«Σ’ αυτό το Μουσείο ο επισκέπτης μπορεί να μην συναντήσει ούτε ένα έργο του Γκρέκο, θα συναντήσει όμως και την εποχή και τις συνθήκες που δημιούργησαν τον Γκρέκο». Με τα παραπάνω λόγια περιέγραψε πέρσι το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών» μια Γαλλίδα καθηγήτρια, εκφράζοντας παράλληλα και τον ενθουσιασμό της για τα εκθέματά του.
Η Γαλλίδα καθηγήτρια είχε έρθει στην Κρήτη μαζί με μια μικρή ομάδα συμπατριωτών της και είχε προγραμματίσει επισκέψεις σε σημαντικά μνημεία του νησιού. Τέτοια λόγια ακούει συχνά το προσωπικό του Μουσείου, άλλοτε από ενημερωμένους επισκέπτες που έρχονται προγραμματισμένα και άλλοτε από εκείνους που περνούν τυχαία την πύλη του αναζητώντας μνημεία και αξιοθέατα στο Ηράκλειο.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια λειτουργίας με τη νέα μορφή του, το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης έχει καταξιωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα στον τομέα του, και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο. Συγκεντρώνει, διαφυλάττει και παρουσιάζει στο κοινό μερικά από τα πιο σημαντικά έργα που καλύπτουν την ιστορική διαδρομή της Κρητικής Αναγέννησης, από τις πρώτες καλλιτεχνικές της εκφράσεις μέχρι την παρακμή και τον απόηχό της σε μεταγενέστερες εποχές, δηλαδή πέντε αιώνες κρητικού πολιτισμού!
Μια επίσκεψη στους χώρους του μοιάζει με ταξίδι στο παρελθόν της Κρήτης, καθώς μπορεί να παρακολουθήσει κανείς τις σημαντικότερες εκφράσεις του χριστιανικού πολιτισμού δοσμένες με άμεσο και κατανοητό τρόπο. Βρίσκεται στην καρδιά του Ηρακλείου, δίπλα στον παλαιό και στον νέο Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά και αποτελεί αληθινό κόσμημα για την πόλη και ολόκληρη την Κρήτη.
Αλλά ας ξανάρθουμε στα λόγια της Γαλλίδας καθηγήτριας, μια και κατάφερε να περιγράψει με τον πιο σύντομο αλλά και πιο εύγλωττο τρόπο μια πτυχή της πολύπλευρης προσφοράς του Μουσείου. Οι ξένοι επισκέπτες γνωρίζουν τον Γκρέκο, τον δικό μας Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, από τα κορυφαία έργα του, εκείνα που δημιούργησε στην Ισπανία.
Λίγοι πέραν των ειδικών και γενικά της επιστημονικής κοινότητας γνωρίζουν τι συνέβαινε στην Κρήτη του 15ου αιώνα, τον τόπο στον οποίο γεννήθηκε, μαθήτευσε και εργάστηκε ως ζωγράφος, τότε που το νησί μας διέθετε αρκετές δεκάδες εργαστήρια ζωγραφικής και οι βυζαντινές εικόνες που φιλοτεχνούνταν κυρίως στο Ηράκλειο εξάγονταν μαζικά στην Ευρώπη. Ελάχιστα γνωστό στο εν λόγω ευρύτερο κοινό είναι, επίσης το καλλιτεχνικό ρεύμα που δημιουργήθηκε κατά τους τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας και ονομάστηκε Κρητική Αναγέννηση.
Ο όρος αυτός περιγράφει την πνευματική ακμή που παρατηρήθηκε στην Κρήτη, σε όλους σχεδόν τους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας με την άνθηση της κρητικής λογοτεχνίας, του θεάτρου, της ξυλογλυπτικής, της λιθογλυπτικής και των άλλων τεχνών αντιπροσωπευτικά δείγματα των οποίων διαφυλάσσονται και εκτίθενται στις προθήκες του Μουσείου Χριστιανικής Τέχνης.
