Ο Κωστής Φραγκούλης επί το έργον (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Ψιλάκη)
Ο Κωστής Φραγκούλης επί το έργον (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Ψιλάκη)

Δάσκαλο με φωνάζουνε, τιμητικά οι φίλοι

μα γω μαι ακόμη μαθητής, με πλάκα και κοντύλι.

Μου λένε πως εγίνηκα, ο δεύτερος Κορνάρος

μα κείνος ήταν στρατηγός, κι εγω μαι απλός φαντάρος.

Όπως και ο Κορνάρος, γεννήθηκε στη Σητεία, στο χωριό Λάστρος, στις 7 Νοεμβρίου του 1905. Κι αυτό δεν είναι μάλλον τυχαίο αφού οι ρίμες και οι χιλιάδες μαντινάδες του έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς αριστουργήματα του αυθεντικού κρητικού λόγου.

Ο Κωστής Φρραγκούλης, ο βραβευμένος ΄Ανταίος των Κρητικών Γραμμάτων ‘’έφυγε” πριν από 19 χρόνια, στις 11 Φεβρουαρίου του 2005. Ετάφη όπως ο ίδιος ήθελε στην πολυαγαπημένη του Λάστρο.

Στα 100 ακριβώς χρόνια της ζωής του προσέφερε τα μεγιστα στα Κρητικά Γράμματα, γιατί, όπως είπε ο Νίκος Ψιλάκης στο στερνό ο άνθρωπος που αποχαιρετούμε σήμερα κατάφερε να παίζει με τη ζωή και με τις λέξεις, με την ομορφιά και με τον έρωτα, κατάφερε να διατηρήσει μέσα στην ψυχή του ένα κομμάτι της κοινής κληρονομιάς μας, μια Κρήτη ατόφια κι αμάλαγη, καθαρμένη από κάθε τι περιττό κι ανούσιο κι άσχημο, και στο τέλος να μας πει αφοπλιστικά πως άφησε κληρονόμους του τα πουλιά για να τραγουδούν εκείνα την Κρήτη που έχει εντός του.

Γιατί, ακόμη και τώρα, που αυτή η μεγάλη καρδιά σταμάτησε να χτυπά, ο Κωστής έχει φροντίσει να παραμένει ζωντανή η Κρήτη εντός του, σε ποιήματα, διηγήματα και χρονογραφήματα που θα μας ξαφνιάζουν και εμάς και τους επόμενους”.

“Στα δεκαπέντε του χρόνια -αναφέρει σ΄ένα σύντομο βιογραφικό του ο Μπάμπης Δερμιτζακης-μετακόμισε στο Ηράκλειο, όπου εργάστηκε ως τυπογράφος. Ο πατέρας του δεν τον άφησε να προχωρήσει παραπέρα στα γράμματα, κι έτσι τέλειωσε μόνο το δημοτικό. Το 1929 πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε επίσης ως τυπογράφος. Το 1937 παντρεύτηκε στην Αθήνα την Σοφία Τριαντάφυλλου ή Σπετσιώτη από τη Σαντορίνη και απέκτησαν δυο γιους, τον Στέλιο και τον Γιάννη.

Το 1940 πολέμησε στην Αλβανία. Την κατοχή, με την οικογένειά του,  έζησε στη Λάστρο, αγρότης και γραμματικός της κοινότητας. Το 1946 μετακόμισε οριστικά στο Ηράκλειο, όπου εργάστηκε ως τυπογράφος και αργότερα άνοιξε δικό του τυπογραφείο, το οποίο διατηρούν μέχρι σήμερα τα παιδιά του.

Την πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ανοιχτά φτερά» την τυπώνει το 1930. Θα καθυστερήσει 31 ολόκληρα χρόνια μέχρι να βγάλει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, τα «Δίφορα» (Ηράκλειο, 1961). Μετά από 27 χρόνια, το 1988, θα βγάλει και τη δεύτερη ποιητική του συλλογή, με τον ίδιο τίτλο «Τα δίφορα, βιβλίο δεύτερο». Είναι η συλλογή που θα του δώσει την επίσημη αναγνώριση, με τη βράβευσή της από την Ακαδημία Αθηνών. Μετά από εννιά χρόνια επανεκδίδεται (1997).

