Αντώνης Λεοντίδης: Έχουμε το γλέντι μέσα μας κι αξίζει να το προστατεύσουμε

Η επαρχία του Μυλοποτάμου στο Ρέθυμνο, κουβαλάει ένα αρνητικό φορτίο τα τελευταία πολλά χρόνια. 

Όμως πόσοι στα αλήθεια γνωρίζουμε κάτι πέρα από τις άσχημες ιστορίες που έχουμε ακούσει και διαβάσει για αυτή την ιστορική επαρχία; 

Φεύγοντας λοιπόν από την… επικράτεια του αρνητικού, θα εστιάσουμε σε ένα καλλιτέχνη με καταγωγή από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, αλλά και μόνιμο κάτοικο του χωριού. 

Οι Μαργαρίτες Μυλοποτάμου είναι ένα χωριό με 150 μόνιμους κατοίκους, το οποίο βρίσκεται στα 300 μέτρα υψόμετρο. Από εκεί έλκει την καταγωγή του, από τη μεριά της μητέρας του ο λυράρης Αντώνης Λεοντίδης

Ο Αντώνης κυκλοφόρησε από περίπου ένα μήνα το νέο του, δεύτερο προσωπικό άλμπουμ με τίτλο «Άσπρουγας». Με αυτό σαν αφορμή, βρεθήκαμε με τον Αντώνη και συζητήσαμε για την μουσική και όλα τα κοινωνικά ζητήματα που ακουμπούν πάνω της. 

Ο «Άσπρουγας» και… πολυσυλλεκτική ομάδα

«Ο “Άσπρουγας” προέκυψε αμέσως μόλις τελείωσα το άλμπουμ Κρυφό, όταν μου ζήτησε ο σκηνοθέτης και φωτογράφος Θοδωρής Μάρκου να γράψω μουσική για ένα ντοκιμαντέρ για έναν Γάλλο κάτοικο του χωριού, τον Ντανιέλ Ντιντιέ» περιγράφει ο Αντώνης Λεοντίδης. 

«Ήθελα κι εγώ να δοκιμάσω κάτι πιο κινητογραφικό. Ήταν η πρώτη μου επαφή με κάτι διαφορετικό. Έχω ένα όργανο που παράγει έναν ήχο και αυτό τον ήχο τον κάνεις ότι θες. Πέρα από την κρητική μουσική που την αγαπώ και την ψάχνω ήθελα να δω τα όρια μου, χωρίς να έχω άλλες σκέψεις γύρω από ένα θέμα».

«Μου αρέσει έτσι κι αλλιώς πολύ η μουσική του κινηματογράφου», συμπληρώνει ο Αντώνης «καθώς από παιδί έβλεπα πολλές ταινίες και στο σπίτι μου βλέπαμε ταινίες κυρίως από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο».

Το κουβάρι λοιπόν του άλμπουμ «Άσπρουγας», αρχίζει και ξετυλίγεται όταν ο Αντώνης γράφει το ομότιτλο τραγούδι, μόνο με λύρα. 

Στο άλμπουμ ο Αντώνης συνεργάστηκε με τον Σκωτσέζο Sol Ligertwood (βιολοντσέλο), την Γαλλίδα Juliette Weiss (κοντραμπάσο) και τον Στέφανο Φλωρά (ούτι). 

Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μαζί;

Το 2023 ο Αντώνης βρέθηκε με τον Sol Ligertwood στο Ηράκλειο και του πρότεινε να συμμετέχει στο άλμπουμ. 

Και οι υπόλοιποι συνεργάτες; 

«Είχε τύχει να βρεθώ στο Παρίσι για να παίξουμε εκεί με τον μουσικό Χάρι Λαουρέισεν που παίζει λαούτο. Ο Στέφανος μας είχε φιλοξενήσει τότε. Μέσω του Στέφανου γνώρισα και την Juliette. Μου αρέσει πολύ αυτή η πόλη και ένιωσα κάτι ότι θα έχει πολύ ενδιαφέρον να φτιάξω εκεί το άλμπουμ. Στο Παρίσι υπάρχει μια ελευθερία, δεν υπάρχει πλαίσιο, κάτι που ευνοείται από την πολυπολιτισμικότητα του μέρους». 

Κάπως έτσι η μελλοντική ομάδα βρέθηκε μαζί. Το demo του άλμπουμ έγινε στην Κρήτη και τον Μάιο στο Παρίσι ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση όπως ακριβώς το είχε οραματιστεί ο Αντώνης. 