Ας δούμε, όμως, πολύ σύντομα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε και αναδείχτηκε η Κρητική Σχολή, όπως ονομάζεται το καλλιτεχνικό ρεύμα που κυριάρχησε στο νησί και που έχει τις απαρχές του στα τέλη του 14ου αιώνα. Σπουδαίοι Κωνσταντινουπολίτες ζωγράφοι είχαν αρχίσει τότε να καταφτάνουν σταδιακά στην Κρήτη αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και μεταφέροντας την αισθητική, τη γνώση και την εμπειρία πολλών αιώνων βυζαντινής τέχνης.
Οι ζωγράφοι που έζησαν στην Κρήτη εκείνης της εποχής, όμως, μπορούσαν να γνωρίζουν όχι μόνο τη σπουδαία βυζαντινή αγιογραφική παράδοση αλλά και να παρακολουθούν τις εξελίξεις στον δυτικό κόσμο, αυτές που είχαν ήδη οδηγήσει στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση.
Στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης ο επισκέπτης μπορεί να παρακολουθήσει όλη τη σπουδαία διαδρομή της κρητικής αγιογραφίας, να θαυμάσει έργα όπως η Βρεφοκρατούσα Παναγιά και ο Παντοκράτωρ των αρχών του 15ου αιώνα, έργα πιθανώς Κωνσταντινουπολιτών αγιογράφων που εργάστηκαν στην Κρήτη, και να μελετήσει τη σταδιακή εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης μέσα από δυο κορυφαία έργα του Άγγελου Ακοτάντου, ενός σπουδαίου ζωγράφου που, όχι άδικα, θεωρείται σήμερα ο Γκρέκο του 15ου αιώνα!
Πολλές δεκαετίες πριν από την ακμή της Κρητική Σχολής, ο Άγγελος Ακοτάντος εισήγαγε καινοτομίες στην αγιογραφία, δημιούργησε νέους εικονογραφικούς τύπους και έθεσε τα θεμέλια μιας εποχής που μόλις τότε ξημέρωνε.
Οι μεταγενέστεροι ζωγράφοι κατάφεραν να προσδώσουν νέα πνοή στην τέχνη τους. Χωρίς να απομακρύνονται από τα ορθόδοξα πρότυπα και σεβόμενοι την ιερότητα της ορθόδοξης αγιογραφίας, κατάφεραν να εντάξουν νέα στοιχεία στις δημιουργίες τους, να καταστήσουν την Κρήτη σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο και πολλοί απ’ αυτούς να διαπρέψουν ακόμη και έξω από το νησί, με πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Θεοφάνη.
Ο 16ος αιώνας θεωρείται σήμερα ως εποχή της μεγάλης ακμής της Κρητικής Αναγέννησης και ο Μιχαήλ Δαμασκηνός ο κυριότερος εκπρόσωπος της, τα έργα του οποίου κατέχουν εμβληματική θέση στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης. Έξι μεγάλες εικόνες εκτίθενται στην κεντρική αίθουσα, έργα σημαντικά όχι μόνο για την Κρητική Σχολή αλλά και για τη ζωγραφική της Ορθοδοξίας γενικότερα.
Ο Δαμασκηνός εκφράζει μια δική του εικαστική πρόταση χωρίς να απομακρύνεται από την πνευματικότητα της βυζαντινής τέχνης. Οι εικόνες του αποτέλεσαν πρότυπα για τους μεταγενέστερους ζωγράφους και πολλοί απ’ αυτούς προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Μερικές τέτοιες εικόνες, επηρεασμένες από την πληθωρική παρουσία του Δαμασκηνού, εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης.
Οι υπόλοιπες εικόνες αντιπροσωπεύουν την τέχνη που αναπτύχθηκε στο νησί κατά την περίοδο της οθωμανικής κατοχής (1669-1898). Ο επισκέπτης του Μουσείου μπορεί να παρακολουθήσει τις καλλιτεχνικές τάσεις που αναπτύχθηκαν τότε στην Κρήτη, την παρακμή της Κρητικής Σχολής, καθώς και μια νέα εικαστική άνθηση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρατηρήθηκε στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα. Στις δύσκολες αυτές εποχές οι Κρήτες ζωγράφοι κατάφεραν να καταστήσουν και πάλι το νησί επίκεντρο της θρησκευτικής τέχνης. Μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς ταξιδεύουν σε άλλες περιοχές, στα νησιά, στη Μέση Ανατολή, στην Κύπρο, στην Αίγυπτο και αλλού.