Το πεζογραφικό έργο του Φραγκούλη, κυρίως διηγήματα, είναι επίσης πολύ σημαντικό. Έχει δημοσιεύσει τέσσερις ποιητικές συλλογές: Στον κύκλο του μαχαιριού, 1971, Η Κατσιφάρα, χρονικά της μάχης της Κρήτης, 1974, Οργισμένα στάχυα, 1980, Η ρούσικη καμπάνα, 1982, ένα μυθιστόρημα, Το προξενιό του Πολυδώρου, 2000, ενώ υπό έκδοση βρίσκεται ένα ακόμη βιβλίο, Τα κρητικάνθεμα, συλλογή με κρητικές μαντινάδες.

Πολλές μαντινάδες επίσης και ποιήματα του Κωστή Φραγκούλη-Ανταίου έχουν δημοσιευτεί τις τελευταίες δεκαετίες σε εφημερίδες και περιοδικά, κυρίως ως ένθετα, ως ποικίλματα των περίφημων χρονογραφημάτων του ή ακούονται τα τελευταία δέκα – δώδεκα χρόνια από το Ραδιο-Κρήτη μέσα στα μοναδικά ραδιοχρονογραφήματά του που του εξασφάλισαν και τον ζηλευτό τίτλο του αρχαιότερου ραδιοσχολιαστή του κόσμου”.

Το ίδιο ψευδώνυμο χρησιμοποιούσε στη συνέχεια, για 35 έτη στο χρονογράφημα «Λόγοι και αντίλογοι» στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου.

Η στήλη δε αυτή απέκτησε το φανατικότερο αναγνωστικό κοινό, ενώ το ίδιο συνέβη και με τα χρονογραφήματα που έγραφε στην επίσης τοπική εφημερίδα της Ανθούσας Παπαγεωργίου “Ο Δημοκράτης”, με διευθυντή έναν αγαπημένο του φίλο, τον Νίκο Ψιλάκη.

Όπως σημειώνει ο Ηρακλής Καλλέργης: «Ο Φραγκούλης αποτελεί μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στα κρητικά γράμματα. Χωρίς σπουδαία εφόδια «σχολικής παιδείας» πέτυχε, με συνεχή μελέτη και προσπάθεια, να αξιοποιήσει τις έμφυτες ικανότητές του:

Την ευφυΐα, τη συνδυαστική φαντασία και την αναμφισβήτητη ευαισθησία, που τον κάνει να γίνεται ηχηρό όργανο όλων των συγκινήσεων της ζωής· κατορθώνει πάντα να λέει κάτι πρωτότυπο και αναρριπίζει διαρκώς το ενδιαφέρον μας… Η πνευματική του νεότης του επέτρεψε να εισέλθει (δικαιωματικά) «εις των ιδεών την πόλιν», να επιβληθεί δηλαδή στη συνείδηση όλων μας σαν ένας αξιόλογος πνευματικός άνθρωπος».

Για την αξιοθαύμαστη ικανότητα του διακεκριμένου Κρητικού στη σύνθεση της μαντινάδας, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Θεοχάρης Δετοράκης λέει: «Οι μαντινάδες του Κωστή Φραγκούλη χαρακτηρίζονται από πλούσια και ευρηματική φαντασία, λαμπρή εικονιστική δύναμη, επιγραμματική λιτότητα και ομοιοκαταληξία εκπληκτικά πλούσια».

Ο Φραγκούλης -τόνιζε ο διαπρεπής καθηγητής Στέλιος Αλεξίου – είναι ο μόνος συνεχιστής της μεγάλης κρητικής παράδοσης του λόγου και του στίχου, ο μόνος που κατέχει τα μυστικά του κρητικού ιδιώματος και του κρητικού δεκαπεντασύλλαβου.

