Σε ηλικία 86 ετών, ο Γιάννης Φέρτης έφυγε από τη ζωή. Ο σπουδαίος ηθοποιός από το χωριό Δάφνη της Φθοιώτιδας, τα πρώτα χρόνια της ζωής του βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα. Κρεοπώλης ή ηθοποιός;
«Εδώ είναι μια δουλειά συνόλου, ακόμα και βλάκα να σε θεωρούν, κάνε το κορόιδο»
Στην πραγματικότητα αυτό το δίλλημα δεν υπήρξε ποτέ. Πιο πολύ ήταν ένα τέχνασμα που είχε επινοήσει ο ίδιος ώστε να πείσει την μητέρα του να γίνει ηθοποιός, αντί να ακολουθήσει την οικογενειακή επιχείρηση, καθώς εκείνη ήθελε να τον δει στα έδρανα του πανεπιστημίου, όπως τον αδερφό του, που σπούδαζε στην Ιατρική. Όμως εκείνος δεν γοητεύονταν από την ανώτατη εκπαίδευση.
«Δεν πρέπει να σκύβω το κεφάλι, δεν πρέπει να γλύφω»
Ο πατέρας του διατηρούσε χασάπικο στην Βαρβάκειο μαζί με τα πέντε αδέλφια του. Όμως ο Γιάννης Φέρτης από τα 16 του ακόμα χρόνια, θεωρούσε τον εαυτό του «πολύ ψωνισμένο» με το θέατρο, όπως συνήθιζε να λέει.
Αγόραζε θεατρικά έργα και φανταζόταν τον εαυτό σου ως άρχοντα του θεατρικού σανιδιού. Διάβαζε σαιξπηρικά έργα, όπου μέσα βρίσκονταν η Οφηλία και πριν κοιμηθεί, σκέφτονταν «Θα πάω κάποια φορά σε οίκο ανοχής και εκεί θα είναι μια νέα κοπέλα από χωριό, θα την ερωτευτώ και θα την παντρευτώ». Παρόλο που δεν πήγε ποτέ του.
Παράσταση «Ήρωες»
Ονειρεύονταν έναν έρωτα βουκολικό, καθώς αγαπούσε πολύ τον δικό του τόπο καταγωγής. Στο παιδικό του μυαλό, θα έπαιρνε μαζί του ένα κορίτσι που κάποιοι εκμεταλεύτηκαν και θα ζούσαν μαζί αγαπημένοι. Όχι με την σκέψη ότι θα την σώσει, διότι όπως έλεγε θα ήταν και εκείνος ευτυχισμένος.
Στα πάρτυ της γειτονιάς, τα κορίτσια και τα αγόρια χόρευαν και έπειτα του φώναζαν δίχως όμως παιχνιδιάρικη διάθεση: «Και τώρα ο Γιάννης να μας απαγγείλει και τώρα ο Γιάννης να μας απαγγείλει»
Στα πρώτα του βήματα προς την επιτυχία, είχε θεοποιήσει το «όχι». Όμως η αμφισβήτηση του, ήρθε πολύ γρήγορα. Όπως ο ίδιος αφηγήθηκε στην εκπομπή «Προσωπικά» της ΕΡΤ με την Έλενα Κατρίτση: «Είχα μια διάθεση και μια σκέψη ότι δεν πρέπει να κάνω υποχωρήσεις, δεν πρέπει να σκύβω το κεφάλι, δεν πρέπει να γλύφω» ως καινούριος [ηθοποιός]. Έφτανα ώρες ώρες δηλαδή να φέρομαι και λίγο παιδικά, με την έννοια ότι μπορεί να τσατιζόμουν και αντιμιλούσα. Μετά από δύο τρία χρόνια είπα τέρμα. Εδώ είναι μια δουλειά συνόλου, ακόμα και βλάκα να σε θεωρούν, κάνε το κορόιδο».
Σε πόσα «δεν» όμως, κατάφερε ο σπουδαίος θεατράνθρωπος να παραμείνει πιστός; «Δεν ξέρω αν έχω καταφέρει να τηρήσω πολλά από όλα όσα σκεφτόμουν, τουλάχιστον σε σχέση με το θέατρο». Σην ζωή του, σίγουρα δεν τήρησε όλα τα πρέπει. Κάποιες στιγμές, έκανε απιστίες και μετανιωμένος έλεγε «τι βλακεία έκανα», όπως ανέφερε κάποτε ο ίδιος.
