεί πάντα με το αποτέλεσμα που και η ίδια προκαλεί. Ακολουθεί όμως τη φύση που της αναλογεί και τις οδηγίες του θεϊκού ουρανού, όπως κι αυτός κάποιου άλλου. Ξέρετε, η θάλασσα και η διάθεσή της, αλλάζουν μόνο στην επιφάνειά της. Στον βυθό της έχει πάντα την ίδια σίγουρη, σταθερή ηρεμία επειδή ο ουρανός δεν φτάνει να την αγγίξει. Μόνο η επιφάνειά της παλεύει, θέλει-δεν θέλει, τα τερτίπια του, εκεί που αυτός μπορεί να τη φτάσει…».

«Όπως μια γυναίκα… όπως κάποιες γυναίκες, ασταθείς ώρες-ώρες έξω τους μα, απόλυτα σταθερές μέσα τους. Έτσι και η θάλασσα…» της είπα δειλά, πρώτα γιατί δεν ήμουν σίγουρος για την απάντησή μου και μετά γιατί σ’ αυτήν τη λίγη ώρα που μιλούσαμε, ένιωθα ότι τα λόγια μου είχαν μιαν ατολμία μπροστά στα δικά της.

«Ναι… όπως κάποιες γυναίκες» μου απάντησε εκείνη με αργή φωνή κοιτάζοντας τους βράχους απέναντι. «Μα, αν καταφέρεις να βουτήξεις βαθιά σ’ αυτήν τη σταθερότητα, είσαι για πάντα ασφαλής και για πάντα ήρεμος».

Το ενετικό κάστρο εκείνη τη στιγμή αναδύθηκε μέσα στη γαλήνη του πρωινού πιο παιδί και πιο άνδρας, πιο αρσενικό και πιο σίγουρο στον νου μου και μπρος μου, κι η θάλασσα μού έμοιαζε με γυναίκα που το αγκάλιαζε τρυφερά. Μα κι εγώ… κι εγώ ένιωσα κάπως αλλιώς, μα δεν ήξερα το πώς και το γιατί, σαν να είχα λάβει απάντηση σε ερώτηση που δεν έκανα. Μόνο μια στιγμή, χωρίς να το ζητήσω, μου ήρθε στον νου η μορφή της κοπέλας μου.

«Κι ο Κούλες;» φώναξα δυνατά, σαν να είχε φύγει μακριά με τη μηχανή της κι ας μην είχε κουνήσει από το σημείο που στεκόταν.

Σταμάτησε το ακίνητο φευγιό της, γύρισε αργά και αφού κοίταξε πρώτα τον ορίζοντα της θάλασσας που ξυπνούσε μέσα στον ήλιο, μου απάντησε:

«Όπως σας είπα. Τίποτα πιο αυθεντικό, τίποτα πιο ειλικρινές, αρσενικό κι ατόφιο. Κάποτε ξέρει κι ο ίδιος ότι θα νικηθεί απ’ αυτό το απανωτό, μαλακό αγκάλιασμα, αλλά δεν δίνει σημασία. Του αρκεί που η θάλασσα τον αγκαλιάζει, δεν ζει χωρίς αυτήν».

«Κι εσείς;» της είπα σαν να μην την είχα ρωτήσει τίποτα πιο πριν «εσείς, γιατί κάθε πρωί φωτογραφίζετε αυτές τις αγκαλιές, τις χιλιάδες αγκαλιές;»

«Γιατί, όπως σας είπα» μου απάντησε ξανά, λες κι ήμουν ένα παιδί που δεν είχε καταλάβει το μάθημά του και που εκείνη του το επαναλάμβανε σε μια φράση, «γιατί κάθε αγκαλιά είναι και μια σπουδή, μια διδασκαλία. Αυτός ο μοναχικός, ο μοναδικός, με τις πολλές και διαφορετικές αγκαλιές τρόπος της θάλασσας, ο σταθερός με την ηρεμία της, ο ασταθής με την τρικυμία της, είναι μια γνώση της ίδιας της ζωής, της λύπης και της χαράς της… Κάτι που οι άνθρωποι πρέπει να μαθαίνουν με τον πιο ήπιο, τον πιο γλυκό τρόπο, στα χρώματα μιας λέξης ή μιας φωτογραφίας…».

Αργά, ευγενικά, στρούφηξε μια κυματώδη πεταλιά στο μοτοποδήλατό της για να πάρει μπροστά, τόσο που η φωτογραφική μηχανή, κρεμασμένη πάνω της, έμοιασε με μικρή βάρκα σε πρωινό θαλασσινό μπουρίνι.

Άρχισε να απομακρύνεται αργά και σιωπηλά. Μια ανικανοποίητη αίσθηση με κυρίευσε, σαν να μην είχα πει τίποτα και σαν να έπρεπε κάτι να πω, να δείξω το μέγεθος της γνώσης και της σοφίας μου.