Πλούτος γλωσσικός, βαθύ και γνήσιο αίσθημα, χωρίς τις συνηθισμένες σε άλλους αισθηματολογίες και γλυκερότητες, σωστή σκέψη και κρίση εκφραστική ακρίβεια και λιτότητα (που δένει με τη σπάνια αλλά όχι βεβιασμένη έκφραση) όλα αυτά υπάρχουν στα κρητικά ποιήματα του Φραγκούλη και στις αριστουργηματικές επιγραμματικές μαντινάδες και φτιάνει με αφάνταστη ευκολία αλλά και τελειότητα. Είχαν την καλή τύχη να ακούσω αυτές τις μέρες ορισμένες από αυτές, απαγγελλόμενες από το στόμα του, με τη σωστή κρητική εκφορά, στο φαρμακείο του Γιάννη Χλουβεράκη, στέκι όχι μόνο σωματικής αλλά και ψυχικής υγείας και λατρείας για την Κρήτη και για τις παραδόσεις της».

Σ’ αυτό το αφιέρωμα της “ Π” γράφουν και θυμούνται δύο από τους πιο κοντινούς του ανθρώπους, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Ψιλάκης και ο φαρακοποιός Γιάννης Χλουβεράκης.

 

Σε επιστημονικό συνέδριο για τον Νίκο Καζαντζάκη
(Από το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Ψιλάκη)

Ο ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙ: «Πήρα να σου πω μια μαντινάδα»

Λάστρος Σητείας, 1997. Ο Κωστής Φραγκούλης μάς ξεναγεί στον τόπο της μνήμης, στα δρομάκια όπου έτρεχε όταν ήταν παιδί, στις εκκλησιές, στα χωράφια. Είναι ήδη 93 χρονών αλλά τον κρατάνε τα πόδια του. Κάθε δρόμος και μια ιστορία, κάθε στενό και μια συνάντηση, κάθε σπίτι και μια μαντινάδα. Η τηλεοπτική κάμερα μας ακολουθεί. Και καταγράφει…

Δική μου πρόταση ήταν. Να πάμε μαζί στον γενέθλιο τόπο, να αρχίσει από κει να ξετυλίγει το νήμα της ζωής του. Και όπως αποδείχτηκε η ιδέα δεν ήταν κακή. Άνοιξε η καρδιά του όταν είδε από μακριά το χωριό.

Είχα την τύχη να βρίσκομαι για χρόνια κοντά του καθώς μοιραζόμασταν το ίδιο γραφείο στην εφημερίδα, τον Δημοκράτη, ούτε δυο μέτρα δεν απείχε το δικό του γραφείο από το δικό μου. Γνώριζα πόσο καταδεκτικός ήταν και πόση καλοσύνη στάλαζε από την κάθε του λέξη, μα εκείνη τη μέρα η φόρτιση τον έκανε να ξεδιπλώσει τις πιο μυστικές πτυχές της ψυχής του. Μιλούσε και προσπαθούσε να κρύψει κάποιο ατίθασο δάκρυ που πρόβαλλε στην άκρη των ματιών του. Κάποια στιγμή, περπατώντας μαζί με τους φίλους και συντοπίτες του Γιάννη Χλουβεράκη (τον ευγενέστατο λόγιο φαρμακοποιό του Κάστρου) και τον ετοιμόλογο δάσκαλο Γιάννη Μαρουκλή τον βλέπω να σταματά, να σηκώνει τα μάτια ψηλά, στις βουνοκορφές που σχεδόν κυκλώνουν τη Λάστρο:

– Από αυτά τα βουνά ξεκινούσε κάποτε η κάθε μου μέρα. Ξυπνούσα και τα κοίταζα. Μέχρι τα δέκα μου χρόνια δεν είχα φορέσει παπούτσι, ξυπόλητα ήταν όλα σχεδόν τα παιδιά. Τότε, στις τελευταίες τάξεις του σχολείου, φόρεσα τα πρώτα μου στιβανάκια. Μα και πάλι όχι κάθε μέρα. «Να τα βάζεις μόνο όταν θα κάνει πολύ κρύο και θα χιονίζει για να μην τα καταλύσεις γρήγορα», μου παράγγειλαν οι γονείς μου. Κι από κείνη τη μέρα παρακαλούσα να δω τα βουνά χιονισμένα για να φορέσω επιτέλους παπούτσια.

