Μιλώντας για τον Γιώργο Γραμματικάκη, μπαίνω στον πειρασμό να δανειστώ και να παραφράσω λίγο έναν προσφιλή σε εκείνον τίτλο: Μια απόπειρα θα κάνω, μιας, κάπως ιδιαίτερης, βιογραφίας του φωτός. Και ναι, ο Γιώργος Γραμματικάκης δεν γοητεύτηκε απλά, δεν μίλησε, δεν μελέτησε μόνο το φως.
Ήταν και είναι πάντα ο ίδιος, φως. Δεν θα καταχραστώ τον χρόνο σας, για να σας αφηγηθώ όμως μια κλασική βιογραφία του προσώπου. Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν στο διαδίκτυο εκατοντάδες αναφορές της λαμπρής και συνάμα ιδιαίτερης πορείας του, τόσο στον ακαδημαϊκό, τον ερευνητικό, όσο και τον συγγραφικό χώρο. Οι θητείες του ως Πρύτανη στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και ως Προέδρου στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο άφησαν εποχή. Η θητεία του ως Προέδρου στο Μουσείο Καζαντζάκη, το ίδιο.
Προσωπικά, είχα την τιμή να συνεργαστώ πολύ στενά μαζί του, επί μακρό χρονικό διάστημα, όταν υπηρέτησε ως Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενόσω εγώ ήμουν Καλλιτεχνικός Διευθυντής της.
Για αυτό, όμως, θα μιλήσω εκτενέστερα, αργότερα. Επιτρέψτε μου να πω, χωρίς ο ίδιος να το θεωρώ υπερβολή, ότι τα βιβλία του «Η Κόμη της Βερενίκης», «Η Αυτοβιογραφία του Φωτός» και «Ένας Αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής», που εκδόθηκαν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – και εδώ θα ήθελα να εξάρω την καθοριστική συμβολή του οραματιστή καθηγητή – εκδότη Στέφανου Τραχανά- τα βιβλία λοιπόν αυτά, τα συγκαταλέγω στα κορυφαία λογοτεχνικά έργα επάνω σε επιστημονικά θέματα, με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο γραμμένα, ώστε να γίνονται κατανοητά από όλους.
Βλέπετε, παραλείπω σκόπιμα τον άχαρο και παρεξηγήσιμο όρο «εκλαϊκευμένα». Δίπλα σε αυτά τα εξαίρετα πονήματα, καμαρώνουν και οι «Συνομιλίες με το Φως» από τις εκδόσεις Ιανός, καθώς και τα «Κοσμογραφήματα» από τις εκδόσεις «Πόλις».
Ο Γιώργος Γραμματικάκης, για μένα, είναι ένας ποιητής του Σύμπαντος. Καταπιάστηκε σε όλη του τη ζωή με όλο αυτό το μυστήριο που διέπει τη δημιουργία του Σύμπαντος, την εξέλιξη αλλά και την επίδρασή του στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μας μίλησε για Γαλαξίες, για Κόκκινους Γίγαντες, Λευκούς Νάνους, Υπερκαινοφανείς αστέρες (σουπερνόβα), αστρική ύλη, σκοτεινή ύλη, σκοτεινή ενέργεια, μαύρες τρύπες.
Δεν στάθηκε όμως στην απλή παράθεση αριθμών και συγκρίσεων μεγεθών, όσο συναρπαστική και αν είναι και αυτή. Θυμάμαι κάποτε, διαβάζοντας την Κόμη της Βερενίκης στη Φινλανδία, όπου ευρισκόμουν για καλλιτεχνική υποχρέωση, ότι είχα μπει στον πειρασμό να αντιπαραβάλω το μέγεθος της Γης με την απόσταση του Ελσίνκι από το Ηράκλειο.
