Καθώς το 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης οδεύει στο τέλος του, γράφουμε για όσα είδαμε το τριήμερο 5- 8 Νοέμβρη που βρεθήκαμε εκεί.
ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΗΘΗ
Ο «Αρθούρος Ραμπό» («Arthur Rambo») του Λoράν Καντέ (βραβευμένου το 2008 με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες για το «Ανάμεσα στους τοίχους») πραγματεύεται τη λεγόμενη cancel culture στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας. Έχει για θέμα του ένα ανερχόμενο αστέρι της λογοτεχνίας, η επιτυχία του οποίου καταβαραθρώνεται μέσα σε λίγα λεπτά αφότου αναδύονται ξεχασμένες ρατσιστικές αναρτήσεις, που είχε δημοσιεύσει παλιότερα στον σατιρικό του λογαριασμό κοινωνικής δικτύωσης.
Η ταινία στέκεται απέναντι στον ήρωά της με αμφιθυμία, δεν του παρέχει δηλαδή μια ξεκάθαρη ηθική θέση στο ζήτημα. Μια σεναριακή επιλογή που μπορεί να ιδωθεί είτε ως υπονόμευση του προβληματισμού της, είτε ως αναγνώριση του φαινομένου που σχολιάζει ακριβώς ως πολύ σχετικού και αμφιλεγόμενου. Σε κάθε περίπτωση, καθόλου αδιάφορη ταινία.
Το «Θα το κάνει» («She Will») της Σάρλοτ Κολμπέρ είναι ένα φεμινιστικό μεταφυσικό θρίλερ εκδίκησης, με την Άλις Κριγκ ως ξεπεσμένη σταρ που επισκέπτεται ένα κέντρο αποθεραπείας, μετά από εγχείρηση αφαίρεσης μαστών. Εκεί, εκτός από το να συμφιλιωθεί με τη νέα όψη του σώματός της, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει κι ένα παλιότερο ψυχικό τραύμα. Η πορεία προς τη λύτρωση δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτική (στον βαθμό τουλάχιστον που αυτή ήταν η πρόθεση της ταινίας), αλλά μιλάει με πυγμή για τη θηλυκότητα και τα γηρατειά.
Η «Σκουριά» («La Roya») του Χουάν Σεμπάστιαν Μέσα εκτυλίσσεται στη σημερινή Κολομβία, όπου ένας νεαρός αγρότης ανυπομονεί να ξαναδεί την κοπέλα πο
υ αγαπάει, η οποία όμως έχει πια μετακομίσει στην πόλη, όπου ζει μια φαινομενικά πιο πρόσφορη αλλά κι αποξενωμένη ζωή. Μια ταινία που εντυπωσιάζει με την απλότητα, την αβίαστη αμεσότητα και την ταπεινότητά της, δηλώνοντας χαμηλόφωνα όσα την απασχολούν για το δίλημμα ανάμεσα στην επαρχία και την πόλη, την ποίηση του έρωτα και το πώς βρίσκει κανείς νόημα στη ζωή του- ίσως μάλιστα και περισσότερο χαμηλόφωνα απ’ όσο θα έπρεπε για να τους δώσει λίγη παραπάνω έμφαση και να ενισχύσει τους συσχετισμούς μεταξύ τους.
Στο «Η ζωή συνεχίζεται» («C’mon C’mon») ο Μάικ Μιλς, που το 2010 μας είχε δώσει τους «Πρωτάρηδες» («Beginners»), ξαναφτιάχνει μια πολύ τρυφερή οικογενειακή κομεντί, όπου ο Χοακίν Φίνιξ αναλαμβάνει τον ανιψιό του υπό την προστασία του όσο η αδερφή του πηγαίνει να φροντίσει τον πρώην άντρα της.
Μια ταινία που κερδίζει σε συναίσθημα ό,τι υστερεί σε πλοκή, μιλώντας για τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μιας ζωής.
Ο Φίνιξ σ’ έναν από τους πιο ευάλωτους και γλυκά μελαγχολικούς ρόλους του, υποστηριγμένος απολαυστικά από τον τετραπέρατο κι αξιολάτρευτο Γούντι Νόρμαν στον ρόλο του ανιψιού.
ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Το αισθηματικής φύσης «Sick» των The Callas (Λάκη και Άρη Ιωνά) με τον Νικολάκη Ζεγκίνογλου και τη Melia Kreiling, γυρίστηκε στη διάρκεια της πρώτης καραντίνας του 2020. Έχει θέμα μια ερωτική σχέση από απόσταση, μ’ ένα αγόρι στην Αθήνα κι ένα κορίτσι στο Λος Άντζελες να επικοινωνούν μέσω βίντεο- κλήσεων. Η ταινία εναλλάσσει πλάνα μεταξύ των δύο προσώπων, σχεδόν χωρίς διάλογο και χωρίς καθόλου πλοκή.
Ο προφανής σκοπός -που επιτυγχάνεται μάλιστα από πολύ νωρίς- είναι ν’ αποδοθεί η μονοτονία του οικιακού εγκλεισμού κι η δυσκολία επικοινωνίας σε μια σχέση από απόσταση. Το ότι οι σκηνοθέτες έχουν συναίσθηση της περιορισμένης δυναμικής της ιδέας τους αντανακλάται στη μικρή διάρκεια της ταινίας, που κρατάει λίγο παραπάνω από τη μία ώρα. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν είμαι σίγουρος ότι η ιδέα ή ο χειρισμός της έχουν κάτι παραπάνω να πουν από τα προφανή.
Αντιθέτως, η «Ατλαντίδα» («Atlantide») του Γιούρι Ανκαράνι είναι ένας πιο φιλόδοξος, ατμοσφαιρικός κι ενδιαφέ«Κουτί με τις αναμνήσεις» («Memory Box») των Τζοάνα Χατζιτόμας και Χαλίλ Τζορέιτζμινρων συνδυασμός των δύο κατεξοχήν αντίθετων τύπων κινηματογράφου, του ντοκιμαντέρ και της αφαίρεσης, ο οποίος καταλήγει σ’ ένα εντυπωσιακό ψυχεδελικό μονοπλάνο ανάμεσα στα κανάλια της Βενετίας, αφού προηγουμένως έχει διεισδύσει στον (υπο-)κόσμο της νεολαίας που κάνει κόντρες με ταχύπλοα στους υδάτινους δρόμους της πόλης.
ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ
Το αυτοβιογραφικό «Κουτί με τις αναμνήσεις» («Memory Box») των Τζοάνα Χατζιτόμας και Χαλίλ Τζορέιτζ, βασισμένο στα βιώματα της πρώτης, ξετυλίγει την τραυματική ιστορία μιας λιβανέζικης οικογένειας μεταναστών στον Καναδά μέσα από παλιά τετράδια και φωτογραφίες, μιλώντας τόσο για την ίδια την οικογένεια, όσο και για την τόσο ταλαιπωρημένη πόλη της Βηρυτού. Και παρόλη την τρυφερότητα με την οποία χειρίζεται τους χαρακτήρες του, ευχόμαστε μόνο να το έκανε με λίγη περισσότερη αφηγηματική αιχμηρότητα.
Από την άλλη, οι «Προσκυνητές» («Pilgrimai») του Λαουρίνας Μπαρέισα διαθέτουν μια έξυπνη κεντρική σεναριακή ιδέα, κατά την οποία μια νεαρή γυναίκα επισκέπτεται τον αδερφό του καλύτερου φίλου της και πρώην εραστή της, και μαζί επισκέπτονται τα μέρη στα οποία εκτυλίχθηκε ο βιασμός κι η δολοφονία του.
Το εύρημα βρίσκεται στο ξετύλιγμα της πλοκής, που είναι σταδιακό, χωρίς πολλές εξηγήσεις και χωρίς κοινότοπες τεχνικές υποβολής ή εύκολο συναισθηματισμό, χωρίς ο θεατής να καταλαβαίνει αρχικά περί τίνος πρόκειται, με τη φρίκη να ξεδιπλώνεται μπροστά του με πεζότητα που δεν αποσκοπεί να σοκάρει, αλλά να συμφιλιώσει με το αμετάκλητο της απώλειας.