Εκτός από τις εικόνες, όμως, στο Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης παρουσιάζονται σημαντικότατα δείγματα έργων ξυλογλυπτικής, αργυροχρυσοχοΐας, λιθογλυπτικής, χρυσοκεντητικής, χειρόγραφα και παλαίτυπα βιβλία.
Η ιστορία του Μουσείου
Ήταν ευλογημένη η στιγμή που ένας φωτισμένος ιεράρχης, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος Ψαλιδάκης, αποφάσισε να συγκεντρώσει αρκετά από τα πολύτιμα κειμήλια του χριστιανικού μας πολιτισμού που βρίσκονταν διάσπαρτα στο νησί, να τα διαφυλάξει και να δημιουργήσει ένα πρωτοποριακό για την εποχή (δεκαετία 1960) Εκθετήριο Εικόνων στον παλαιό ναό της Αγίας Αικατερίνης.
Με ιδιαίτερη συγκίνηση διαβάζουμε σήμερα σε δημοσιεύματα της εποχής εκείνης ότι η Εκκλησία της Κρήτης σχεδίαζε, μαζί με το εκθετήριο εικόνων, να δημιουργήσει Σχολή Αγιογραφίας «με ιδιαιτέραν έμφασιν εις την τεχνοτροπίαν της περιφήμου Κρητικής Βυζαντινής Σχολής».
Ήταν ευλογημένες, επίσης, οι στιγμές που οι διάδοχοι του ιδρυτή Αρχιεπισκόπου στήριξαν και ανέδειξαν αυτόν τον χώρο. Στα χρόνια του μακαριστού Τιμοθέου εντάχτηκε στο Επικοινωνιακό και Μορφωτικό Ίδρυμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και απέκτησε νέα διοικητική δομή.
Ο νυν Αρχιεπίσκοπος σεβ. Ειρηναίος αποφάσισε να κάνει ένα ακόμη σημαντικό βήμα αναβαθμίζοντας την Έκθεση σε Μουσείο και αναθέτοντας την επιστημονική επιμέλεια, τη μελέτη και την επανέκθεση στην τότε 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (σήμερα Αρχαιολογική Υπηρεσία Ηρακλείου).
Έκτοτε, το Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης «Αγία Αικατερίνη Σιναϊτών», λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού μέσω της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου. Υπάγεται στο Επικοινωνιακό και Μορφωτικό Ίδρυμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης και διοικείται από Διοικούσα Επιτροπή, πρόεδρος της οποίας είναι ο κ. Νίκος Γιγουρτάκης και μέλη οι κ.κ. Δημήτριος Καλυκάκης και Ανδρέας Κούτσιος. Επιμελήτριά του είναι η αρχαιολόγος κ. Έφη Ψιλάκη και απασχολεί ειδικευμένο προσωπικό.
Με τη νέα του μορφή το Μουσείο προσφέρει μιαν ολοκληρωμένη εικόνα του χριστιανικού μας πολιτισμού, από τον 14ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου.
Η πρωτοποριακή έκθεση εντυπωσιάζει και υποβάλλει τους επισκέπτες του, που συνειδητοποιούν πόσο αρμονικά συνδυάζεται η λειτουργία ενός μουσείου και ενός ιστορικού ναού ο οποίος αποτελεί εξαιρετικό δείγμα βυζαντινής ναοδομίας. Στην Αγία Αικατερίνη ο ναός (που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα) συμπληρώνει και αναδεικνύει τα εκκλησιαστικά κειμήλια, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται μόνο ως μουσειακά εκθέματα αλλά και ως ιερά αντικείμενα ή σκεύη ενταγμένα στον φυσικό χώρο τους.
Σήμερα το Μουσείο ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον φιλοδοξώντας να αποτελέσει κέντρο μελέτης και ανάδειξης της μεταβυζαντινής τέχνης.