Συνήθως τέτοια εποχή αυτό το κείμενο γράφεται από τη Θεσσαλονίκη. Φέτος όμως, οι ίδιες συνθήκες που δε μου επέτρεψαν να βρεθώ στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ της μακεδονικής πρωτεύουσας, μ’ έφεραν για πρώτη φορά στην αντίστοιχη διοργάνωση, που πραγματοποιείται από το 2003 στην Κοπεγχάγη κι έκτοτε έχει καταφέρει να γίνει ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς στην Ευρώπη για τον κινηματογράφο τεκμηρίωσης. Το φετινό φεστιβάλ διοργανώθηκε από τις 23 Μαρτίου ως τις 3 Απρίλη και παρακάτω ακολουθούν συνοπτικά οι εννιά ταινίες που μου άφησαν τις καλύτερες εντυπώσεις.
Το «The Caviar Connection» του Μπενουά Μπρανζέ, το «F@ck This Job» της Βέρα Κριτσέφσκαγια και το «Judges Under Pressure» του Κάσπερ Λισόφσκι είναι τρεις ιστορίες πολιτικής διαφθοράς κι αυταρχισμού στο Αζερμπαϊτζάν, τη Ρωσία και την Πολωνία αντιστοίχως. H πρώτη παρακολουθεί τον αγώνα της δημοσιογράφου Χαντίτζα Ισμαΐλοβα ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς του Ιλχάμ Αλίγιεφ, το οποίο καταπνίγει κάθε κριτική φωνή μέσα στη χώρα, καθώς παράλληλα χτίζει μια γυαλιστερή διεθνή βιτρίνα δωροδοκώντας ευρωπαίους πολιτικούς αξιωματούχους.
Η ιστορία δεν εκπλήσσει τόσο με το να εκθέσει τα προ πολλού γνωστά τριτοκοσμικά καθεστώτα που τυραννούν τα πρώην σοβιετικά κράτη της Κασπίας Θάλασσας, όσο με την ευκολία με την οποία φαίνεται να διαβρώνεται ένας κορυφαίος ευρωπαϊκός δημοκρατικός θεσμός προάσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στην ταινία της Κριτσέφσκαγια βλέπουμε πώς ο τηλεοπτικός σταθμός Dozhd που μεταδίδει δυσάρεστες ειδήσεις για το επίσης δικτατορικό καθεστώς του Βλάντιμιρ Πούτιν, δυσκολεύεται να παραμείνει ανοιχτός και τελικά υποκύπτει στις πιέσεις και τον εκφοβισμό του καθεστώτος. Τέλος, η ταινία του Λισόφσκι παρουσιάζει την προσπάθεια του πολωνού Προέδρου Αντρέι Ντούντα να ελέγξει την ανεξαρτησία των δικαστών της χώρας και το δυσάρεστο είναι ότι το καταφέρνει, απολύοντας όσους δικαστές δεν υποτάσσονται στις κυβερνητικές επιταγές, όπως ο Ίγκορ Τουλέγια, που προσπαθεί μαζί με συναδέλφους του ν’ αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της πολωνικής δικαιοσύνης.
Στο «The Neutral Ground» ο αμερικανός κωμικός Σι Τζέι Χαντ επισκέπτεται τη Νέα Ορλεάνη, για να μελετήσει τις αντιδράσεις σχετικά με την απόφαση του δήμου να καθαιρέσει αγάλματα, που αναπαριστούσαν αξιωματικούς του Νότιου στρατού στον Αμερικανικό Εμφύλιο (1861- 1865). Τα μνημεία εξέφραζαν την ιστορική μνήμη του Νότου και τη θέση του ως χαμένης πλην υποτιθέμενα ένδοξης πλευράς στην έκβαση του πολέμου. Τα τελευταία χρόνια όμως, το ευρύτερο κύμα πολιτικής ορθότητας έχει αρχίσει ν’ αποκαθηλώνει -δικαίως έστω κι αργά- τη λευκή ετεροφυλόφιλη αρσενική ταυτότητα από την κυρίαρχη, προνομιακή θέση της σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς της ανθρώπινης ζωής, όπως οι έμφυλες, σεξουαλικές και φυλετικές ταυτότητες και σχέσεις, η ιστορία και η τέχνη. Σ’ αυτό το πλαίσιο τα μνημεία κρίθηκαν ανάρμοστα λόγω των ακραιφνών ρατσιστικών πεποιθήσεων που πρέσβευαν οι αναπαριστόμενες προσωπικότητες- υπέρμαχοι της δουλείας, η οποία υπήρξε η κεντρική αφορμή του πολέμου.