«Γερνάει η θάλασσα;» τη ρώτησα όσο πιο δυνατά μπορούσα, με τον φόβο ότι δεν θα άκουγε από τον θόρυβο της μηχανής της. Ήξερα ότι είπα κάτι βαθύ, ποιητικό, έξυπνο και τελικό, λες και ανταγωνιζόμουν τις απαντήσεις της με μια ισάξια ερώτηση.

Δεν σταμάτησε μα έκανε αργά έναν θορυβώδη κύκλο, γύρισε, φρέναρε ήσυχα μπροστά μου και μου είπε:

«Δεν γερνάει, ούτε πεθαίνει ποτέ. Ίσως είναι η πληρωμή μιας αέναης κίνησης που προσαρμόζεται συνεχώς με ό,τι αγκαλιάζει. Ίσως… ίσως να κινεί και την ίδια τη ζωή…».

«Σε αντίθεση με τα σταθερά, τα ακίνητα που γερνούν και πεθαίνουν…» νόμισα ότι φώναξα, μα ετούτη τη φορά δεν ένοιωσα την ικανοποίηση ότι μου βγήκε κάτι έξυπνο, μα κάτι περισσότερο αληθινό.

«Νομίζω» μου είπε αυτή ήρεμα γυρνώντας το βλέμμα της προς τον ορίζοντα «νομίζω ότι είναι όπως το λέτε…».

«Κι αν εξατμιστεί κάποτε; Νερό είναι…» της απάντησα και ήξερα ότι ήταν η τελευταία ερώτησή μου στην αίθουσα μιας τάξης ενός ανοιξιάτικου πρωινού.

«Αν εξατμιστεί, θα πάει στον ουρανό και θα κατέβει ξανά στη γη με μια δυνατή βροχή. Ξέρετε, κι ο ουρανός είναι μια ανάποδη προς τη γη, θάλασσα. Ουρανός, θάλασσα και γη είναι αδέρφια κι ενδιάμεσά τους οι άνθρωποι κολυμπούν αέναα, αέρινα, υγρά ή γήινα».

Αυτή τη φορά με κοίταξε στα μάτια, σαν να περίμενε την επόμενη ερώτησή μου, λες κι είχε χρέος να μου απαντήσει. Δεν είπα τίποτα, ούτε κι αυτή. Γύρισε ήσυχα κι άρχισε να απομακρύνεται. Ούτε εκείνη τη στιγμή του φευγιού της, παρ’ όλο που μου πέρασε απ’ τον νου, δεν ρώτησα ποια ήταν και με ποια ιδιότητα και γνώση, μου έδωσε αυτές τις απαντήσεις.

Ο ήλιος είχε ήδη αρχίσει να ανεβαίνει. Το καράβι είχε φτάσει κι ο κόσμος κατέβαινε από τη μεγάλη ανοικτή μπουκαπόρτα του. Η εικόνα εκείνων των ανθρώπων για λίγο με απορρόφησε. Γύρισα και ξανακοίταξα εκείνη τη γυναίκα. Ήταν πια μακριά, στην αρχή της ανηφόρας, του μεγάλου δρόμου που τον λέγαν “Οδό Πλάνης”.

Κοίταξα και μέσα μου. Ο έρωτάς μου με τη μορφή του κοριτσιού που αγαπούσα, ήταν ακόμα εκεί. Μόνο που ήταν με πιο ήπιο, πιο ήρεμο πρόσωπο. Ίσως από τις ακτίνες του πρωινού ήλιου, ίσως από τον ήχο της θάλασσας και τα απανωτά τρυφερά κύματά της πάνω στα βράχια του κάστρου, μα ίσως, κι από τα λόγια εκείνης της γυναίκας.

Σηκώθηκα από το παγκάκι. Έκανα πάνω το κεφάλι και το κοίταξα το κάστρο. Ήταν σαν γίγαντας, κι εγώ στα πόδια του μικρό παιδί. Μοιάζαμε…, μου φάνηκε ότι μοιάζαμε πολύ. Ακριβώς με ποιο τρόπο, δεν ξέρω. Έκανα δέκα βήματα, πλησίασα προς τη θάλασσα, την κοίταξα για λίγο ή για πολύ. Οι απανωτές αγκαλιές της ήταν μικρές ή μεγαλύτερες πάνω στους βράχους.

Σκέφτηκα ξανά τον έρωτά μου μα πιο απλά, πιο σοφά, χωρίς αγωνίες. Γλύκανα, χαμογέλασα, δεν ήξερα γιατί.

«Συνέχισε» είπα στη θάλασσα και στα γαλάζια νερά της «συνέχισε… χωρίς εσένα δεν μπορούμε…».

Έφυγα.

 

* Το λογοτεχνικό αυτό κείμενο αποτελεί   προδημοσίευση του νέου βιβλίου  του συγγραφέα που θα κυκλοφορήσει  σύντομα.