Απρίλη μου ξανθέ… – Ένα πορτρέτο του Μίκη Θεοδωράκη
Απρίλη μου ξανθέ… – Ένα πορτρέτο του Μίκη Θεοδωράκη

Η κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή του Μίκη Θεοδωράκη είναι θα λέγαμε, η αφήγηση του εικοστού αιώνα. Είναι ο δημιουργός που κωδικοποίησε τους “κανόνες” του ωραίου, είναι ο αθλητής του πνεύματος, που έζησε όπως ο ίδιος έλεγε «μέσα στην ερημία του πλήθους», και στην απέραντη μοναξιά της πνευματικής δημιουργίας.

“Αγκαλιασμένος τη φωτιά πορεύτηκα”, μου είχε πει κάποια στιγμή ο Μίκης Θεοδωράκης, “κι όπως σε ένα βότσαλο στη Μυτιλήνη, είναι χαραγμένη η ιστορία του Αιγαίου, έτσι και η δική μου αγωνία για τον άνθρωπο και τη τέχνη, χαράχτηκε πάνω μου. Πιστεύοντας στους αρχαίους μύθους ρίζωσα στον άνεμο όπως και στο χώμα. Ένα πράγμα δεν έμαθα, από πού ακριβώς ξεκινά η μοναξιά του ανθρώπου…”

Έχει πει κάτι εξαιρετικά εύστοχο ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: “Για τον Θεοδωράκη, η μουσική του είναι πράξη δημόσια και ανάληψη ευθύνης. Κι ακόμη, ότι έκανε ρυθμό τον τρόμο της εποχής μας, τρόμο που πέρασε όχι μόνο από το πνεύμα του, αλλά απάνω στο σώμα του και σφράγισε, χάραξε το σώμα του Μίκη Θεοδωράκη. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος», προσθέτει, «όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, κρούει τις θύρες του αγνώστου και μπορεί καμιά φορά το άγνωστο να μην απαντά, όμως αυτή είναι η γοητευτικότερη και η γονιμότερη, θα έλεγε κανείς, επικοινωνία. Να προσπαθήσεις να εφεύρεις, να ανακαλύψεις ή να υποθέτεις τις απαντήσεις της σιωπής του αγνώστου».

«Ιδιαίτερα χαιρόμουν τις μεγάλες δυσκολίες, τα αδιέξοδα, τους κινδύνους, τα διλήμματα» συνήθιζε να λεει ο Θεοδωράκης. «Τότε που θα έπρεπε να πάρω κρίσιμες και επικίνδυνες αποφάσεις. Και κυρίως να τις πάρω μόνος, με πλήρη και απόλυτη προσωπική ευθύνη. Ένοιωθα τότε σαν να είχα φτερά και να πετούσα ελεύθερος ενάντια σε ανέμους, σε θύελλες και σε… τσουνάμια. Με λίγα λόγια έζησα όπως ακριβώς το σχεδίασα από τα εφηβικά μου χρόνια να ζήσω: Ελεύθερος».

Ο Θεοδωράκης άντλησε δυνάμεις από εκείνη τη μυστηριώδη δύναμη που μας αφήνει άφωνους μπροστά στη θέληση του ανθρώπου που, καθώς φαίνεται, την πολλαπλασιάζουν οι προκλήσεις. Ο ίδιος επισήμανε πολλές φορές στις εξομολογήσεις του, ότι στο βάθος, υπήρξε βαθιά μοναχικός, κι ακόμη ότι η κύρια τάση του υπήρξε η απομόνωση το κλείσιμο στον εαυτό του, γεγονός που τον βοηθούσε να μελετά, να καλλιεργεί τον εαυτό μου και να δημιουργεί αυτά που είχε ανάγκη να δημιουργήσει και που του έδιναν μεγάλη χαρά.

Ο Μίκης πίστευε ότι το μεγαλύτερο αγαθό στον άνθρωπο είναι η ελευθερία. Κι επομένως, το πρώτο και σπουδαιότερο καθήκον είναι να παλεύεις να την κατακτήσεις, κάθε φορά που κάποιοι σου τη στερούν.

«Όταν κλείνω τα μάτια», έλεγε συχνά ο Μίκης Θεοδωράκης, «οι ζωντανές στιγμές από κάθε περίοδο που έζησα, περνάνε, σαν τις σκιές ενός φιλμ. Ακόμα και από τα πιο συνηθισμένα τα πιο ταπεινά πράγματα, εγώ αντλούσα μιαν ανεξήγητη μαγεία που με απογείωνε από την πραγματικότητα όποια κι αν ήταν αυτή».

Ανήσυχος, πνευματικά ακμαίος μέχρι την τελευταία στιγμή του, ο Θεοδωράκης ήξερε να συντονίζεται με τον καιρό του. Όταν δεν έγραφε τραγούδια, φανταζόταν τον εαυτό του να μεταφέρει εμπορεύματα με καΐκι στο Αιγαίο. Έτσι έλεγε.. Να πιάνει λιμάνια και να κάθεται μια βδομάδα (ξεφόρτωμα-φόρτωμα) σε ταβερνίτσες με ωραία παρέα ναυτικών, να είναι φορτηγατζής μεγάλων αποστάσεων. Με στάσεις σε καθορισμένα στέκια σε πολλές χώρες, να χαζεύει, να πίνει και να χορεύει με ωραία παρέα σωφεραίων.

«Πρόκειται για ποταμό σπανίων μελωδιών που έχει βαθιές τις ρίζες του στον αραβικό χώρο κι όχι μόνο στην Κρήτη» θα πει ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Μίκη Θεοδωράκη. Από την Κρήτη πήρε την επική μεγαλοστομία και λεβεντιά που σφραγίζει τους ρυθμούς του. Απ’ τα νησιά του Αιγαίου τη χάρη του και τη λεπτεπίλεπτη δεξιοτεχνία του. Κι από τη βόρεια Ελλάδα τους βαθείς αναστεναγμούς της μουσικής του.

«Το τραγούδι», πίστευε ο Θεοδωράκης, «είναι σαν ένας βαθύς και στέρεος κρίκος που δένει αναμεταξύ τους τούς ανθρώπους… Πράγμα που τους δίνει μαζί με τη σιγουριά κι ένα αίσθημα χαράς, πληρότητας, ευτυχίας. Δείτε τους συνανθρώπους μας πώς δένονται σφικτά, αδερφικά, με τον ομαδικό χορό, με το ομαδικό τραγούδι» υπογράμμισε πολλές φορές. «Κι αυτό γιατί, ο ένας βρίσκει ένα κομμάτι του εαυτού του στον διπλανό του και ασυνείδητα σκέφτεται: “Δεν είμαι μόνος… Δεν φοβάμαι… Μπορώ να ζήσω”».