Η Ελλάδα στον διεθνή κινηματογράφο
Από τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» στην Κριτσά Λασιθίου - Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδήμος
Η Ελλάδα στον διεθνή κινηματογράφο
Από τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» στην Κριτσά Λασιθίου - Φωτογραφία: Δημήτρης Παπαδήμος

Για τα αρχαία μνημεία, την ιστορία ή τη μυθολογία της, για τον ήλιο, τη θάλασσα ή το κρασί της, δεν ήταν λίγες οι φορές που η χώρα μας φιλοξένησε διεθνή κινηματογραφικά συνεργεία. Με αφορμή τα γυρίσματα της «Οδύσσειας» του Κρίστοφερ Νόλαν που πραγματοποιούνται αυτή την εποχή στη Μεσσηνία, θυμόμαστε εννιά μεγάλου μήκους και δύο μικρού από τις σημαντικότερες διεθνείς παραγωγές που γυρίστηκαν στην Ελλάδα (και πολλές απ’ αυτές στην Κρήτη), σε χρονολογική σειρά.

«Το παιδί και το δελφίνι» («Boy on a Dolphin», 1957)

Η πρώτη ταινία που γύρισε το Χόλιγουντ στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα το στούντιο της 20th Century- Fox υπό τον τότε ελληνικής καταγωγής πρόεδρό του, Σπύρο Σκούρα. Η Σοφία Λόρεν πραγματοποιεί το αγγλόφωνο ντεμπούτο της με την καθοδήγηση του Τζιν Νεγκουλέσκο στη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ντέιβιντ Ντιβάιν που εκδόθηκε το 1955, και αφηγείται μια ιστορία αρχαιοκαπηλίας με φόντο την Ύδρα και την Αθήνα σε υπέροχο Σινεμασκόπ. Ο Χιούγκο Φριντχόφερ βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ για τη διασκευή του «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» του Τάκη Μωράκη, που ντύνει την ταινία κι ερμηνεύουν ο Τώνης Μαρούδας με τη Λόρεν. Επίσης, ο Αλέξης Μινωτής χαραμίζεται σ’ έναν εντελώς αδιάφορο ρόλο κυβερνητικού υπαλλήλου.

«Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» («Celui qui doit mourir», 1957)

Ο Ζιλ Ντασέν χρησιμοποιεί την Κριτσά του νομού Λασιθίου για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, το οποίο είχε εκδοθεί τρία χρόνια πριν. Ο σκηνοθέτης έχει στη διάθεσή του ένα διεθνές, πολυτάλαντο καστ που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τον Πιέρ Βανέκ, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γκερτ Φρόμπε, από τους οποίους αποσπά εξαιρετικές ερμηνείες για να φτιάξει μια σύνθετη κι αιχμηρή οπτική στην ελληνική ιστορία και τον κληρικαλισμό.

«Τα κανόνια του Ναβαρόνε» («The Guns of Navarone», 1961)

Μία από τις καλύτερες πολεμικές περιπέτειες στην ιστορία του σινεμά, γυρισμένη στη Ρόδο από τον Τζέι Λη Τόμσον. Εκεί η τριανδρία Γκρέγκορι Πεκ, Ντέιβιντ Νίβεν κι Άντονι Κουίν, μαζί μεταξύ άλλων με την Ειρήνη Παππά προσπαθούν να καταστρέψουν τα δύο μεγάλα κανόνια στο φανταστικό ελληνικό νησί Ναβαρόνε και ν’ αποτρέψουν μια ναζιστική επιδρομή που θα σημάνει τον θάνατο χιλιάδων βρετανών στρατιωτών. Υποψήφιο για εφτά Όσκαρ, κέρδισε επάξια εκείνο για τα καλύτερα οπτικά εφέ.

«Αλέξης Ζορμπάς» («Zorba the Greek», 1964)

Παρότι μοιάζει να μην οδηγείται πουθενά συγκεκριμένα, η πλοκή είναι μάλλον ο τελευταίος λόγος για τον οποίο αυτή η ταινία έχει κερδίσει το θρυλικό της στάτους. Το φιλμ του Μιχάλη Κακογιάννη μετέφερε στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946) και προκάλεσε ένα παγκόσμιο τουριστικό ρεύμα προς το νησί και τη χώρα, το οποίο εξακολουθεί μέχρι σήμερα. Στην ακρογιαλιά του Σταυρού Χανίων όπου στήνεται το λιγνιτωρυχείο του φιλμ, ο Άντονι Κουίν ενσαρκώνει τον ρόλο της καριέρας του παρασέρνοντας τον εγκρατή βρετανό Άλαν Μπέιτς στο συρτάκι που έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης και μετατράπηκε σε τουριστικό εθνικό ύμνο. Η ταινία απέσπασε εφτά υποψηφιότητες που οδήγησαν σε τρία βραβεία Όσκαρ (β’ γυναικείου ρόλου για τη Λίλα Κέντροβα, δ/νση φωτογραφίας για τον Γουόλτερ Λάσαλυ, και καλλιτεχνικής δ/νσης για τον Βασίλη Φωτόπουλο) και αποτελεί την πιο διαδεδομένη κινηματογραφική απεικόνιση της Κρήτης μέχρι σήμερα.