Προχωρήσαμε κι άλλο, μπήκαμε σ’ ένα παλιό μονοπάτι. Ήθελε να μας δείξει ένα χιλιόχρονο λιόδεντρο που είχε σημαδέψει τα παιδικά του χρόνια. Με ιερατική ευλάβεια σίμωσε κοντά και αγκάλιασε τον κορμό του λες και συναντούσε κάποιον φίλο που ’χε χρόνια πολλά να τον δει. Δεν με παραξένεψε, ήξερα ότι το είχε συνήθεια να αγκαλιάζει τα δέντρα και κάπου–κάπου να μιλά μαζί τους, έτσι όπως έλεγε μαντινάδες στα πουλιά. Το τεράστιο λιόδεντρο μου φάνηκε σαν καταφύγιο και βρήκα ευκαιρία να τον πειράξω:

– Ερωτικό κρησφύγετο, Κωστή; Εδώ συνάντησες τον πρώτο σου έρωτα;

Γέλασε δυνατά.

–  Όχι εδώ! Στο σχολείο. Το έκαμα και διήγημα. Τότε γνώρισα την Ψεβία, Ευσεβία το κανονικό, ένα όμορφο κοριτσάκι με μάτια που μαγνητίζανε. Φορούσε και ψάθινο καπέλο, πράμα πρωτόγνωρο για τα χωριά μας. Μα δεν ήταν έρωτας κανονικός, ίσως κάτι σαν πρόωρο σκίρτημα. Όλοι οι μαθητές την Ψεβία κοιτάζανε. Το βράδυ της Ανάστασης, όμως, κατάλαβα ότι ο εκλεκτός της ήμουν εγώ γιατί με ξεμονάχιασε πίσω από την εκκλησία και μου έδωσε ένα κόκκινο αυγό και δυο καλιτσούνια.

Είναι ωραίο να συναντάς τους ανθρώπους, και πρωτίστως τους ηλικιωμένους, στους τόπους των παιδικών βιωμάτων. Ανοίγει η καρδιά, δακρύζουν τα μάτια και το συναίσθημα κάνει τον λόγο να κυλά σαν ποτάμι. Είναι τότε που νομίζεις ότι μικραίνουν οι αποστάσεις και συρρικνώνεται ο χρόνος. Ο λαλίστατος Φραγκούλης κάθισε για ώρα στο καφενείο κι όταν ένας συγχωριανός του τον ρώτησε γιατί διάλεξε το επάγγελμα του τυπογράφου, απάντησε με περίσσια ειλικρίνεια:

-Μα δεν το διάλεξα. Μια μικρή αγγελία με έκανε τυπογράφο. Στα δεκαπέντε μου χρόνια πήγα στο Κάστρο μπας και κατάφερνα να μάθω κάποια δουλειά. Μαραγκός, ράφτης, τέτοιες δουλειές. Αλλά επειδή μου άρεσε πάντα το διάβασμα αγόρασα μιαν εφημερίδα, την Ίδη, και στην πίσω σελίδα είχε μια μικρή αγγελία «Ζητείται μικρός δια το τυπογραφείον μας». Αυτή η αγγελία άλλαξε τη ζωή μου.

Ολόκληροι τόμοι θα μπορούσαν να γραφτούν με τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες των χρόνων που συνεργαστήκαμε τόσο στενά, όχι μόνο στην εφημερίδα μα και στο Ράδιο Κρήτη αργότερα, με τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές ενός ποιητή που ανύψωσε την παράδοση σε κανόνα ζωής, που ξυπνούσε με τη μαντινάδα στα χείλη, που καλημέριζε τους φίλους με μαντινάδες, που ήξερε να διαλέγει τις λέξεις και να πλάθει κόσμους πιο όμορφους.

Την πρώτη κιόλας ημέρα της συνεργασίας μας στην εφημερίδα του παρουσίασα τη ρουμπρίκα του καθημερινού του χρονογραφήματος. Ήμουν Διευθυντής Συντάξεως παρά τη νεότητά μου και είχα κοντά μου έναν άνθρωπο με τον οποίο μας χώριζαν πολλές δεκαετίες. Ο Κωστής διάβασε την ρουμπρίκα: «Διά χειρός Κωστή Φραγκούλη» και έμεινε έκπληκτος. «Βαρύ φορτίο βάζεις στις πλάτες μου» είπε. Το αποδέχτηκε. Κι έτσι πορευτήκαμε. Μ’ έναν τίτλο βγαλμένο από τη βυζαντινή μας παράδοση.