Μάλιστα, στην αρχή της ταινίας υπογραμμίζεται η ειρωνεία, κατά την οποία μια πόλη με πλειοψηφία μαύρου πληθυσμού να διακοσμείται μέχρι και πρόσφατα με αγάλματα διάσημων δουλεμπόρων. Η ταινία θέτει ερωτήματα και παραθέτει διαφωτιστικές απαντήσεις για τους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται και διατηρείται η ιστορική μνήμη, ειδικότερα μέσα από τη χρήση του δημόσιου χώρου. Παρακολουθώντας την ταινία μάλιστα, σκέφτηκα ότι ένα ταιριαστό συνοδευτικό ανάγνωσμα αποτελεί το παρόμοιου θέματος «Φουστανέλες και χλαμύδες: ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα 1821- 1930» (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2020) της Χριστίνας Κουλούρη.
Σε μια αντίστοιχη περίπτωση από τον καλλιτεχνικό χώρο εστιάζει το «We Were Once Kids» του Έντι Μάρτιν, όπου η αναθεώρηση δεν είναι -πρωτίστως- φυλετικού χαρακτήρα, αλλά ταξικού. Το ντοκιμαντέρ δίνει φωνή στους πρωταγωνιστές της ταινίας «Kids» (1995) του Λάρι Κλαρκ, η οποία υπήρξε μία από τις πιο πρωτοποριακές και διακεκριμένες ταινίες μυθοπλασίας της δεκαετίας του 1990.
Η ταινία του Κλαρκ είχε για θέμα τη ζωή της περιθωριακής νεολαίας της Νέας Υόρκης, χρησιμοποιώντας φτωχούς εφήβους μη- ηθοποιούς και περιστατικά από την καθημερινότητά τους. Οι πρωταγωνιστές παρέχουν ως μεσήλικες πλέον σήμερα τη δική τους οπτική για τη δημιουργία του φιλμ, κατηγορώντας τον σκηνοθέτη ότι εκμεταλλεύτηκε τους ίδιους και τη ζωή τους για ν’ αποκτήσει καλλιτεχνική φήμη, εγκαταλείποντας κάθε επαφή μαζί τους μετά το γύρισμα και χωρίς ποτέ να μοιραστεί μαζί τους στην επιτυχία της ταινίας. Η ταινία αναδεικνύεται έτσι ως παράδειγμα για τις ταξικές παραμέτρους που κρύβονται πίσω από τη δημιουργία ενός έργου τέχνης, το οποίο προορίζεται να καταναλωθεί με κύριο θέλγητρο τον ‘κοινωνικό εξωτισμό’ του.
Ένα από τα πολυβραβευμένα ντοκιμαντέρ της χρονιάς, το «Σπίτι από θραύσματα» («A House Made of Splinters») του Σάιμον Λέρενγκ Βίλμοντ κέρδισε το βραβείο της έγκριτης εφημερίδας Politiken στο φεστιβάλ της Κοπεγχάγης, έχοντας προηγουμένως τιμηθεί μεταξύ άλλων με βραβείο σκηνοθεσίας στο Σάντανς και με τον Χρυσό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η ταινία παρακολουθεί τις περιπτώσεις παιδιών που φιλοξενούνται σ’ ένα ορφανοτροφείο περιμένοντας την υιοθεσία τους από συγγενείς ή αγνώστους στην ανατολική Ουκρανία, μια περιοχή κατασπαραγμένη από τη φτώχεια, την εγκατάλειψη και τον πόλεμο (πριν από τη ρωσική εισβολή). Με λεπτότητα, χιούμορ και τρυφερότητα, η κάμερα καταγράφει την πρόωρη ενηλικίωση των παιδιών, την απρόθυμη εξοικείωσή τους με την κόλαση των ενηλίκων μέσα από τα προβλήματα των γονιών τους (αλκοολισμό, ναρκωτικά κτλ.), τη λαχτάρα τους για θαλπωρή και φροντίδα, την ανάγκη τους για τη γονική αγκαλιά.