«Τα κρόσσια του φεγγαριού» («The moon-spinners», 1964)

Το 1964 το στούντιο Disney ανέθεσε στον Τζέιμς Νίλσον την κινηματογραφική διασκευή του μπεστ-σέλερ της βρετανής Μαίρης Στιούαρτ, που αφηγείται τις περιπέτειες μιας νεαρής αγγλίδας η οποία έρχεται για διακοπές στην Κρήτη με τη θεία της και βρίσκονται μπλεγμένες σε μια μυστηριώδη υπόθεση. Τοποθεσίες στον Άγιο Νικόλαο, στην Ελούντα, στην Ιεράπετρα και στην Κριτσά συνθέτουν το κρητικό σκηνικό, ενώ τη μικρή Χέιλυ Μιλς πλαισιώνουν η Ειρήνη Παπά και ο Έλι Γουάλας. Τα γυρίσματα επέβλεψε ο ίδιος ο Γουόλτ Ντίσνεϊ που ταξίδεψε στο νησί, και παρότι η ταινία δεν ξεφεύγει από τα ακίνδυνα μέτρα μιας ταινίας προορισμένης στο νεανικό κοινό, διατηρεί έστω το εικονογραφικό ενδιαφέρον της ως μια σπάνια χολιγουντιανή αναπαράσταση της Κρήτης.

«Οι τελευταίες λέξεις» («Letzte Worte», 1968) και «Η τάξη» («L’ Ordre», 1973)

Δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες μικρού μήκους για τη Σπιναλόγγα, γυρισμένες από δύο σπουδαίους σκηνοθέτες. Οι χειροποίητες, ως επί το πλείστον μυθοπλαστικές «Τελευταίες λέξεις» έγιναν το 1968 από τον γερμανό Βέρνερ Χέρτσογκ με διάρκεια μόλις 13 λεπτά. Είχαν θέμα τον υποτιθέμενο τελευταίο ασθενή της νησίδας ο οποίος απομακρύνθηκε παρά τη θέλησή του, και κατέφυγε στη μουσική του, παίζοντας λύρα τα βράδια σε καφενείο της Ελούντας παρέα μ’ έναν φίλο του λαουτιέρη. Ο Χέρτσογκ μπλέκει τη σουρεαλιστική μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ, ζητώντας από τους ερασιτέχνες ερμηνευτές του να επαναλαμβάνουν απανωτά τις ατάκες τους κοιτώντας την κάμερα, ενώ καταγράφει το τοπίο και το ηχόχρωμα της εποχής, όπως εκπροσωπείται από τον ξακουστό λυράρη και πρωταγωνιστή Αντώνη Παπαδάκη, τον επονομαζόμενο Καρεκλά. Ολόκληρη η ταινία στον παρακάτω σύνδεσμο:

Το 44λεπτο ντοκιμαντέρ «Η τάξη» γυρίστηκε το 1973 από τον γάλλο Ζαν- Ντανιέλ Πολέ, κι επικεντρώνεται στους πραγματικούς τελευταίους ασθενείς της Σπιναλόγγας, που είχαν μεταφερθεί στο Λοιμωδών «Αγία Βαρβάρα» στην Αθήνα. Ανάμεσά τους βρισκόταν ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης, ο οποίος είχε σταλθεί στο νησί το 1936, όταν ήταν ακόμη φοιτητής της Νομικής, και τον οποίο η ταινία χρησιμοποιεί ως αποκλειστικό μάρτυρα της ζωής εκεί. Η ευφράδεια κι η ευγένεια του Ρεμουντάκη παραδίδουν μάθημα δύναμης, καρτερίας και αξιοπρέπειας, ενώ τα κοντινά ανφάς φέρνουν τον θεατή αντιμέτωπο με την παραμόρφωση με την οποία οι κοινωνίες του παρελθόντος αρνούνταν να συμφιλιωθούν. Παρακολουθήστε απόσπασμα από την ταινία στον παρακάτω σύνδεσμο:

«Για τα μάτια σου μόνο» («For Your Eyes Only», 1981)