Όταν τέλειωνε με το χρονογράφημα της ημέρας καθόμασταν και άρχιζε το παιγνίδι της μνήμης. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου και απορούσα πώς μπορούσε να θυμάται τόσο ζωντανά τη ζωή στην αγαπημένη του Λάστρο. Ήταν για μένα, τον νεαρό τότε, μεγάλο σχολείο η συντροφιά του, καθώς είναι και σπάνια τύχη να έχεις κάθε πρωί δίπλα σου έναν άνθρωπο που, εκτός από την έμφυτη ευγένεια και καλοσύνη, ακτινοβολούσε και στόλιζε τον κόσμο με ποίηση.

Εκείνα τα χρόνια συνέλεγα υλικό για το βιβλίο μου «Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, έθιμα στον κύκλο του χρόνου». Ο Κωστής ήταν ο στέρεος κρίκος που συνέδεε τις εποχές, η μεγάλη κιβωτός της μνήμης. Από εκείνον άκουσα για πρώτη φορά για τις εθιμικές μεταμφιέσεις στην Κρήτη του 1900 κατά την ημέρα των Φώτων, από εκείνον έμαθα τη γιαλίτικη κρεατόσουπα που μαγείρευαν οι Στειακοί στον Μόχλο στη γιορτή της Ανάληψης με θαλασσινό νερό, από εκείνον έμαθα τη θριγιομαγεριά – έτσι λέγανε κάποτε τους ντολμάδες – και τόσα άλλα. Κι επειδή ήταν τόσο ζωντανές οι αφηγήσεις του, ήταν σαν να ζούσαμε σε άλλες εποχές ή να βλέπαμε μια καλογυρισμένη κινηματογραφική ταινία με στιγμές από το μακρινό παρελθόν.

Και κάθε φορά γυρίζαμε στη δεκαετία του ’20, στα πρώτα χρόνια μετά την  εγκατάστασή του στο Κάστρο. Μαθητευόμενος τυπογράφος ήταν ο Κωστής. Τότε δεν υπήρχαν ούτε διαδίκτυα, ούτε τέλεξ, ούτε καν τηλέφωνα. Περίμεναν οι δημοσιογράφοι το καράβι, που ερχόταν σε ακατάστατες ώρες, γύρω στα μεσάνυχτα, ξενυχτούσαν μέχρι να φέρει τις αθηναϊκές εφημερίδες, να διαβάσουν τι γινόταν στον κόσμο και να το γράψουν στις δικές τους σελίδες. Τότε ήταν που έλαμψε το άστρο του Κωστή Φραγκούλη και τη μαρτυρία την οφείλω σ’ έναν άλλον πρωτομάστορα της κρητικής τυπογραφίας, τον Γιάννη Ασπραδάκη, συνομήλικο του Φραγκούλη με τον οποίο έτυχε να συνεργαστώ στα τελευταία – τελευταία χρόνια της επαγγελματικής του ζωής, γύρω στο 1980–81, όταν είχε πατήσει τα 77 του χρόνια και ακόμη δούλευε στα πιεστήρια (σπουδαίος καλλιτέχνης κι ο μακαρίτης ο μπάρμπα Γιάννης).

Έπαιρνε, λοιπόν, ο Κωστής την εφημερίδα, έπαιρνε και το συνθετήριο κι έγραφε κατευθείαν την είδηση, χωρίς να χρειάζεται χειρόγραφα και δημοσιογράφους. Δεν ξέρω πόσοι μπορούν να καταλάβουν σήμερα πόσο δύσκολο ήταν αν δεν ξέρουν τι είναι συνθετήριο. Η τυπογραφική κάσα περιείχε όχι 24 στοιχεία, όσα είναι τα γράμματα του αλφαβήτου, αλλά γύρω στα 100 κι ακόμη περισσότερα.

Άλφα πεζό, άλφα κεφαλαίο, άλφα με οξεία, με βαρεία, με ψιλή, με δασεία, με ψιλή και οξεία, με ψιλή και περισπωμένη, με περισπωμένη και υπογεγραμμένη, φανταστείτε έναν ολόκληρο λαβύρινθο. Έτσι στοιχειοθετούνταν τότε τα βιβλία σχηματίζοντας αράδες πάνω σε ένα μεταλλικό εργαλείο – αυτό το εργαλείο λεγόταν συνθετήριο. Και ο Φραγκούλης είχε τη μοναδική ικανότητα να γράφει κείμενα απ’ ευθείας. Δεν ξέρω αν υπάρχει καταγεγραμμένο κάπου αλλού παρόμοιο φαινόμενο.