Η Ηλέκτρα
Συμμετέχοντας στην πρώτη του ταινία, [στης οποία το cast συμπεριλαμβάνονταν η η Ξένια Καλογεροπούλου, η Μάρθα Βούρτση και ο Στέφανος Ληναίος], έμελλε να γνωριστεί με την ηθοποιό και θεατρική συγγραφέα Ξένια Καλογεροπούλου, με την οποία παρέμεινε παντρεμένος για εννέα χρόνια [1963–1972].
Η μετέπειτα παρουσία του στην έβδομη τέχνη ήταν συλλήβδην αξιοσημείωτη. Το 1962 έπαιξε πλάι στην σπουδαία Ειρήνη Παππά, στην ταινία Ηλέκτρα, μία από τις γνωστότερες παραγωγές της Φίνος Φιλμ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Η Ηλέκτρα βασίστηκε στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Υπήρξε υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας την ίδια χρονιά, ενώ κατάφερε να αποσπάσει το βραβείο καλύτερης κινηματογραφικής μεταφοράς στο Φεστιβάλ των Καννών.
Εκείνη την εποχή, ο διεθνής τύπος προσκύνησε το κινηματογραφικό μεγαλείο του Κακογιάννη, με τους New York Times, να γράφουν «εκθαμβωτική εκμετάλλευση του κινηματογραφικού μέσου που μετουσιώνει το χρυσάφι της προφορικής ποίησης σε μια άλλη μορφή τέχνης», ενώ για τη Le Monde «ήταν ένα εκπληκτικό κατόρθωμα, μια ταινία συγκλονιστική, που βγάζει από τον καθένα μας ό,τι καλύτερο έχει μέσα του».
Η μουσική επένδυση της ταινίας έγινε από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το σκηνογραφικό και ενδυματολογικό μέρος ήταν έργο του Σπύρου Βασιλείου.
Το Θέατρο Τέχνης
Στο Θέατρο Τέχνης, έφτασε με το αγαπημένο του έργο. Τον Άμλετ. Από τα νεανικά του χρόνια, πήγαινε μονάχος του στον Λυκαβηττό και απήγγελνε. «Να ζει κανείς ή να μην ζει;».
Στα πάρτυ της γειτονιάς, τα κορίτσια και τα αγόρια χόρευαν και έπειτα του φώναζαν δίχως όμως παιχνιδιάρικη διάθεση: «Και τώρα ο Γιάννης να μας απαγγείλει και τώρα ο Γιάννης να μας απαγγείλει». Τότε εκείνος καθόταν στην καρέκλα, τοποθετώντας τα χέρια του στα πόδια του και έλεγε μονολόγους.
Στο Θέατρο Τέχνης, ξεχώρισε. Μόλις έναν χρόνο μετά την εισαγωγή του στη σχολή, ο Κάρολος Κουν, τον έφερε μπροστά από μια αριστουργηματική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Αλέξης Μινωτής και ο Δημήτρης Μυράτ. Αν έκριναν εκείνοι ότι οι ανερχόμενοι ηθοποιοί ήταν αρκετά ταλαντούχοι, τους έδιναν άδεια να ερμηνεύσουν. Ο Φέρτης, την κέρδισε με το υποκριτικό σπαθί του.
Τότε επειδή ήταν νέος, δεν μπορούσε να ενστερνιστεί το πόσο σπουδαίο ήταν αυτό το γεγονός. Ένιωθε περισσότερο ότι το χρωστούσε στον πατέρα του και τη μάνα του οι οποίοι δεν ήθελαν να γίνει ηθοποιός. Όταν είδαν όμως τις επιτυχές του, ησύχασαν.
Παράσταση «Θείος Βάνιας»
Το 1991 όμως θα μπορούσαμε να πούμε πώς ήταν η χρονιά του. Κατάφερε να παίξει τον πολυπόθητο για εκείνον Άμλετ, στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Τον οποίον θαύαζε. Για τις γνώσεις του, για την γλυκύτητα του, για την εξυπνάδα του.
Ένα γλυκόπικρο αντίο λοιπόν, στον ταπεινό και συνάμα σπουδαίο Γιάννη Φέρτη, που όταν το κοινό τον σύγχαρε για τις υποκριτικές του ικανότητες, λέγοντας του: «Ήσουν σπουδαίος» εκείνος απαντούσε «Όχι δεν είμαι» θεωρώντας πώς ίσως και να υπερβάλλουν.
*Κεντρική φωτογραφία θέματος: Τάκης Εμμανουήλ και Γιάννης Φέρτης στην Ηλέκτρα (1962) | IMDb
πηγή: in.gr