Η «Π» στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Κοπεγχάγης

Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά παρακολούθησα το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Κοπεγχάγης, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις από τις 15 ως τις 26 Μαρτίου, συμπληρώνοντας φέτος είκοσι χρόνια δράσης.

Δε σταματάει ποτέ να εκπλήσσει η ριζικά ανανεωτική επίδραση του ντοκιμαντέρ στην οπτική μας για τη ζωή, καθώς ο τρόπος με τον οποίο υπενθυμίζει τα αχανή όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς και του φυσικού κόσμου, ανατρέπει στερεότυπες αντιλήψεις κι εξάπτει την περιέργεια και την ανάγκη για ανακάλυψη.

Παρακάτω ακολουθούν οι δέκα ταινίες που πρόλαβα να δω, οι οποίες μεταξύ άλλων αναδεικνύουν τους κύκλους της ιστορίας, την ποικιλομορφία της ανθρώπινης φύσης και την οικουμενική ομορφιά της τέχνης.

Ιστορίες ταυτοτήτων

Το «Twice Colonized» (2023) της δανής Λιν Αλούνα αποδεικνύει ότι το τραύμα της αποικιοκρατίας εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτό ακόμη και στη σημερινή -συγκριτικά με το παρελθόν πολύ πιο- ευαισθητοποιημένη προς τα δικαιώματα των μειονοτήτων εποχή. Η ταινία προσφέρει στο δανέζικο, στο σκανδιναβικό και γενικότερα στο δυτικό κοινό μια ευκαιρία αναστοχασμού σχετικά με το εθνικό ιστορικό παρελθόν, που σχεδόν για όλη την Ευρώπη είναι ταυτισμένο με την αποικιοκρατία.

Πρόκειται για το πορτρέτο της Ινουίτ γυναίκας, μητέρας ενός γιου που αυτοκτόνησε, τρυφερής γιαγιάς, κακοποιημένης συντρόφου, μαχητικής δικηγόρου κι ακτιβίστριας Άαγιου Πίτερ, που φτάνει μέχρι τα Ηνωμένα Έθνη διεκδικώντας τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης της κοινότητάς της.

Η ηρωίδα ενσαρκώνει το προσωπικό, το αισθηματικό, το οικογενειακό, το έμφυλο και το φυλετικό τραύμα, που συνδυασμένα δημιουργούν μια ταυτότητα εαυτού γεμάτη εσωτερικές συγκρούσεις, μέσα από τις οποίες ξεπηδά η δύναμη για να παραχθεί μια θετική, δημιουργική συμβολή στον αγώνα κατά της αποικιοκρατίας.

Χαρακτηριστική λεπτομέρεια που αποτίνει φόρο τιμής στον αγώνα της Πίτερ κι υπογραμμίζει ότι ο αγώνας αυτός είναι η ίδια της η ζωή, το ότι στους τίτλους αρχής το credit της γράφει “Lived by” (αντί για τα συνηθισμένα starring, with ή μια απλή ονομαστική αναφορά), ενώ η ηρωίδα συνεργάστηκε με τη σκηνοθέτρια στη συγγραφή του σεναρίου (όπως αυτό εννοείται στις ταινίες τεκμηρίωσης, κι όχι στη μυθοπλασία), διαθέτοντας ισάξια συμμετοχή στη διαμόρφωση της ιστορίας της και στην άρθρωση του λόγου της.

Με το «Σπίτι της Σουζάνα» («Casa Susanna», 2022) ο Γάλλος Σεμπαστιάν Λιφσίτς κάνει ευρύτερα γνωστή την -προ πολλού γνωστή στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα- ιστορία ενός εξοχικού σπιτιού στα περίχωρα της Νέας Υόρκης, που κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 αποτέλεσε καταφύγιο για τρανς γυναίκες, οι οποίες δεν είχαν άλλο φυσικό και κοινωνικό χώρο για να εκφράσουν τον πραγματικό τους εαυτό.

Επρόκειτο για άντρες, οι περισσότεροι από τους οποίους παντρεμένοι και με επιφανή επαγγέλματα, κάποιοι από τους οποίους ήταν αρκετά τυχεροί να έχουν την υποστήριξη των γυναικών τους, οι οποίες τους συνόδευαν στην απόδρασή τους και τους αγαπούσαν παρά την αντισυμβατική τους φύση.

