60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: «Το τέλος του αιώνα» («Fin de Siglo», 2019)

Βρεθήκαμε στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από την 1η ως τις 4 Νοέμβρη. Τρεις μέρες, βεβαίως, δεν φτάνουν για να χορτάσει κανείς, αρκούν όμως για να γνωρίσει καινούριους δημιουργούς και φρέσκιες ματιές.

Διεθνές διαγωνιστικό

Από το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα είδαμε δύο ταινίες.
Η «Κατάποση» («Swallow», 2019) του Κάρλο Μιραμπέλα- Ντέιβις μιλάει για τη νεόνυμφη σύζυγο ενός διευθυντικού στελέχους, η οποία αναπτύσσει τον ψυχαναγκασμό να καταπίνει μικροαντικείμενα, παρότι πολλά απ’ αυτά την τραυματίζουν και θέτουν την υγεία της σε άμεσο κίνδυνο.

Πρόκειται για το εξαιρετικά ισορροπημένο πορτρέτο μιας γυναίκας, ο φυσικός αυτοτραυματισμός της οποίας φανερώνει το βαθύτερο ψυχικό τραύμα της ως όχι απλώς αντικείμενο καταπίεσης αλλά ακόμη και προϊόν της τοξικής πατριαρχίας που εξακολουθεί διαπερνάει την ανθρώπινη κοινωνία.

Παιδί μιας βιασμένης μητέρας, παραγκωνισμένη από την οικογένεια, εγκλωβισμένη στον αναχρονιστικό ρόλο της καλής συζύγου και νοικοκυράς, η Χάντερ όπως την ερμηνεύει η εκπληκτική Χέιλι Μπένετ δεν έχει τίποτα το μελοδραματικό.

Μια κοπέλα που υποδύεται τα ενήλικα καθήκοντά της βουβά και μηχανικά, ενώ από κάτω κρύβει ακόμη ένα αθώο κορίτσι που λαχταρά την ελευθερία της έκφρασης και την αποδοχή της μητέρας. Μια αθωότητα που μοιάζει να ξεσπάει στην επιφάνεια πολύ σύντομα σε στιγμές όπως όταν ο μεθυσμένος συνάδελφος του άντρα της, της ζητάει μια παρήγορη αγκαλιά.

Εκτός από τη μεθοδική καθοδήγηση των ηθοποιών, ο σκηνοθέτης εξασφαλίζει εύστοχες εναλλαγές συναισθηματικού τόνου μεταξύ ψυχολογικού τρόμου, μαύρης κωμωδίας και προσωπικού δράματος, ενώ παίζει ευρηματικά με το κεντρικό σεναριακό θέμα της τροφής, μέσα από πλάνα όπως εκείνα της μετατροπής ενός αρνιού από ζώο σε γεύμα και τις ομοιότητες μεταξύ της σως και του λιπαντικού υγρού στον υπέρηχο.

Η δεύτερη ταινία του Τμήματος που είδαμε ήταν το «Θα ‘ρθει η φωτιά» («O Que Arde», 2019) του Όλιβερ Λάσε. Αφορά έναν κατάδικο για εμπρησμό, που αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στο χωριό του, ώσπου ξεσπάει μια νέα καταστροφική πυρκαγιά κι εκείνος αντιμετωπίζεται με καχυποψία.

Ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένα ζοφερό, άγονο κι αφιλόξενο επαρχιακό περιβάλλον, που αν δε δικαιολογεί, τουλάχιστον εξηγεί τη συμπεριφορά του ήρωα εξαρχής ως αντίδραση στο υπαρξιακό βάλτωμα και το αδιέξοδο. Το τέλος μένει ευπρόσδεκτα ανοιχτό σχετικά με την ενδεχόμενη νέα ενοχή του Αμαδόρ, σχολιάζοντας εύστοχα τη σχέση κοινότητας- ατόμου. Είναι όμως κι απότομο, μοιάζοντας ν’ αφήνει το δράμα του ημιτελές, τη στιγμή που άρχιζε να γίνεται πραγματικά ενδιαφέρον.

ΑΠΟ ΤΟ  60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ανοιχτοί Ορίζοντες

Από το τμήμα Ανοιχτοί Ορίζοντες είδαμε το ισπανόφωνο γκέι αισθηματικό δράμα «Το τέλος του αιώνα» («Fin de Siglo», 2019), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του αργεντίνου Λούσιο Κάστρο. Δύο νέοι άντρες συναντιούνται για σεξ στη σημερινή Βαρκελώνη και καθώς περνάνε τη μέρα μαζί, συνειδητοποιούν ότι έχουν ξαναγνωριστεί είκοσι χρόνια νωρίτερα.

Ή μήπως όχι; Σε μια από τις πιο ανεπιτήδευτα τρυφερές και μελαγχολικές ταινίες που είδαμε πρόσφατα, η σκηνοθεσία ενώνει στωικά τον χώρο σε μια ενιαία διαδοχή εναλλακτικών εκδοχών, με μετρημένο λόγο, χωρίς επιδεικτικότητα κι υπερβολές.

Χειρίζεται έξυπνα, καίρια και λιτά μια απλή και συνηθισμένη σεναριακή ιδέα, συμπυκνώνοντας όσα περνούν από το μυαλό και το σώμα μας στις ευκαιριακές και τις σταθερές σχέσεις μας: φαντασίωση, μελαγχολία, αναπόληση, μετάνιωμα, πληρότητα, όσα έχουμε και δεν εκτιμάμε κι όσα περισσότερα επιθυμούμε συνεχώς, έστω κι αν επειδή είναι απλώς διαφορετικά.