Τα τελευταία του χρόνια μιλούσαμε στο τηλέφωνο σχεδόν κάθε βράδυ.

– Πήρα να σου πω μια μαντινάδα…

Έτσι, για μια μαντινάδα τηλεφωνούσε. Για να μοιραστεί τη χαρά της ποίησης. Θησαυρός αληθινός οι μαντινάδες του. Κρίμα που δεν τις έγραφα!

Κόντευε να πατήσει τα 100 όταν τον ρώτησα για την Ελλάδα της τρίτης χιλιετίας μετά Χριστόν. Σ’ όλη τη χώρα ετοίμαζαν φιέστες για το μιλένιουμ κι εκείνος παρακολουθούσε με σκεπτικισμό.

– Η Ελλάδα βιάζεται, βιάζεται πολύ… Και πάνω στη βιασύνη της σβήνει τα χνάρια του χτες…

– Και η Κρήτη;

– Βιάζεται κι αυτή. Κι απάνω στη βιασύνη της ξεστρατίζει.

Σταμάτησε για λίγο, αναστέναξε. Και ξεφούρνισε σαν αχνιστό προζυμένιο ψωμί τη μαντινάδα:

Λαθροκυνήγι, μπαλωθιές, ζωοκλοπή, χασίσι

το νάμι και τη λεβεντιά τση Κρήτης έχουν σβήσει…

 

Ο Κωστής Φραγκούλης και ο Νίκος Ψιλάκης ετοιμάζουν με τον λογιστή της εφημερίδας «Δημοκράτης» κ. Δημοσθένη Στιβακτάκη, ένα πρωταπριλιάτικο αστείο που άφησε εποχή. Εξού και η άσπρη ιατρική ποδιά που φοράει ο κ. Στιβακτάκης. (Από το φωτογραφικό αρχείο του Νίκου Ψιλάκη)
Ο Κωστής Φραγκούλης και ο Νίκος Ψιλάκης ετοιμάζουν με τον

Τα βραβευμένα Δίφορα

Αγάπη που ’ρθει πάρωρα σα μήλο δίφορό ’ναι,

απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε

Κορυφαίο έργο του είναι τα Δίφορα, μια δίτομη συλλογή ποιημάτων σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους γραμμένους στην κρητική διάλεκτο.

Το έργο αυτό θεωρείται από πολλούς εφάμιλλο του Ερωτόκριτου του Κορνάρου. Για τα Δίφορα, ο Φραγκούλης τιμήθηκε το 1990 με το βραβείο Σωτηρίου Ματράγκα από την Ακαδημία Αθηνών. Οι ρίμες και οι χιλιάδες μαντινάδες του Κωστή Φραγκούλη, έχουν χαρακτηριστεί από τους ειδικούς, αριστουργήματα του αυθεντικού κρητικού λόγου με πλούσια και ευρηματική φαντασία, λαμπρή εικονιστική δύναμη, επιγραμματική λιτότητα και ομοιοκαταληξία εκπληκτικά πλούσια.   Το τραγούδι “Βοσκαρουδάκι Αμούστακο” που κυκλοφόρησε από τον δάσκαλο της κρητικής μουσικής Ρεθεμνιώτη λυράρη Κωστή Μουντάκη στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε ένα δισκάκι βινυλίου 45 στροφών είναι μια διασκευή του στο ποίημα του Κωστή Φραγκούλη (Ανταίου) με τίτλο “Αποθυμιά”, μέσα από τη συλλογή “Τα Δίφορα”.

Τα “Δίφορα” κυκλοφόρησαν σε τρίτη έκδοση  από τη Στέγη Βιτσέντζος Κορνάρος. Έγινε  μάλιστα προσπάθεια να μοιάζει όσο γίνεται περισσότερο στις προηγούμενες εκδόσεις που ο Κωστής Φραγκούλης είχε στοιχειοθετήσει στο τυπογραφείο του.