Για το πώς έδεσε ένα σχήμα με ανθρώπους από διαφορετικές κουλτούρες ο Αντώνης απαντάει: «Ο τόπος που έχει γεννηθεί κάποιος και έχει μεγαλώσει, δημιουργεί αναμφίβολα μια συνθήκη, παρότι ζούμε σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Η μουσική ωστόσο δημιουργεί το περιβάλλον για να ξεπεράσεις τις πολιτισμικές διαφορές».

Τα γλέντια ως κουλτούρα

Πηγαίνοντας σιγά σιγά στα πιο «βαθιά νερά» της συζήτησης μας, η ερώτηση είχε να κάνει με την κουλτούρα του γλεντιού στην Ελλάδα. 

Καταρχάς λέει ο Αντώνης «είναι πολύ θετικό υπάρχουν πάρα πολλά γλέντια και στην Κρήτη και στην Ελλάδα, είναι κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Δεν υπάρχει -εύκολα- στην Ευρώπη αυτή η συνθήκη, του να κάνεις δηλαδή μια μουσική εκδήλωση για παράδειγμα στην πλατεία ενός χωριού μέχρι το πρωί. Και αυτό γίνεται σε πολλά χωριά. Είναι εντυπωσιακό για τον σύγχρονο κόσμο ότι έχει διατηρηθεί το γλέντι και το πανηγύρι».

«Είναι πολύ σπουδαίο ότι νιώθουμε την ελευθερία να το κάνουμε, αλλά και ότι έχουμε μέσα μας» σχολιάζει ο Αντώνης.

Τα κακώς κείμενα (όπλα, αλκοόλ) των γλεντιών στην Κρήτη

«Δεν είναι ο ρόλος μου να σχολιάσω την αισθητική, ειδικά ενός κόσμου που αντιλαμβάνεται αυτό ως μια γνήσια λαϊκή μορφή έκφρασης. Η αισθητική έτσι κι αλλιώς δεν έρχεται πρώτη, αντίθετα διαμορφώνεται μέσα από την πολιτική και την κοινωνική υπόσταση του καθενός. Το θέμα όμως είναι κοινωνικό και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Δεν αποτελεί αισθητική άποψη το να έχει κάποιος ένα όπλο στο γλέντι».».

«Αυτό για το οποίο έχει ευθύνη ο κάθε μουσικός είναι η πολιτική και η κοινωνική του υπόσταση. Ο καθένας μας αντιλαμβάνεται την κρητική μουσική αλλιώς και γι’ αυτό είναι τόσο πλούσια. Και αυτό είναι καλό που υπάρχει, αλλά από τη στιγμή που έχεις ένα δημόσιο λόγο και μια δημόσια επιρροή γιατί παίζεις σε ένα γλέντι, επηρεάζεις τη λαϊκή βάση, γίνεσαι πρότυπο και εκείνη την στιγμή η ευθύνη σου δεν είναι μόνο η μουσική».

Και προσθέτει ο Αντώνης: «Θα ήταν καλό να συζητούσαμε όλοι όσοι παίζουμε σε γλέντια, οι λυράρηδες οι λαουτιέρηδες και ειδικά αυτοί που μπορούν να αλλάξουν πράγματα. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι και οι άνθρωποι που θέλουν το γλέντι, όλοι αυτοί που ζούμε μέσα εκεί, πρέπει να το προστατεύσουμε». 

«Όταν οι μαντινάδες που θα πεις έχουν ένα περιεχόμενο “πολεμικό” αυτό δημιουργεί μια συνθήκη, ενισχύοντας ήδη υπάρχοντα κοινωνικά πρότυπα. Είναι πολλοί οι μουσικοί στην Κρήτη, οι οποίοι μπορεί να λένε μαντινάδες που έχουν ένα τέτοιο περιεχόμενο πιο βίαιο, χωρίς απαραίτητα οι ίδιοι να είναι έτσι στην καθημερινότητά τους ή να το υποστηρίζουν»

«Σε δεύτερο επίπεδο όμως, αυτός που έρχεται να τις ακούσει, του δίνεται ουσιαστικά ένα “πάτημα” με τη λογική του ότι αφού στον κοινωνικό μου χώρο αυτό υπάρχει και είναι οκ, άρα μπορώ να το κάνω και στο σπίτι μου και παραέξω. Θέλει προσοχή αυτό».