Είχα λοιπόν υπολογίσει πως, αν η μέση απόσταση μεταξύ του Ήλιου και του Πλούτωνα, δηλαδή του πιο απομακρυσμένου γνωστού πλανήτη, ήταν αναλογικά όσο η απόσταση του Ελσίνκι από το Ηράκλειο, τότε το μέγεθος της Γης μας θα ήταν περίπου 3 χιλιοστά, όσο δηλαδή η μύτη μιας καρφίτσας. Θα μπορούσε να το πει κανείς άχρηστη πληροφορία της ημέρας, όμως εμένα με γοήτευε να συνειδητοποιώ πόσο ιλιγγιωδώς τεράστιες είναι οι αποστάσεις στο Σύμπαν και πόσο μικρή είναι μέσα σε αυτό, η σημαντική Γη μας…
Όμως ο Γιώργος Γραμματικάκης δεν στεκόταν απλά σε παραθέσεις πληροφοριών για μεγέθη ή αποστάσεις. Το κείμενό του το διακρίνει μία νεανική ανησυχία και φρεσκάδα – ήταν εξάλλου πάντα νέος στο πνεύμα- σε συνδυασμό με έναν διαρκή φιλοσοφικό στοχασμό. Και, επιπλέον, οι αναφορές και η εμβάθυνση στη λογοτεχνία και την τέχνη, όχι απλά στολίζουν αλλά δίνουν καινούριες διαστάσεις στην θεώρηση των πραγμάτων και των ιδεών.
Δεν υπάρχει ούτε μία σελίδα στο έργο του, που να μη διανθίζεται από αναφορές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία ή τους μεγάλους στοχαστές του Διαφωτισμού ή την νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Αναβλύζει διαρκώς η αγάπη του για την πατρίδα Ελλάδα, το φως και τις ομορφιές της αλλά και για την ιστορία ή την παράδοσή της. Και όλα αυτά με βλέμμα πάντοτε οικουμενικό, θωριά αναλυτική και μια ολύμπια –θα έλεγα- ηρεμία.
Σε αυτά προσθέτω και τον έρωτα, αυτή τη μεγάλη αλήθεια, έμπνευση και δύναμη, που είναι διαχρονικός κινητήριος μοχλός στην εξέλιξη της ζωής. Παραθέτω ένα απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Φωτός, όπου καταδεικνύεται η τέχνη της συγγραφής του: «…Αίφνης, ανακάλυψα ότι η έννοια του φωτός είχε εκεί σταθερή και έντονη παρουσία, και ήταν φορτωμένη με λογής-λογής συμβολισμούς.
Ένας στίχος του Σεφέρη- και σήμερα δεν είμαι βέβαιος για το νόημα του- μου έκανε βαθιά εντύπωση: «Είπες εδώ και χρόνια: Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός». Ενώ στην ποίηση του Ελύτη, που ακόμα δεν είχε τη σημερινή της απήχηση, το φως αναδυόταν με δύναμη και διαρκείς αναδιπλώσεις. Από ένα λοιπόν σημείο και πέρα, η σχέση μου με το φως ακολουθούσε δυο παράλληλους δρόμους. Ο πρώτος, ο δρόμος της επιστήμης, αυστηρός και ωστόσο γοητευτικός, οδηγούσε σε συνεχή εμβάθυνση αλλά και παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες.
Ο δεύτερος δρόμος περνούσε από την τέχνη, την ποίηση ή την φιλοσοφία, και προσπαθούσε να ανιχνεύσει κρυφά νοήματα και σημασίες. Δεν άργησα, βέβαια, να καταλάβω ότι οι δύο δρόμοι, ενώ ήσαν παράλληλοι, ετέμνοντο και είχαν κοινά σημεία. Η γενική θεωρία της σχετικότητας είχε δείξει, άλλωστε, ότι η πραγματική γεωμετρία του Σύμπαντος είναι μη ευκλείδεια, και οι παράλληλες ευθείες τέμνονται…».
Μέτρησα, μόνο στην Αυτοβιογραφία του Φωτός, 146 Πηγές από την Ελληνική και τη Διεθνή Βιβλιογραφία. Αυτή η πλουσιότατη αναφορά στις πηγές, υποδεικνύει τη σοβαρότητα της επιστημονικής τεκμηρίωσης. Δεν υπάρχει ούτε μία σειρά στο έργο του Γιώργου Γραμματικάκη που να μην είναι προϊόν εκτεταμένης έρευνας και αντιπαραβολής.
Παρότι παίρνει πάντα θέση για ένα θέμα ή γεγονός, ο λόγος του δεν είναι ποτέ δογματικός. Επιτρέψτε μου να πω πως είναι όπως ήταν πάντα ο ίδιος: δημοκρατικός. Ελευθερία σκέψης, παράθεση άποψης με αποδείξεις αλλά συγχρόνως ευρύτητα πνεύματος.