Περιέχουν  τον πρόλογο του αλησμόνητου διακεκριμένου φιλόλογου Μενέλαου Παρλαμά, φίλου του ποιητή ενώ στην τελευταία αυτή έκδοση  τον πρόλογο γράφει η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη.

Τα βραβευμένα Δίφορα
Εξού και η άσπρη ιατρική ποδιά που φοράει ο κ. Στιβακτάκης.

Η διαθήκη μου

Σαν αποθάνω στα πουλιά παραγγελιά θα κάνω

να ‘ρχονται να καθίζουνε στον τάφο μου απάνω

στα κυπαρίσσα, στο σταυρό, στην πλάκα, όπου θένε

τα δεν μπορώ να λέω μπλιο, εκείνα να τα λένε…

πως είν’ ωραία η ζωή, οι ομορφιές του κόσμου

η ομορφιά κι ο έρωντας, η Κρήτη που ‘χω εντός μου. 

Όσοι περνούν να το γροικούν από τους γύρω δρόμους

να μάθουν ότι τα πουλιά αφήνω κληρονόμους.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΛΟΥΒΕΡΑΚΗΣ: «Ο επί μισό αιώνα αχώριστος φίλος μου»

Ένας από τους ανθρώπους που ήταν στον άμεσο κύκλο του Κωστή Φραγκούλη ήταν ο Φαρμακοποιός Γιάννης  Χλουβεράκης, συνεργάτης της “Π”.

Εκεί στο φαρμακείο που λειτούργησε για δεκαετίες στο κέντρο της πλατείας των Λιονταριών του Ηρακλείου μαζευόντουσαν σχεδόν κάθε μέρα σημαντικά ονόματα της πνευματικής ζωής του τόπου – Μουρέλλος, Σπανάκης, Σταυρινίδης, Πλατάκης, Παρλαμάς, Γιανναδάκης, Αλεξίου κ.α.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΛΟΥΒΕΡΑΚΗΣ
“Τύχη αγαθή, έγραφε σε άρθρο του στο ΑΛΚΜΑΝ-ο Κωστής Φραγκούλης επί μισό αιώνα ήταν αχώριστος φίλος μου. Κάθε πρωί ερχόταν στο φαρμακείο μου, με το αυγό της ημέρας: μια μαντινιάδα.

Μια ρίμα κάθε ταχινή έχω γι’ αντίντερό μου

κι αν δεν την πω, σα να ξεχνώ να κάμω το σταυρό μου.Μέρα που δεν ακούγεται στην Κρήτη μαντινιάδα συννεφιασμένη φαίνεται κι ας είναι και λιακάδα.

Ώσπου νάρθει ο Φραγκούλης τ’ όνομά του έπαιρνε κι έδινε. Ήταν περιζήτητος στην παρέα, πρόσχαρος, ευφυολόγος και χωρατατζής. Όλοι μαζί σχολιάζαμε την επικαιρότητα και παίρναμε μια δόση αρκετού γέλιου.

Γευόσουν τον στίχο του, σαν μέλι, σαν σταρένιο ψωμί, σαν «δώρημα τέλειον».

Ο κ. Χλουβεράκης παραχώρησε στην “Π” με αφορμή τα 19 χρόνια της απουσίας του Κωστή Φραγκούλη ένα μέρος του λόγου που εκφώνησε στην γενέτειρα του καλού του φίλου με τίτλο “Κωστής Φραγκούλης -Ανταίος -ο ερωτικός”.

‘’Εξάλλου -όπως αναφέρει ο κ. Χλουβεράκης -ο ερωτικός Φραγκούλης, ανεξάντλητος σε επινοήσεις, όταν παρουσιάζει τα καμώματα του έρωτα σε αιχμαλωτίζει και σε κάνει να γελάς αβίαστα.

Το χιούμορ του Φραγκούλη είναι μοναδικό και τα στιγμιότυπα άπειρα. Θα σας δώσω ένα μικρό δείγμα, γιατί ο χρόνος με λοιδορεί – όπως έλεγε και ο ίδιος.