«Έχει σημασία ο τρόπος που συμβαίνει ένα γλέντι τι θέλεις να καταφέρεις με ένα γλέντι. Όλα γίνονται λίγο διαδικαστικά, απλά για να γίνουν, για να υπάρχουν. Όλα αυτά δημιουργούν ένα κύκλο και όταν πας εκεί τελικά δεν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εκεί, το νόημα του γλεντιού έχει -συχνά- ξεχαστεί»

Ο βαθμός της επιρροής ενός μουσικού στο γλέντι

Υπάρχει μέχρι ένα βαθμό η επιρροή του μουσικού στις συνθήκες ενός γλεντιού. Υπάρχουν και παραδείγματα λυράρηδων όπου είπαν “στοπ” και μπήκε τέλος σε ακραίες συμπεριφορές. 

«Τα όπλα στην Κρήτη» λέει ο Αντώνης «είναι η επιφάνεια του προβλήματος αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ της επαρχίας και των πόλεων. Οι άνθρωποι που μένουν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο, στα Χανιά δεν γνωρίζουν τι πραγματικά συμβαίνει στον Μυλοπόταμο. Η επαρχία μας διαρκώς ακούγεται με αρνητικό πρόσημο που την
περιθωριοποιεί όλο και περισσότερο. Παράλληλα εδώ και χρόνια η Πολιτεία την έχει εγκαταλείψει στους καίριους τομείς της Υγείας της Παιδείας και του Πολιτισμού. Οι εν λόγω διαφορές ανάμεσα στις πόλεις και τα χωριά είναι γιγάντιες».
 

«Η μουσική των γλεντιών από παλιά ήταν ένα γεγονός που συνέβαινε στα χωριά. Εκεί είναι η ρίζα μας. Οι άνθρωποι που σκέφτονται αλλιώς πρέπει με κάποιο τρόπο να επιστρέψουν εκεί. Δεν μπορούν να υπάρχουν αυτές οι τεράστιες πολιτισμικές διαφορές μέσα στην ίδια την Κρήτη. Οι άνθρωποι που έφυγαν από τα χωριά τώρα λογοκρίνουν αυτούς που έμειναν πίσω και τους θυμούνται τα Σαββατοκύριακα. Γι’ αυτό λέω ότι η αισθητική για μένα έρχεται τελευταία. Είναι πλούτος ότι δεν παίζουμε όλοι με έναν τρόπο. Το θέμα είναι
κοινωνικό».

«Πρώτα θα πρέπει να υπάρξει η συνειδητοποίηση ως προς την κοινωνική ευθύνη που ο καθένας έχει απέναντι στους συνανθρώπους του όταν συμμετέχει στο γλέντι. Όλο το πρόβλημα στην Κρήτη σε μεγάλο βαθμό ξεκινάει νομίζω από την διαστρέβλωση της έννοιας της “υποχρέωσης” η οποία για εμένα έχει ένα καλό και ένα κακό πρόσημο. Αντί να λειτουργεί ως συνεκτική δύναμη της κοινότητάς σε χαρές και λύπες μεταφέρθηκε αμιγώς στην αρένα των πελατειακών σχέσεων πάσης φύσεως. Μια από τις αρνητικές συνέπειες αυτού είναι ότι δεν καταγγέλλεται δημόσια καμία συμπεριφορά όσο κι αν στην πραγματικότητα κρίνεται μη ανεκτή από τον κόσμο».

Ένα καίριο ζήτημα σύμφωνα με τον Αντώνη Λεοντίδη, είναι ότι χάθηκε η λαϊκή συνέχεια της γνώσης. «Πλήττεται η συνέχεια της λαϊκής τέχνης στο σύνολο της, καθώς έφυγε η γνώση από τη λαϊκή βάση». 

«Το πώς θα επιστρέψει η γνώση στη λαϊκή βάση είναι ένα πρόβλημα και δεν ξέρουμε και με ποιο τρόπο μπορεί να γίνει» είναι το επιμύθιο αυτού του κεφαλαίου της συζήτησης. 

Γιατί οι νέοι άνθρωποι στην Κρήτη ασχολούνται τόσο έντονα με την παραδοσιακή μουσική;

Ο Αντώνης εδώ κάνει μια ιστορική αναδρομή, λέγοντας ότι διακόπηκε πολύ γρήγορα ο τρόπος με τον οποία ήταν δομημένη η κοινωνία. 

Μας φέρνει ως παράδειγμα ότι τη δεκαετία του 70-80 στις Μαργαρίτες ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, ήρθε το πλαστικό και σταμάτησαν να παράγονται κεραμικά αντικείμενα. «Η κοινωνία πέρασε μια φάση σοκ», λέει ο Αντώνης. «Ο προηγούμενος τρόπος παραγωγής των αγαθών διακόπηκε υπερβολικά γρήγορα».