Ακόμη και αν διαφωνήσει κάποιος σε μια κοινωνική ή πολιτική του άποψη, πράγμα πάντως ιδιαίτερα δύσκολο, δεν μπορεί παρά να σεβαστεί το βάθος της σκέψης και να καταλάβει πλήρως τι θέλει να πει ο δάσκαλος. Αλήθεια, αυτό κι αν είναι προσόν: να βρίσκει πάντοτε έδαφος η ρήση «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες», η φράση που έχει συνδεθεί άρρηκτα με τα έργα του Γάλλου φιλόσοφου Βολταίρου.
Να επισημάνω εδώ, για την πλήρη ακρίβεια, ότι τα λόγια αυτά βέβαια δεν ανήκουν στον Βολταίρο αλλά στη Βρετανίδα συγγραφέα και βιογράφο του Βολταίρου, Έβελιν Μπίατρις Χολ. Εν τέλει, ο Γιώργος Γραμματικάκης δεν ερευνά απλά.
Στοχάζεται φιλοσοφικά και δίνει επιπλέον στο στοχασμό του μια εξαιρετική καλλιτεχνική χροιά. Είναι ουσιαστικά ένας καλλιτέχνης του Σύμπαντος. Παραθέτω ένα ακόμη σχετικό απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Φωτός: «…Την πραγματική πάντως σημασία του φωτός στον βίο και στα αισθήματά μας την ανακάλυψα όταν, όπως διηγήθηκα ήδη, οι μεταναστεύσεις της ψυχής με οδήγησαν οριστικά στην Ελλάδα.
Στην Αγγλία και σε χώρες της Ευρώπης όπου είχα μέχρι τότε ζήσει, το φως έμοιαζε να ασθμαίνει ή να καταδιώκεται, ποιος ξέρει από ποιον άδηλο εχθρό. Με την επιστροφή μου όμως στην Ελλάδα, είχα την αίσθηση ότι ανακάλυψα πάλι το φως. «Το ελληνικό φως», έγραψε ο Χένρυ Μουρ, «είναι, όπως λένε όλοι, κάτι που δεν μπορείς να φαντασθείς προτού βιώσεις.
Στην Αγγλία το μισό φως, κατά κάποιον τόπο, απορροφάται μέσα στο αντικείμενο, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίνει φως σαν να φωτίζεται το ίδιο από μέσα». Άρχισα πράγματι να πείθομαι ότι, όπως τόνιζαν από παλιά οι δάσκαλοί μας και οι ποιητές, το φως είναι συναρτημένο με την Ελλάδα και την μοίρα της. Ακόμα περισσότερο, ότι κουβαλούσα μέσα μου την προσδοκία και την ανάγκη του.
Εδώ, στην Ελλάδα, η διαύγεια του φωτός καθόριζε τον χαρακτήρα του τοπίου και των πνευματικών μας αναζητήσεων. Μια νοητή γραμμή ξεκινούσε από το Απολλώνειο φως της αρχαιότητας, διέσχιζε το «δεύτε λάβετε φως» της Αναστάσεως, και έφτανε μέχρι το «άξιον εστί το φως» του Ελύτη.
Όπως σημειώνει και ο ίδιος ο ποιητής: «Το φως και η ιστορία στην Ελλάδα είναι ένα και το ίδιο πράγμα… το ένα αναπαράγει το άλλο, το ένα ερμηνεύει και δικαιώνει το άλλο, ακόμα και αυτό το κενό που είναι το μαύρο. Πράγματι, λοιπόν: Στην Ελλάδα το φως δεν μεταφέρει απλώς εικόνες και πρόσωπα, δεν είναι μόνον ο αγγελιαφόρος του Σύμπαντος.
Υψώνεται στο επίπεδο του δημιουργού, και με έναν τρόπο μαγικό πλάθει και αναδεικνύει…». Και εδώ θα περάσω τώρα στη μεγάλη αγάπη του προς την Τέχνη. Θυμάμαι, μου το είχε πει πολλές φορές, με τον γνωστό αυτοσαρκασμό – προνόμιο των χαρισματικών ανθρώπων, που τον διέκρινε: «Μύρων, ένα από τα πράγματα για τα οποία μετάνιωσα στη ζωή μου, είναι ότι δεν έμαθα ποτέ ένα μουσικό όργανο».
