
«Αυτός ο ψηλός, ελαφρά σκυφτός άντρας, με τα μάτια που έκαψαν καρδιές, πάντα λίγο ερεθισμένα από μια μόνιμη αυπνία, αυτός ο λιγομίλητος με τη φιλοπαίγμονα διάθεση, ο ήρεμος και υπαινικτικός στις κρίσεις του, που έβαζε τους συνομιλητές του σε σκέψεις, περιβαλλόταν η δημιουργούσε μίαν απίθανη αύρα. Αυτή ίσως είναι η μόνη που μπορεί να εξηγήσει την αφάνταστη οικειότητα, την τρυφερότητα, την αμεσότητα την έλλειψη της οποιασδήποτε επιτήδευσης στις επιστολές που του απευθύνουν όχι μόνο οι φίλοι του, αλλά και οι διασημότητες που γνώρισε»
Με αυτόν ακριβώς το τρόπο, ο Μάνος Ελευθερίου σκιαγραφεί το Νίκο Γκάτσο.
Ο Γκάτσος υπηρέτησε το λόγο όσο και τη σιωπή. Μια σιωπή αινιγματική και έναν λόγο που με έναν εντελώς μεταφυσικό τρόπο ανανέωνε τη σιωπή. Ο Γκάτσος διέγνωσε εύστοχα τις πλούσιες δυνατότητες της ειρωνείας και του χιούμορ, κομβικά εφόδια της γραφής του ποιητή, και μπροστά στο παρόν και το μέλλον όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες του, είχαν ως κέντρο την ελληνική μοίρα.
«Ο Γκάτσος είναι συνεχώς παρών», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο βιβλίο του Εν Λευκώ, «με μια ελαφρότητα δαιμονική, μαγνητική δύναμη που εξακολουθεί να επηρεάζει όλα τα σωματίδια στη σφαίρα της ελληνικής πνευματικής ζωής,. Η κρυπτικοτητα του είναι συνάμα παγίδα και άμυνα. Ώσπου να καταλάβει κανείς, δοκιμάζοντας να τον πλησιάσει βαθύτερα ότι πήρε λανθασμένο δρόμο, μετατρέπεται κιόλας σε έναν αιχμάλωτο, . Τέτοιοι αιχμάλωτοί του είμαστε όλοι μας, κάτω από το φως της μεγάλης της τρομακτικής δύναμης που διαθέτει»
Τα τραγούδια του Ν.Γκάτσου έχει πει ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι Αμοργιανά, χαρακτηρισμός που δανείζεται ο συνθέτης από την ποιητική συλλογή του Γκάτσου «Αμοργός». «Τραγούδια που κι αυτά είναι ποιήματα», προσθέτει «γιατί ο δημιουργός τους είναι ποιητής. Και σαν ποιητής που είναι, δίνει στα τραγούδια του την διάσταση της ποιητικής διαχρονίας, περα από τα εφήμερα και εύθραυστα, που συνήθως χαρακτηρίζουν τα τραγούδια της μόδας, της επικαιρότητας με την χωρίς μνήμη ψυχή και πνεύμα ύπαρξης»
Στα τραγούδια και την ποιητική του Γκάτσου, αιχμαλωτίζεται ένας ιδιότυπος λυρισμός, τρυφερός και θαρραλέος. Με την καλλιεργημένη ευφυΐα του, ο Γκάτσος κατάφερε να παρακάμψει την επική και την δραματική ποίηση, και να ακολουθήσει μια έμφυτη λυτρωτική ροπή προς το καλό , μίαν αγάπη κι ένα αγκάλιασμα, προς όλα τα γύρω.
Ο Γκάτσος αλλάζει κάθε τόσο θεούς. Όπως γράφει ο Βάρναλης για τον Σολωμό. Αφήνει τον έναν κι ακολουθεί τον άλλον. Δημοτικό τραγούδι, Ερωτόκριτος, λογοτεχνική Ευρώπη. Η πνευματική ευθύνη του Γκάτσου, μπροστά στους άλλους, μπροστά στο παρόν και το μέλλον, αποτυπώθηκε μέσα από την μεγαλοπρέπεια του λυρισμού του, την μελωδικότητα των λέξεων του, και το αριστουργηματικό μεταχείρισιμα του ρυθμού και του στίχου.
«Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του.» θα πει ο Μάνος Χατζιδάκις. «Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων» Προσθέτει. «Των ανθρώπων που δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων. Το τραγούδι μαζί του έγινε λαϊκό γιατί οι λέξεις του έχουν λαϊκή καταγωγή».
«Όταν σκέφτομαι το Νικο Γκάτσο» σημειώνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, «και τον σκέφτομαι συχνά, μαζί με τους σπάνιους στίχους του, θυμάμαι τον άνθρωπο Γκάτσο. Τον όμορφο , ψηλό άντρα, που τον έβλεπα συχνά στη δεκαετία του 50, να ανηφορίζει βιαστικά την Πανεπιστήμιου , φροντίζοντας σχολαστικά να μη πατάει στα σημεία που ενώνονται οι πλάκες του πεζοδρομίου, κι όταν τον ρώτησα κάποτε γιατί το κάνεις αυτό;, μου απάντησε Από λόξα τι άλλο;, Τι χρώμα είχαν τα μάτια του; Γαλάζια μπλε νομίζω, Μεγάλα μάτια, Και έντονα. Ακόμη και τα χρόνια που ο ποιητής δεν μπορούσε να βαδίζει πια βιαστικά, και η πλάτη του ήταν κυρτή, τα μάτια του, τα μαγευτικά, δεν είχαν χάσει τίποτα απ την λάμψη τους, Όπως και τα χέρια του. Που έλαμπαν επίσης. Από ευγένεια».
Κομβικός σταθμός στη διαδρομή του Γκάτσου υπήρξε η ποιητική του συλλογή Αμοργός. Για τον Χατζιδάκι, η Αμοργός αποτελεί το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, μιλάμε για τις αρχές της δεκαετίας του 40. Περιέχει, θα πει ο Χατζιδάκις. βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του μεσοπολέμου. Το έχει γράψει δηλαδή ένας άνθρωπος, που ζει βαθιά τον καιρό του, ενώ συγχρόνως περιέχει βαθιά και την παράδοσή του.