Πώς συνδέεται αυτό με το σήμερα;

«Οι νέοι άνθρωποι βρίσκονται σε μια διαδικασία να επιστρέψουν εκεί και αυτό δεν είναι μια διαδικασία απελπισίας. Είναι μια πραγματική αναζήτηση, που έχει να κάνει με το ότι διακόπηκε η ιστορική συνέχεια και όταν αυτό συμβαίνει είσαι εκτεθειμένος σε όλες τις καταστάσεις και φυσικά και σε πολιτικό επίπεδο». 

«Όταν δεν γνωρίζεις πώς ο πρόγονος σου αντιμετώπισε την ίδια συνθήκη, παράδειγμα με έναν κατακτητή, αυτό σε κάνει ευάλωτο». 

«Ο νέος κόσμος αναζητά μια ταυτότητα, που όμως δεν είναι στο πλαίσιο μιας κολλημένης, παρελθοντικής αναζήτησης. Ψάχνει μια πραγματική σύνδεση με την ύπαρξη του. Η μουσική είναι μια απάντηση, γιατί μπορεί να λειτουργήσει ως γέφυρα». 

Η τέχνη δεν είναι δουλειά

«Θεωρώ ότι δεν υπάρχει ένα σωστό πλαίσιο, ώστε οι καλλιτέχνες να ασφαλιστούν, να πληρώνουν μια λογική τιμή τον μήνα για παράδειγμα και να κάνουν την δουλειά τους σωστά», αναφέρει ο Αντώνης Λεοντίδης. 

«Αυτή η έλλειψη θεσμικού πλαισίου, έχει δημιουργήσει και την αίσθηση που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι ότι το να είσαι μουσικός δεν είναι επάγγελμα, ακριβώς γιατί νιώθουν ότι δεν μπορείς να ζήσεις από αυτό». 

«Πάντα στην ερωτηση τι δουλειά κάνεις και η απάντηση είναι “είμαι μουσικός”, ακολουθεί και δεύτερη ερώτηση».

Οι Μαργαρίτες και η πρώτη επαφή με λύρα

Ο Αντώνης Λεοντίδης έπιασε πρώτη φορά λύρα στα χέρια του όταν ήταν 9 χρονών και πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Πάνος Κότσης, στο Σύλλογο Κρητών Παλαιού Φαλήρου. 

Ο επόμενος του δάσκαλος και για σειρά ετών μέχρι και που τελείωσε το σχολείο, ήταν ο Γιώργος Σκορδαλός, ο οποίος λειτούργησε μάλιστα και ως μέντορας για τον ίδιο. Μας λέει χαρακτηριστικά ότι ερχόταν και τον έπαιρνε από το φροντιστήριο για να κάνουν μάθημα.

Η επαφή που διατήρησε με τις Μαργαρίτες, ήταν η πιο.. κλασική που είχε ένα παιδί, δηλαδή οι επισκέψεις στο χωριό και στους συγγενείς. 

Όταν ο ίδιος ως ενήλικος άρχισε να βλέπει ότι η Αθήνα δεν του ταιριάζει, άρχισε να κάνει τις πρώτες του μουσικές επαφές στην Κρήτη όπου συνέχισε τα μαθήματα με πολύ σημαντικούς μουσικούς δασκάλους που διαμόρφωσαν και την τελική του απόφαση να κάνει επάγγελμα του την μουσική.

Στα 20 του, παίρνει την απόφαση να επιστρέψει στο χωριό. Περιγράφει ότι τον χειμώνα στο χωριό είναι έρημα, αλλά το καλοκαίρι παίρνει ζωή. Αυτήν την αλλαγή που όλοι γνωρίζουμε, λόγω του τουρισμού. 

Μια σημαντική εργασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στη μουσική ζωή του Αντώνη Λεοντίδη είναι το «Ιδιόρρυθμο», το οποίο συμβαίνει κάθε Σάββατο στις Μαργαρίτες και συμμετέχουν 25 άτομα. Είναι παιδιά μάλιστα που έρχονται παιδιά από το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο και τα Χανιά.

Είναι όπως μας λέει ένα σημαντικό κίνητρο για τον ίδιο να συνεχίσει να μένει στο χωριό, πέρα από την αγάπη του για τον τόπο και τους χωριανούς του.