Έχοντας αγγίξει τις άκρες του πλανήτη, ο κοσμοπολίτης κατάσκοπος Τζέιμς Μποντ περνάει κι από την Ελλάδα, στην αποστολή του ν’ ανακτήσει μια συσκευή που συντονίζει τα βρετανικά πυρηνικά υποβρύχια, πριν πέσει στα χέρια των Σοβιετικών. Στην πέμπτη εμφάνισή του ως 007 ο Ρότζερ Μουρ γνωρίζει την Κέρκυρα και δοκιμάζει σύκα στην τοπική αγορά της πόλης μαζί με την Κάρολ Μπουκέ, ενώ το βράδι στο εστιατόριο του καζίνου παραγγέλνει ούζο ως απεριτίφ, γαρίδες Πρέβεζας, σαλάτα και μπουρδέτο, τα οποία συνοδεύει με λευκό κρασί Θεοτόκη. Η κορύφωση της πλοκής εκτυλίσσεται στα Μετέωρα, όπου οι μοναχοί είχαν προσπαθήσει να εμποδίσουν τα γυρίσματα απλώνοντας έξω τα σεντόνια τους. Η αισθαντική μπαλάντα της Σίνα Ίστον που συνοδεύει την εναρκτήρια σεκάνς των τίτλων ήταν υποψήφια για Όσκαρ.

«Οθέλλος» («Otello», 1986)

Κι όμως, κάποτε το Ηράκλειο γνώριζε μεγάλες κινηματογραφικές δόξες. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ο διάσημος ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι έστησε μια μεγαλοπρεπή παραγωγή στα ενετικά μνημεία του λιμανιού, για να κινηματογραφήσει την όπερα του Τζουζέπε Βέρντι, με τη σειρά της βασισμένη στην ομώνυμη τραγωδία του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο Κούλες και τα νεώρια με σκηνικές προσθήκες πλαισιώνουν το ερωτικό δράμα ανάμεσα στον Οθέλλο, τη Δεισδαιμόνα και τον Ιάγο, ρόλους που κρατούν ο ισπανός τενόρος Πλάθιντο Ντομίνγκο, η Κάτια Ριτσαρέλι, και ο Χουστίνο Ντίας αντίστοιχα. Συμπληρωματικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στα στούντιο της Cinecittà στη Ρώμη και στη Μπαρλέτα της Ν. Ιταλίας. Το φιλμ συμμετείχε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του φεστιβάλ Καννών το 1986, ενώ προτάθηκε για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας και για Όσκαρ Κοστουμιών 1987.

«Απέραντο γαλάζιο» («The Big Blue», 1988)

Δεν αγαπούσε μόνο η Σοφία Λόρεν τα δελφίνια. Ο Λικ Μπεσόν σκηνοθετεί τους Ζαν- Μαρκ Μπαρ, Ζαν Ρενό και Ροζάνα Αρκέτ σε μια μυθοπλαστική εκδοχή του ανταγωνισμού ανάμεσα σε δύο σπουδαίους ελεύθερους δύτες, τον Ζακ Μαγιόλ και τον Έντσο Μαϊόρκα, με φόντο την ειδυλλιακή Αμοργό και τον αληθινό Μαγιόλ ανάμεσα στους σεναριογράφους. Η φωτογραφία του Κάρλο Βαρίνι πλημμυρίζει την οθόνη με γαλάζιο και λευκό, και σε συνδυασμό με τη βραβευμένη με Σεζάρ μουσική του Ερίκ Σερά, παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο επιτυχημένες απεικονίσεις μοναχικής γαλήνης και σύνδεσης ενός ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον. Επίσης καθοριστική στην επιτυχία του φιλμ, η αφίσα που δημιούργησε ο βραβευμένος εικαστικός Αντρέι Μαλινόφσκι, που θα γινόταν μία από τις εμβληματικότερες της δεκαετίας του ’80.

«Mamma Mia!» (2008)

Το μουσικό φαινόμενο που έγινε θεατρικό φαινόμενο και κατέληξε κινηματογραφικό φαινόμενο, διασκευασμένο από τη Φιλίντα Λόιντ και μ’ ένα all-star cast αποτελούμενο από τους Μέριλ Στριπ, Πιρς Μπρόσναν, Κόλιν Φερθ, Στέλαν Σκάρσγκορ, Αμάντα Σάιφριντ, Κριστίν Μπαράνσκι και Τζούλι Γουόλτερς. Όλοι τους φτάνουν στην Ελλάδα για έναν γάμο, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιος είναι ο μέχρι τότε άγνωστος πατέρας της νύφης. Σκόπελος, Σκιάθος και Πήλιο συνθέτουν το μαγευτικό σκηνικό για ένα από τα πιο feel-good, ανέμελα μιούζικαλ που φτιάχτηκαν ποτέ, για να θυμίζει στο διεθνές κοινό τι σημαίνει ελληνικό καλοκαίρι. Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία κωμωδίας/ μιούζικαλ και γυναικείας ερμηνείας για τη Μέριλ Στριπ.