 Αφιερώματα

Στην «Τιμή της ιπποσύνης» («Honor de cavalleria», 2006) ο Καταλανός Αλμπέρ Σέρα  διασκευάζει τον «Δον Κιχώτη» του Μιγκέλ ντε Θερβάντες σε μια εξαιρετικά απαιτητική αφήγηση, αργή, αδρανή, λακωνική. Αισθήματα απελπισίας, ψευδαίσθησης, κενότητας και παραλογισμού κατακλύζουν τους ήρωες σε μια ιδιόμορφη, ασυμβίβαστη, αμφιλεγόμενη κινηματογραφική σύνθεση.

Στην «Έκθεση» («Exhibition», 2013) της Βρετανίδας Τζοάνα Χογκ, ένα αντρόγυνο καλλιτεχνών αποφασίζει να πουλήσει το σπίτι του και προετοιμάζεται για τη νέα φάση που σηματοδοτεί η μετακόμιση.

Πρωταγωνιστούν ο εικαστικός Λίαμ Γκίλικ με τη μουσικό Βιβ Αλμπερτίν, ενώ τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε μια υπαρκτή λονδρέζικη κατοικία σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Τζέιμς Μέλβιν, στον οποίο είναι αφιερωμένη η ταινία. Μια ιστορία για τη σχέση των ανθρώπων με τον χώρο τους, εσωτερικό κι εξωτερικό. Για τους τρόπους με τους οποίους ο τόπος κι η αρχιτεκτονική του συμβάλλουν στην πραγμάτευση του εαυτού και των σχέσεων, οριοθετώντας τις φυσικά, ψυχολογικά κι ιδεολογικά.

Η ιδιωτικότητα μέσα στο ίδιο σπίτι κι η προφύλαξη από τον εξωτερικό κόσμο, που εδώ ταυτίζεται με αναστάτωση και βία, αναδεικνύοντας ταξικούς φόβους και περιχαρακώσεις. Η σκηνοθεσία αντιμετωπίζει το ζευγάρι άλλοτε συμπονετικά κι άλλοτε σκωπτικά, όπως στον τρόπο που η Ντι αγκαλιάζει κυριολεκτικά σημεία του σπιτιού ή στην αδιόρατη ανησυχία που δημιουργούν το τηλεκατευθυνόμενο αυτοκινητάκι στο πάρκο και τα παιδιά με τα ποδήλατα.

Τέλος, είχαμε την ευκαιρία να θυμηθούμε τρεις μικρού μήκους μη αφηγηματικές ταινίες του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, που πέθανε το 1992. Είχαμε παρουσιάσει εκτενώς τον Μαρκόπουλος τον Ιούλιο του 2016, κατά την επίσκεψή μας στο Τέμενος, τη διοργάνωση με προβολές ταινιών του που πραγματοποιείται κάθε τέσσερα χρόνια στη Λυσσαρέα της Αρκαδίας, τόπο καταγωγής του. Με αφορμή το επόμενο Τέμενος που θα διεξαχθεί το καλοκαίρι του 2020, το φεστιβάλ διοργάνωσε αφιέρωμα στον σκηνοθέτη με τίτλο Προς το Τέμενος, το οποίο παρουσίασε ο σύντροφος και συνεργάτης του, Ρόμπερτ Μπίβερς.

Το «Οι Η.Π.Α. τα Χριστούγεννα» («Christmas U.S.A.», 1949) έχει αυτοβιογραφικό χαρακτήρα κι αφορά τη σεξουαλική αφύπνιση του ομοφυλόφιλου γιου μιας παραδοσιακής οικογένειας Ελλήνων μεταναστών στις Η.Π.Α., με ερμηνευτές την πραγματική οικογένεια του σκηνοθέτη. Το «Δύο φορές άντρας» («Twice a Man», 1963) είναι βασισμένο στον μύθο του Ιππόλυτου με την 33χρονη Ολυμπία Δουκάκη στον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο.

Το «Πράσινο των Μινγκ» («Ming Green», 1966) είναι ένα πορτρέτο του διαμερίσματος του σκηνοθέτη στη Νέα Υόρκη, αφιερωμένο στον σπουδαίο δημιουργό της αμερικανικής αβάν- γκαρντ, Σταν Μπράκατζ. Μετά την προβολή, ο Μπίβερς εξήγησε καθοριστικές τεχνικές κι αισθητικές διαφορές μεταξύ των ταινιών, όπως αυτή στο μοντάζ μεταξύ του «Twice a Man» και του «Ming Green». Στην πρώτη περίπτωση ο Μαρκόπουλος μόνταρε την ταινία όπως συνηθίζεται, μετά το τέλος του γυρίσματος, ενώ στη δεύτερη οι περίτεχνες διπλοτυπίες των πλάνων επιτεύχθηκαν στη διάρκεια του γυρίσματος με τη συνεχή επανέκθεση του φιλμ.

Σε κάθε περίπτωση, καταδεικνύεται η αφοσίωση του σκηνοθέτη στο μεμονωμένο καρέ -και όχι στο πλάνο- ως θεμελιώδη και επιδραστικότερη συντακτική μονάδα μιας κινηματογραφικής σύνθεσης.