Ο σκηνοθέτης καταφέρνει να εξασφαλίσει συνεντεύξεις με δύο τρανς γυναίκες που σύχναζαν στο σπίτι, αλλά και με την κόρη μιας άλλης απ’ αυτές, η οποία παρέχει τη δική της περίπλοκη και συναρπαστική οπτική για τον πατέρα της, τη χαρά που του έδινε η έκφραση της γυναικείας πλευράς του, την άνευ όρων υποστήριξη που του έδειχνε η μητέρα της, αλλά και τη δική της αμφίθυμη σχέση μαζί του.

Πολιτική του χθες και του σήμερα

Ο Μαρκ Κάζινς είναι γνωστός για τα εμβριθή ντοκιμαντέρ του με θέματα από την ιστορία του κινηματογράφου, τα οποία αφηγείται με την ιδιότυπη ιρλανδική προφορά του. Στο «The March on Rome» («Marcia Su Roma», 2022) αναλύει με υποδειγματική κινηματογραφική διεισδυτικότητα το αρχειακό φιλμ που καταγράφει την πορεία των φασιστών προς τη Ρώμη τον Οκτώβρη του 1922, η οποία κατέληξε στο πραξικόπημα με το οποίο ο Μουσολίνι κατέλαβε την εξουσία.

Ο Κάζινς προεκτείνει την ιστορικο- αισθητική του ανάλυση στο σήμερα, όπου διαπιστώνει ότι οι μουσολινικές ιδέες και πρακτικές δυστυχώς απηχούν ακόμη στη διεθνή πολιτική σκηνή, ενσαρκωμένες από ακροδεξιούς ηγέτες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ, ο Βλάντιμιρ Πούτιν, ο Ζαΐρ Μπολσονάρο και άλλοι.

Το «A Storm Foretold» (2023) του δανού Κρίστοφερ Γκούλντμπραντσεν σκιαγραφεί μία από τις δαιμονικότερες προσωπικότητες της αμερικανικής πολιτικής ζωής, τον δημοσιοσχετίστα κι υπεύθυνο μεταξύ άλλων για τις πολιτικές εκστρατείες του Ντόναλντ Τραμπ, Ρότζερ Στόουν.

Ένας θρασύδειλος, ποταπός προβοκάτορας που επιδεικνύει αναίσχυντα το θράσος και τη χυδαιότητά του ως προτερήματα, πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό τον όψιμο εκχυδαϊσμό της αμερικανικής πολιτικής, με δράση που κορυφώθηκε στη συνειδητή υποκίνηση της εξέγερσης στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021, εξακολουθώντας να κυκλοφορεί ελεύθερος κι ανενόχλητος από τη Δικαιοσύνη. Βλέπεται συνδυαστικά με το «Φέρτε μου τον Ρότζερ Στόουν» («Get Me Roger Stone», Ντίλαν Μπανκ, Ντάνιελ ΝτιΜάουρο, Μόργκαν Πέχμε, 2017) που διατίθεται στο Netflix.

Όπως γίνεται αντιληπτό από τον τίτλο, το «Merkel» (2022) της γερμανίδας Εύα Βέμπερ είναι μια προσωπογραφία της Άγγελα Μέρκελ, καγκελαρίου της Γερμανίας από το 2005 ως το 2021.

Χωρίς να διαθέτω τις πολιτικές γνώσεις για να ελέγξω λεπτομερώς την ακρίβεια των επιχειρημάτων του, το πορτρέτο υποψιάζει με τη θετική του μονομέρεια, αλλά κι εξαρχής με τη βιασύνη με την οποία συντέθηκε τόσο σύντομα μετά τη λήξη της θητείας της πολιτικού, χωρίς δηλαδή να επιτρέψει στον χρόνο να παράσχει την ιστορική προοπτική του έργου της. Η ταινία είναι επίσης διαθέσιμη στο Netflix.

Πρώιμο τέλος

Στην «Αθωότητα» («Innocence», 2022) ο ισραηλινός Γκάι Νταβίντι αποτυπώνει τον μιλιταρισμό που διακατέχει την ισραηλινή κοινωνία, μέσα από την τριετή καθολική υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για αγόρια και κορίτσια στα 18 τους χρόνια και πώς αυτή οδηγεί πολλούς νέους σε ψυχολογικό αδιέξοδο ή ακόμα και στην αυτοκτονία.