Και θυμάμαι, πόσες φορές του είχα ανταπαντήσει: «Γιώργο, μα είσαι ένας μουσικός. Η μουσική αναβλύζει από το έργο σου». Και συνέχιζα: «Εξάλλου στη μουσική έχουμε πολλούς εκτελεστές αλλά λίγους ερμηνευτές. Δεν χαίρεσαι που σε συγκαταλέγω στους ερμηνευτές της μουσικής του Σύμπαντος;» Το χαμόγελό του κάθε φορά, βέβαια, δεν ξέρω αν σήμαινε ότι η απάντησή μου τον κάλυπτε πλήρως, σίγουρα όμως, κάπως τον ικανοποιούσε.
Θυμάμαι πέρυσι τέτοιες μέρες που ο Γιώργος είχε μιλήσει από εδώ, είχε διανθίσει την υπέροχη ομιλία του με το τραγούδι «Ο Εφιάλτης της Περσεφόνης», ένα από τα τραγούδια της συλλογής «Τα παράλογα» του Μάνου Χατζιδάκι, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου.
Θα ήθελα απόψε να του το αφιερώσουμε, σε μία ερμηνεία της Μαρίας Φαραντούρη, με τη δική μου συνοδεία στο πιάνο, απόσπασμα από μία συναυλία που δώσαμε τον περασμένο Νοέμβριο στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου. Στη συναυλία αυτή, επίσης, του το είχαμε αφιερώσει. Ακούστε το: Επειδή, ο αγαπητός μου φίλος Λουδοβίκος των Ανωγείων, γνωρίζοντας τη σχέση μου με τον Γιώργο Γραμματικάκη μου έκανε την τιμή να μιλήσω απόψε για εκείνον, είναι αναπόφευκτο να αναφερθώ σε κάποιες ιδιαίτερες αναμνήσεις μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε. Βρισκόμουν στο Βερολίνο, όπου τότε ήμουν τελειόφοιτος στην Μουσική Ακαδημία, στη Διεύθυνση Ορχήστρας. Έλαβα ένα πρωί ένα τηλεφώνημα: «Καλημέρα σας, ο κ. Μιχαηλίδης; Είμαι η Γραμματέας του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Γραμματικάκη. Θα ήθελε να σας στείλει μία επιστολή». Ήμουν πολύ μικρός, απόρησα.
Όταν διάβασα την επιστολή όμως εντυπωσιάστηκα. Με μία ξεχωριστή ευγένεια και έναν ιδιαίτερο σεβασμό, με προσκαλούσε να διευθύνω μία μεγάλη παραγωγή για το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη, στο Ηράκλειο, μια παραγωγή που θα διοργάνωνε το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Μετά γνωριστήκαμε από κοντά. Τότε κατάλαβα, γιατί τον αγαπούν όλοι και ιδιαίτερα οι φοιτητές.
Ήταν πάντα κοντά στους νέους, ίσως γιατί και ο ίδιος ήταν ένας αιώνιος νέος. Αυτή η διάθεση και η δοτικότητά του, χωρίς να το επιδιώξει, ήταν για μένα ένα τρανταχτό παράδειγμα του πώς η μια γενιά εμπνέει την επόμενη, ετοιμάζοντας να της παραδώσει τη σκυτάλη. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως θέλω να του μοιάσω. Τα χρόνια πέρασαν και κρατούσαμε μία επαφή.
Μπορεί να βρισκόμασταν γεωγραφικά μακριά αλλά η ψυχική και πνευματική επαφή ήταν διαρκής. Όταν ανέλαβα, το 2011, Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η συνομωσία των αστεριών και το φως μας έφερε πολλή τύχη. Μετά από λίγο διάστημα, ο Γιώργος Γραμματικάκης ανέλαβε Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Τι ευλογία, τι χαρά, να έχεις ανθρώπους τέτοιου διαμετρήματος, τέτοιους πνευματικούς ανθρώπους, στην κορυφή ενός συλλογικού οργάνου διοίκησης! Η πενταετία αυτή στην Αθήνα, μας έφερε πολύ κοντά – και γεωγραφικά- πλέον.
Κάναμε πολλή παρέα, βρισκόμασταν πολύ συχνά. Πέρα από τον σοφό λόγο, τον εξισορροπητικό ρόλο και την, πολλές φορές, στωική του στάση στα πολύ δύσκολα θέματα που είχαμε να αντιμετωπίσουμε στην Ελλάδα της μεγάλης οικονομικής κρίσης, των απεργιών, της έντονης κοινωνικής αναταραχής, βρισκόμασταν και πολλές φορές εκτός Λυρικής.