Στο φαρμακείο μου ζυγίζεται μια μίνι θύελλα με αβυσσαλέο ντεκολτέ και μάξι φούστα. Ο Φραγκούλης «θαυμαστής εκ του συνήθους των καμπύλων και του στήθους», χαϊδεύει με το χέρι το μουστάκι του και με τα μάτια την κοπέλα. Σαν έφυγε με ρωτά:

– Πρόσεξες τη σχισμάδα της φούστας;

– Ναι, του απαντώ, ίσαμε το όρος της Αφροδίτης!

– Δεν είναι όμως άβατον, το ξέρεις και συμπληρώνει:

Μ’ από τη σχισμή τση φούστας τζη ακτίνες θα περάσω

Στ΄απόρρητα του έρωτα πιο εύκολα να φτάσω.

Άλλη φορά ακολουθεί, ως επόμενος πελάτης, μια νεαρή ύπαρξη, κατά την περιγραφή του καλλιπλόκαμος, καλλιπάρειος, καλλίμαστος, καλλίπυγος, καλλίκνημος και νεκταροσταγής, η οποία ζήτησε ένα φάρμακο για την ακμή. Πλησιάζει στον πάγκο και λέει:

– Συγνώμη, εγώ θέλω ένα φάρμακο για την παρακμή!

Άλλοτε βραβευμένος από την Ακαδημία (1990) συναντά μια παλαιά καλλονή «τ’ ανδρωνόμματα θέλγουσα»…

– Συγχαρητήρια! Κύριε Φραγκούλη, μ’ αυτά που γράφετε θα γίνετε Σαίξπηρ!

Και η ατάκα:

– Σεξ είμαι, το πυρ μου λείπει.

– Μα εσύ δεν τρώγεσαι κ. Φραγκούλη

– Μα εσύ τρώγεσαι και καλοτρώγεσαι!

Κι έπρεπε να σε γνώριζα στα είκοσι μου χρόνια

τότε που κελαηδούσανε τση νιότης μου τα’ αηδόνια.

Μα τώρα μπαταλέψανε τση νιότης τα λιξίδια

και με τη σκέψη ξαναζώ τσ’ αγάπης τα παιχνίδια.

Έρως και γέρος, διαφορά έχουνε ένα γάμα

σα λείπει από τον έρω(ν)τα είναι μεγάλο δράμα!

Ασκητικός στη διαβίωση, λαίμαργος των αισθήσεων και των αισθημάτων, στάθηκε νέος και ερωτικός ως τα γερατειά του και αυτοσαρκαζόμενος, λέει, ξεκάθαρα – με περίσσιο θάρρος:

Οι πέρδικες μερώσανε και βγαίνουν στην ποδιά μου,

ποιος να τωσε ντελάλησε για την ανημποριά μου.

Σαν διπλοπαίρνει ο τσιφτές και σφέλνει το καψούλι,

χαιρέτα μου τον πλάτανο, αγαπητέ Φραγκούλη.

Εγώ ‘μαι σαν υφαίστειο απού χει απάνω χιόνια,

και μέσα ντου ανεκυλεί η λάβα ντου αιώνια.

Τα ζάλα μου κοντύνατε μα η όρεξή μου όχι

και πότε – πότε με κεντά του έρωτα η λόγχη.

Κι άμα θα λάχει όμορφη να δω στην προσπάθειά μου

ας είμαι κι εκατό χρονώ, κουλουμουντρά η καρδιά μου.

Και γίνομαι είκοσι χρονώ κι ακόμη κατωτέρω

και ψάχνω να ‘βρω καναπέ δια τα περαιτέρω.

Μα ανέ πάει η χέρα μου εκειά που βάνει ο νους σας

χαιρέτα μου τον πλάτανο, λέω, του κάθενού σας.

Αλίμονο στα νιάτα μας, οπίσω δε γυρνούνε

γιατί ‘ναι μόνο μια φορά, Θε μου καημός απού ‘ναι.

Κι όλοι ζητούνε του Θεού ευρώ σακιά γεμάτα

κι εγώ του κάνω δέηση για μιας πεντάρας νιάτα!

Θα στα ‘δινα μου απαντά γιατί ‘χουνε και χάρες

μα δα τσι μπαταλέψανε και που θα βρεις πεντάρες.

Κι αν τύχει και ρωτήξετε τι κάνει ο Ανταίος

στο δρόμο έχασε το Αν κι έμεινε σ΄όλα Τέως.