Στις 9/21 Φεβρουαρίου 1857 ο Σολωμός πεθαίνει στην Κέρκυρα από εγκεφαλική συμφόρηση. Το λιγοστό έως τότε δημοσιευμένο έργο του δημιουργούσε μεγάλη προσδοκία για το αδημοσίευτο αλλά όταν αυτό παρουσιάστηκε από τον φίλο και μαθητή του Ιάκωβο Πολυλά στην περίφημη έκδοση Διονυσίου Σολωμού Τα Ευρισκόμενα, το 1859, προκάλεσε απογοήτευση στο αναγνωστικό κοινό της εποχής, εξαιτίας της αποσπασματικότητάς του. Όχι χωρίς κάποια θλίψη, ο ίδιος ο Πολυλάς διαπίστωνε ότι «τα ευρισκόμενα συγγράμματα μόλις δείχνουν, ναι μεν σημαντικά, αλλά ολίγα και αραιά τα ίχνη, με τα οποία ο ποιητής επροχωρούσε εις απάτητο μονοπάτι μέσα ‘ς τον κόσμο της φαντασίας» (Πολυλάς 1859: νγ’).
Έκτοτε, το σολωμικό έργο εμπλουτίστηκε με κείμενα που είχαν μείνει ανέκδοτα, γνώρισε πολλές και διαφορετικές αναγνώσεις, συνομίλησε γόνιμα με συγγραφείς και απλούς αναγνώστες. Παρά τη μεγάλη βιβλιογραφία που το συνοδεύει, παρά την πρώιμη αναγνώρισή του ποιητή ως εθνικού και την μακρόχρονη συνάρτησή του με την εθνική ιδεολογία, το σολωμικό έργο παραμένει ανοικτό. Καταρχάς, επειδή το ίδιο αντιστέκεται με την ποιητική του σε κλειστές, οριστικές, ερμηνείες. Αρκεί να σκεφτούμε την εντέλει διαφεύγουσα ταυτότητα του τυφλού γέρου στην τιτλοφορημένη από τον Πολυλά Σκιά του Ομήρου καθώς και της Φεγγαροντυμένης γυναικείας μορφής στον Κρητικό ή το αινιγματικό Carmen seculare / Μυστικό δέντρο. Ανοικτό, επίσης, επειδή αντιστέκεται στην παγίωσή του με τον αποσπασματικό χαρακτήρα των περισσότερων ώριμων ποιημάτων και τη ρευστή, δίγλωσση μορφή τους, δοκιμάζοντας αναγνωστικές συνήθειες και εκδοτικές πρακτικές διαμορφωμένες κυρίως με βάση έργα που έλαβαν από τους συγγραφείς τους οριστική μορφή.
Πράγματι, πέρα από τις παγιωμένες κειμενικές μορφές των σολωμικών έργων που μας κληροδότησε η έκδοση των Ευρισκομένων του Πολυλά, η μόνη οριστική έκδοση του ανολοκλήρωτου σολωμικού έργου είναι η έκδοση των χειρογράφων του από τον Λίνο Πολίτη (1964), ο οποία όμως δύσκολα διαβάζεται από τους μη ειδικούς. Συνεπώς, η ανάγνωση του Σολωμού είναι ―και δεν μπορεί παρά να είναι― ουσιαστικά διαμεσολαβημένη ήδη από το επίπεδο της εκδοτικής πρότασης. Δύο φαίνεται πως είναι οι βασικοί τρόποι εκδοτικής διαμεσολάβησης. Ο ένας επιδιώκει, βάσει διατυπωμένων εκδοτικών αρχών και μεθόδων, να παρακολουθήσει και να αποτυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα και σαφήνεια τη σταδιακή κατασκευή του κάθε ανολοκλήρωτου έργου, από την αρχή της επεξεργασίας του μέχρι την εγκατάλειψή του, παρουσιάζοντας στον αναγνώστη μια χρηστική έκδοση που δεν προωθεί το έργο πέρα από εκεί που το άφησε ο ποιητής και ως εκ τούτου διατηρεί, όπου υπάρχουν, τα κενά της σύνθεσης και την εναλλαγή των ελληνικών και των ιταλικών, με παράλληλη μετάφραση στα ελληνικά (π.χ. Τσαντσάνογλου 1982, 1991· Κεχαγιόγλου 1988, 1998· Αγγελόπουλος [1988] 2001· Τικτοπούλου 2003, 2009). Ο δεύτερος τρόπος, επιδιώκει, βάσει της αισθητικής αρχής της ολότητας, ως προϋπόθεσης της λογοτεχνικότητας και της ανάγνωσης, την συμπλήρωση των ημιτελών και αποσπασματικών σολωμικών έργων και την παρουσίαση στον αναγνώστη όσο το δυνατόν απαρτισμένων κείμενων, αποσιωπώντας όσα ενδιάμεσα κενά υπάρχουν καθώς και το ιταλόγλωσσο ποιητικό υλικό (π.χ. Πολυλάς 1859· Πολίτης, 1948, 1955· Αλεξίου [1994] 2007· Βελουδής 2008).
Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ερμηνεία όσο και αυτή καθαυτή η ανάγνωση του ανοικτού σολωμικού έργου φαίνεται ότι απαιτούν ενεργότατη τη συμμετοχή του αναγνώστη, ο οποίος θα συμπληρώσει μόνος του κάθε φορά τα κενά, «travedendo il resto e più ancora» [διαβλέποντας τα υπόλοιπα και ακόμα περισσότερα] (Σολωμός) και θα αναζητήσει την απόλαυση όχι μόνον στην ανάγνωση των τελειωμένων τμημάτων αλλά και στην παρακολούθηση της διαδικασίας σύνθεσης του ποιήματος, όπου άλλωστε έγκειται η ουσία της ιδιαιτερότητας του Σολωμού, της επιτυχίας του φιλόδοξου εγχειρήματός του και συγχρόνως της ανάσχεσης της ολοκλήρωσής του: η (αυτό)κριτική απόσταση με την οποία επεξεργάζεται το θεματικό και ποιητικό υλικό του.
«[…] σε όλα εν γένει τα κείμενα της ώριμης περιόδου του η ανταγωνιστική σχέση του δημιουργού με τον εαυτό του, δηλαδή με την ποίησή του, ο αδιάπτωτος διάλογος ανάμεσα στο έργο και τον στοχασμό περί του έργου, ενέχει τις διαστάσεις μιας συστηματικής και αυθόρμητης, όχι προγραμματικής και εξωτερικής, σύμφυσης της πρόζας της σκέψης στη γλώσσα της ποίησης, η οποία, επειδή ακριβώς είναι συστηματική και αυθόρμητη, υπακούσει στην εσωτερική κύμανση μιας αναγκαιότητας, που συνιστά το ίδιον, την ειδοποιό ουσία, τον σολωμισμό, αν μπορούμε να πούμε έτσι, του Σολωμού και αξιώνει με την επιτακτικότητα μας υπεβατολογικής συνθήκης από το ποιητικό υποκείμενο να αποχωρίζεται διαρκώς το σταθερό έδαφος της τετελεσμένης εκφραστικής προσπάθειας, ανασκοπώντας ως απόλυτος αναγνώστης του έργου του τη διαφορά, την απόσταση, τον δρόμο που είχε να διανύσει για να αναχθεί στην αυτάρκεια της ιδεώδους αισθητικής μορφής, έτσι ώστε το εκάστοτε ποιητικό αποτέλεσμα να αποτελεί προϊόν της δημιουργικής βούλησης του συγγραφέα και συγχρόνως δείκτη της κριτικής του αυτεννόησης, προσωρινή στιγμή διασταύρωσης ανάμεσα σ’ αυτό που έγινε και σ’ αυτό που πρέπει να γίνει, όριο και συνάμα έναυσμα υπέρβασης προς την εκπλήρωση του ιδεώδους. Η ποιητική πράξη ενσωματώνει σταθερά και ελέγχεται από την απαιτητική διαύγεια του κριτικού οφθαλμού συναιρώντας εντός της ασυμπτωτικά, και γι’ αυτό ελλειμματικά, την αντίθεση ανάμεσα στην πρόθεση και την επιτέλεση, ανάμεσα στο επιθυμητό και το πραγματικό, ανάμεσα στην ιδέα της ποίησης και τη συγκεκριμένης της ενσάρκωση. Σχέδια επί σχεδίων, στιχουργικές παραλλαγές, εκφραστικές αναδιφήσεις, τροποποιήσεις, αναδιατάξεις και μετατοπίσεις της ποιητικής ύλης, προπλάσματα ποιημάτων, επεξεργασμένες λιγότερο ή περισσότερο συνθέσεις, σχόλια επί σχολίων, υποδείξεις εις εαυτόν στα ελληνικά και τα ιταλικά, συμπληρώσεις, αφαιρέσεις, διαγραφές, μνείες και παραπομπές σε ιδέες και ρήσεις άλλων συγγραφέων, σχηματίζουν τον αβέβαιο, ρευστό και μεταβαλλόμενο ορίζοντας του εν προόδω σολωμικού έργου, ενός έργου που ενίσταται συνεχώς στον εαυτό του, υποτυπώνοντας, δια μέσου ακριβώς της δυναμικής του ατέλειας, την αναζήτηση μιας ανέφικτης πληρότητας.» (Καλταμπάνος 2004: 286-287)