Εκεί οι συζητήσεις για την ιστορία, την Τέχνη, ειδικότερα τη μουσική, έδιναν και έπαιρναν. Θυμάμαι ένα βράδυ, σε ένα δείπνο, πίσω από το Κάραβελ στην Αθήνα, είχαμε αφιερώσει όλο μας τον χρόνο στο έργο «Εισαγωγή στη μεταφυσική» του Γερμανού φιλοσόφου Μάρτιν Χάιντεγκερ. Του εξέφραζα το μικρό μου παράπονο γιατί ο Χάιντεγκερ να αφιερώνει δεκάδες σελίδες, εξηγώντας τι είναι το «είναι» και τι είναι το «ον».
Και μου απάντησε: «Μύρων, ό,τι και να πούμε, ο Χάιντεγκερ έχει βάθος σκέψης και ανάλυσης. Σκέψου πόσοι άλλοι έχουν την ικανότητα να γράφουν δεκάδες σελίδες χωρίς να λένε τίποτα…». Κάτι χαριτωμένο τώρα: επρόκειτο, εκείνον ως Αντιπρόεδρο και εμένα ως Καλλιτεχνικό Διευθυντή να μας ξεναγήσουν σε ένα μεγάλο εργοτάξιο για μια πολιτιστική υποδομή.
Μας είχε παραλάβει ένα βανάκι και μαζί μας ήταν και κάποιοι πολιτικοί. Ενόσω λοιπόν εμείς με τον Γιώργο συζητούσαμε τα οράματά μας για τον πολιτισμό, ένας κύριος μπροστά μας φώναζε διαρκώς. Αναγκαστικά διακόψαμε, διότι οι φωνές του υπερκάλυπταν τη συζήτηση που είχα με τον Γιώργο. Η Τροχαία είχε «γράψει» τη σύζυγο του κυρίου και εκείνος έκανε διαρκώς – θα πρέπει να ήταν σχεδόν μισή ώρα- τηλέφωνα σε γνωστούς, προσπαθώντας να διαγράψει το πρόστιμο.
Εγώ είχα θυμώσει με μια ακόμη απεικόνιση κάποιων άσχημων πτυχών στη χώρα μας. Δεν θα ξεχάσω όμως, μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, το πόσο το διασκέδαζε ο Γιώργος. Σε κάποια στιγμή, μου λέει: «Μύρων, είναι απίστευτα διασκεδαστικό όλο αυτό, θα έλεγα σουρεαλιστικό! Σκέφτομαι να το κάνω βιβλίο!».
Και μετά, το καλοκαίρι του 2013, ήρθε η Όπερα της Βαλίτσας, αυτή η ξεχωριστή και τελικά, όπως φάνηκε, ιδιαίτερα δημοφιλής δράση, που σχεδιάσαμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, για να παρουσιάσει την Όπερα Μποέμ του Πουτσίνι, αυτό το μυθικό έργο, όχι μέσα στην πόλη στου Ηρακλείου αλλά στη Μυρτιά, μπροστά από το Μουσείο Νίκος Καζαντζάκης.
Το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν η απρόσμενα μεγάλη κοσμοσυρροή. Μας είπαν, από έναν πρόχειρο υπολογισμό ότι μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 άνθρωποι στο χωριό. Δεν ξέρω πόσο ταλαιπωρήθηκαν εκείνη τη βραδιά. Θυμάμαι όμως τη χαρά του Γιώργου και το πόσο ικανοποιήθηκε το κοινό από το τελικό αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα μιλήσαμε μαζί με τον Γιώργο, σε μια ανοιχτή εκδήλωση, για σύμπαν, φιλοσοφία, μουσική και… Κρήτη.
Αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία μας κοινή εμφάνιση σε ομιλία… Μετά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Πολιτιστικό Συνεδριακό Κέντρο Ηρακλείου, η πνευματική συντροφιά με τον Γιώργο μετατοπίστηκε πλέον γεωγραφικά στην κοινή γενέτειρα πόλη μας, το Ηράκλειο. Η χαρά του για την έναρξη της λειτουργίας αυτού του πυρήνα πολιτισμού ήταν απερίγραπτη.