Μέχρι τώρα αγαπούσαμε την αγγλίδα Άντρεα Άρνολντ για τις μυθοπλασίες της, μεταξύ των οποίων το «Red Road» (2006) και τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» («Wuthering Heights», 2011). Πλέον την αγαπάμε και για το πρώτο ντοκιμαντέρ στη φιλμογραφία της, που βρέθηκε υποψήφιο για BAFTA και κέρδισε Ειδική Μνεία στην κατηγορία του ντοκιμαντέρ στις περυσινές Νύχτες Πρεμιέρας στην Αθήνα. Η «Αγελάδα» («Cow») παρακολουθεί μια αγελάδα σε μια φάρμα γαλακτοπαραγωγής από τη στιγμή που γεννάει ένα μοσχάρι μέχρι τη στιγμή που σκοτώνεται. Η ταινία δεν αποτελεί ένα συμβατικό πληροφοριακό ντοκιμαντέρ για τη βασανιστική ζωή των αγελάδων στις φάρμες.
Χωρίς voice- over (προφορική επεξηγηματική αφήγηση), επιλέγει εξαρχής ένα συγκεκριμένο ζώο ως ηρωίδα της και την ακολουθεί με την κάμερα όσο πιο κοντά της γίνεται, μεταφέροντας τη δική της οπτική, αφήνοντας τους ανθρώπους στο μπαγκράουντ όποτε εμφανίζονται. Με την ίδια αμεσότητα που χαρακτηρίζει τη μυθοπλασία της και χωρίς μελοδραματικές ευκολίες, η σκηνοθέτρια καταφέρνει να μεταφέρει την οπτική του ζώου: τον απρόθυμο αποχωρισμό από το μοσχαράκι της, την ανιαρή ρουτίνα του αρμέγματος, το ζευγάρωμα με τον ταύρο, τον έναστρο ουρανό ως σύμβολο ελευθερίας και το θλιμμένο βλέμμα που προδίδει τον μαρασμό από τη σκλαβιά.
Το «The Deal» της Κιάρα Σαμπούκι μιλάει για τη μαφία του trafficking που απάγει γυναίκες από τη Νιγηρία και τις φέρνει στην Ευρώπη για να εργαστούν ως σεξεργάτριες. Η ταινία όμως δεν αρκείται στην καταγγελία του εγκλήματος, αλλά παρουσιάζει ένα πολύ θαρραλέο παράδειγμα παρέμβασης κι επανένταξης. Η Πρίνσες είναι μια νιγηριανή κοινωνική λειτουργός που κατάφερε να ξεφύγει από τα κυκλώματα των δουλεμπόρων, κι έχει δημιουργήσει μια οργάνωση που βοηθάει τις γυναίκες στη Νιγηρία, αλλά και την Ιταλία όπου καταλήγουν μεταξύ άλλων χωρών, να ξαναχτίσουν τη ζωή τους μακριά από την εκμετάλλευση.
Στο «Into the Ice» ο δανός σκηνοθέτης Λαρς Όστενφελντ ακολουθεί τρεις διακεκριμένους επιστήμονες, τον Άλαν Χάμπαρντ, τη Ντόρτε Νταλ- Γιάνσεν και τον Τζέισον Μποξ, που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στη μελέτη του φύλλου πάγου της Γροιλανδίας, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν πολύτιμα στοιχεία για την ταχύτητα με την οποία συντελείται η κλιματική αλλαγή στη Γη.
Η αποστολή κορυφώνεται στην κατάβαση του Χάμπαρντ και του συνεργάτη του σε μια τρύπα βάθους 180 μέτρων μέσα στον πάγο, ώστε να συλλέξουν στοιχεία που προέρχονται από χιλιάδες χρόνια πριν και μαρτυρούν όχι μόνο τη διαχρονική εξέλιξη αλλά και το άμεσο μέλλον του πλανήτη, το οποίο δυστυχώς διαγράφεται δυσοίωνο. Η ταινία μπορεί να μην αποδεικνύεται όσο αγωνιώδης διαφημίζεται, αλλά εντυπωσιάζει χάρη στην αφυπνιστική της πυγμή, τους αφοσιωμένους επιστήμονες και τις ασύλληπτες ερευνητικές μεθόδους τους, και τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου υπό μελέτη, που δημιουργεί δέος και ταπεινότητα.