Μέσα από τη χρήση ημερολογίων και του λόγου των ίδιων των παιδιών, δημιουργείται ένας ελεγειακός φόρος τιμής σε όσους δεν καταφέρνουν ν’ αποφύγουν τη στράτευση κι εμμέσως ασκείται κριτική στην εξοντωτική επεκτατική πολιτική του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων.

Το «The Eternal Memory» (2023) της χιλιανής Μάιτε Αλμπέρντι καταγράφει με χιούμορ και συγκίνηση τη σταδιακή επιδείνωση της υγείας ενός δημοφιλούς χιλιανού δημοσιογράφου που πάσχει από Αλτσχάιμερ και τη συγκινητική αφοσίωση της συζύγου του, ηθοποιού και πρώην υπουργού Πολιτισμού της Χιλής, που του συμπαραστέκεται με όλη της την αγάπη.

Μια ιστορία που ομολογουμένως δε διαφέρει από παρόμοιες που έχουν καταγραφεί σε άλλα ντοκιμαντέρ και στη μυθοπλασία. Δεν παύει όμως να συγκινεί με την τρυφερότητα με την οποία προσεγγίζει την απόγνωση ενός ανθρώπου που νιώθει να χάνει τον εαυτό του και τον κόσμο του μέρα με τη μέρα, αλλά και την καρτερία με την οποία η σύντροφός του προσπαθεί να απαλύνει τη διπλή απώλεια, τόσο για εκείνον, όσο και γι’ αυτήν.

Όψεις της επιστήμης

Το «On the Edge» («État limite», 2023) του Γάλλου Νικολά Πεντουτζί προσφέρει μια συγκλονιστική ματιά στην ψυχιατρική κλινική ενός νοσοκομείου του Παρισιού, αναδεικνύοντας τις υπεράνθρωπες προσπάθειες ενός ψυχιάτρου να την κρατήσει σε στοιχειώδη λειτουργία, ενάντια στην εγκατάλειψη και την υπο-χρηματοδότηση από το κράτος.

Το «Make People Better» (2022) του Αμερικανού Κόντι Σίχι πραγματεύεται το θέμα της γενετικής μηχανικής, μέσα από την πρωτοποριακή αλλά αμφιλεγόμενη παρέμβαση ενός Κινέζου επιστήμονα το 2018 στο γονιδίωμα δύο διδύμων, ώστε να αποτρέψει το ενδεχόμενο να έχουν κληρονομήσει τον ιό HIV. Η επιτυχία του εγχειρήματος αποτέλεσε ορόσημο τόσο για την επιστήμη, όσο και για την πολιτική.

Ανακίνησε την ηθική συζήτηση σχετικά με το δικαίωμα του ανθρώπου να παρεμβαίνει στην ανάπτυξη ενός εμβρύου και να εξασφαλίζει προγεννητικά την ανθρώπινη «τελειότητα».

Προσέθεσε επίσης ακόμα ένα όπλο στον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων του πλανήτη, με την κινεζική κυβέρνηση ν’ απάγει και τελικά να φυλακίζει τον επιστήμονα, και να θέτει σε περιορισμό την οικογένεια των παιδιών, προσπαθώντας να διαφυλάξει την εξέλιξή τους ως πολύτιμο κρατικό μυστικό.

Οικουμενική τέχνη

Το «Dancing Pina» (2022) του Γερμανού Φλόριαν Χάινζεν- Ζίομπ είναι αφιερωμένο στην καλλιτεχνική κληρονομιά της Πίνα Μπάους, μιας από τις σπουδαιότερες χορογράφους όλων των εποχών, που έφυγε από τη ζωή το 2009. Έκτοτε, τα μέλη του χοροθεάτρου της προσπαθούν να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση, το ύφος, αλλά και από μνήμης τις ίδιες τις χορογραφίες της Μπάους στις νεότερες γενιές χορευτών.

Εδώ καταγράφεται η προετοιμασία δύο κλασικών παραστάσεων της Μπάους, «Ιφιγένεια εν Ταύροις» και «Ιεροτελεστία της Άνοιξης», ερμηνευμένες αντιστοίχως από το μπαλέτο της Semperoper στη Δρέσδη και την École des Sables στο Ντακάρ.

Η ταινία συναρπάζει με την πρόοδο της δημιουργικής διαδικασίας, αλλά και τη σημασία που έχει το έργο της Μπάους και ο χορός γενικότερα για χορευτές διαφορετικών προελεύσεων. Βλέπεται συνδυαστικά με το επίσης σπουδαίο «Pina» (2011) του Βιμ Βέντερς.