Δεν θα ξεχάσω: μετά από κάθε εκδήλωση, έβρισκα πάντοτε στο κινητό μου ένα γραπτό μήνυμα. Ήταν μήνυμα χαράς και αισιοδοξίας. Ο Γιώργος Γραμματικάκης καμάρωνε για αυτό το στολίδι της Κρήτης, σαν να ήταν δικό του παιδί. Ναι, ήταν και δικό του παιδί! Ανήκε στον πυρήνα των πνευματικών ανθρώπων της Κρήτης, που οραματίζονταν για δεκαετίες τη δημιουργία και λειτουργία μιας μεγάλης πολιτιστικής υποδομής. Αυτό σύναδε με την κοσμοθεωρία του.
Ένα πολιτιστικό κέντρο θα ήταν ο πολιορκητικός κριός της τέχνης και της διανόησης στο νησί. Ικανοποιούσε την προσδοκία να προσπαθήσουμε να γίνουμε σοφότεροι, ανοιχτόμυαλοι, να αφήσουμε κατά μέρος τα μικρά και να καταπιαστούμε με τις μεγάλες αλήθειες και να διαδώσουμε την ομορφιά της τέχνης.
Βρισκόμουν στην Κροατία πέρυσι, για καλλιτεχνική υποχρέωση, όταν με προσκάλεσε να παρακολουθήσω την ομιλία του εδώ, στο ίδιο σημείο, στα Υακίνθεια 2023. Ήθελε να με φιλοξενήσει, μαζί με την εξαιρετική σύζυγό του, τη σπουδαία Εύα, να περάσουμε μαζί ένα υπέροχο πνευματικό διήμερο. Ανεβαίνοντας μαζί από τα Ανώγεια προς το θέατρο εδώ, Γιώργο, θυμάμαι με πόσο ενθουσιασμό μου μιλούσες για την μετάφραση της Κόμης της Βερενίκης στα αγγλικά που φρόντιζες εκείνο το διάστημα, για τα επικείμενα μακρόπνοα σχέδιά σου και για το περιεχόμενο της ομιλίας σου…
Αυτή η ομιλία του, εδώ, στα Ανώγεια, από την οποία ακούστηκε στην αρχή μικρό απόσπασμα και θα ακούσετε άλλο ένα σε λίγο, έμελλε δυστυχώς να είναι η τελευταία του επί γης. Και το αναφέρω έτσι σχηματικά, διότι είμαι σίγουρος ότι ο Γιώργος Γραμματικάκης, συνομιλεί τώρα, ίσως από καλύτερο σημείο, με τα αστέρια. Μιλάει όμως και στον καθένα μας.
Μας παροτρύνει διαρκώς να βάλουμε φως στη ζωή μας, να γίνουμε σοφότεροι ερευνητές της γης και της ζωής και να δούμε τα μεγάλα θέματα, όχι τα μικρά: την εξέλιξη της κοινωνίας μας, η συνειδητοποίησή μας σε ένα ασφαλές και καθαρό περιβάλλον, τη ματαιότητα των διενέξεων και των πολέμων, την πνευματική πληρότητα στο σύντομο διάβα στον κόσμο αυτό, μέσα από τη φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων, τον πολιτισμό και, ιδιαίτερα, την τέχνη. Γιώργο, μου είχες υποσχεθεί, μετά τη συναυλία στα Υακίνθεια, πως θα πάμε μαζί σύντομα στο Αστεροσκοπείο του Σκίνακα να δούμε μαζί τους γαλαξίες και τα αστέρια.
Ήταν η μόνη σου υπόσχεση που δεν μπόρεσες να εκπληρώσεις, διότι ο Αύγουστος του ΄23 τα έφερε αλλιώς. Σου υπόσχομαι όμως, πως θα πάρω μαζί μου μερικούς νέους ανθρώπους, που πάντοτε υποστήριζες, και θα πάμε στον Σκίνακα. Όταν θα βάλω τα μάτια μου στο τηλεσκόπιο, είμαι σίγουρος πως θα σε δω.
Τότε, θα κάνουμε μια χειραψία στο φως! Θα σε δω να μας χαμογελάς και να μας ρωτάς: «Παιδιά, είστε έτοιμοι να διαβάσετε το επόμενο βιβλίο μου;». Σας ευχαριστώ πολύ!