Ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές του Αη Γιάννη, αχ πόσα ξέρεις και μου λες…

«Θυμάμαι ακόμα τον ήχο του κλήματος από τις φωτιές που έκαιγαν μόλις βράδιαζε στα σταυροδρόμια του χωριού μου, τις σπίθες που πετιόντουσαν παντού. Τις φωνές και τα γέλια  όλων μας. Μικρά παιδιά κι είχαμε την έννοια να γυρίζουμε τα σπίτια των νοικοκυραίων και να τους ζητάμε τα μαγιάτικα, ξεραμένα πια, στεφάνια ή κοφίνια και παλιά καλάθια  για να τα ρίξουμε στη φωτιά, να γίνει πιο μεγάλη, να φουντώσει να φτάσει η  δύναμή της όσο πιο ψηλά γινόταν.

Γέμιζε ο κόσμος καπνούς, φωνές και γάργαρα γέλια. Ποιος θα πηδούσε πιο ψηλά, ποιος δεν θα ακουμπούσε ούτε για μια στιγμή τη φλόγα. Κανέναν δεν ένοιαζε η μουζουδιά ή το κάψιμο. Η λαχτάρα του κινδύνου, το βραβείο της επιτυχίας και οι μετέπειτα συζητήσεις για τον πιο άξιο ήταν λόγοι για να μην σκέφτεται  κανένας …τίποτα! Παίρναμε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο να πηδήσουμε τρεις φορές, χωρίς να πατήσουμε κανένα κάρβουνο, να ξορκιστεί το κακό, να έχουμε υγεία, να ‘ναι καλή η χρονιά που ζούσαμε ίσαμε τον επόμενο Ιούνη…

Κι  ύστερα μαζευόμασταν στην αυλή της κυρίας Ειρήνης και με μαντινάδες, με γέλια και με πολλά πειράγματα ξεκινούσε η διαδικασία του Κλήδονα με το αμίλητο νερό του. Δεν καταλαβαίναμε ακριβώς τι γινόταν, μας άρεσε όμως που ήταν μαζεμένοι τόσο πολλοί άνθρωποι εκεί… Ιεροτελεστία μεγάλη κι όλοι πείραζαν τα μεγάλα κορίτσια που είχαν πάρει μέρος σ΄αυτό το «δρώμενο» έτσι ώστε να τα κάνουν να μιλήσουν ή να γελάσουν …

Εκείνες όμως περίμενα υπομονετικά και σαν άδειαζε η στάμνα έπαιρναν μια γουλιά νερό, μέσα στο στόμα, «αμίλητο νερό», και έτρεχαν να στηθούν στα παράθυρα ή στην άκρη του δρόμου περιμένοντας να ακούσουν το πρώτο ανδρικό όνομα, ΄που ίσως και να΄ταν ίδιο με τον τυχερό που θα έκαναν ταίρι… Και μύριζε η αυλή ρίγανη  και θυμάρι και ένα σωρό αλλά αρωματικά φυτά. Την επόμενη μέρα έπρεπε να τα μαζέψουμε όλα να τα αποξηράνουμε για τον χειμώνα γιατί εκτός από του Αι Γιαννιού του Φανιστή και Ριζικάρη εμείς τον φωνάζαμε  και  Ριγανά για αυτόν ακριβώς το λόγο. Πόση μαγεία έκτυβε όλο αυτό! Πιστεύαμε στ΄αλήθεια πως από τα σημάδια του Κλήδονα  που διάβαζαν μέσα στο νερό οι κοπελιές θα συναντούσαν τον νέο που αγαπούσαν, που ήθελε η ψυχή τους και την επόμενη  βραδιά θα φανερωνόταν και βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε να πάρουμε μέρος κι εμείς…»*

Κι ήταν  οι φωτιές έθιμο που ξεκίνησε από τα χρόνια της παλαιάς Διαθήκης με τις φρυκτωρίες που πέρασε μετά στο Βυζάντιο κι έμεινε ίσαμε τα νεότερα χρόνια.

Κι έριχναν μέσα εύφλεκτα παλιοσύνεργα της αγροτικής ζωής ή του νοικοκυριού όπως στειλιάρια, κοφίνια, καρέκλες και λουλούδια  όπως σταυρολούλουδα, Μάηδες, βάγια. Και πηδούσαν 3 φορές την φωτιά σε κάποια μέρη της Ελλάδας κι αλλού επτά, τα κορίτσια, για να΄ναι καλή η Τύχη τους. Τέλος έριχναν σκόρδα μοιράζοντας τα «χτένια » τους για υγεία και γεροσύνη.  Αλλού πάλι κρατούσαν μια πέτρα πάνω απ το κεφάλι κι εύχονταν :

Σίδερο η Μέση μου (για τις ώρες του θερισμού)

Πέτρα το κεφάλι μου ( για τους πυρετούς και τις ελονοσίες)

Κι ήταν οι φωτιές οι διαβατάρικες, οι αναφωταρές, οι κάψαλοι, οι καραμουστιές, οι λαμπάδες, οι λούλες, οι ντολοφάγκες, οι φουνταριές…

Κι ήταν οι φωτιές της κάθαρσης αφού δεν υπήρχαν και πολλά απολυμαντικά εκείνα τα χρόνια, ούτε εντομοκτόνα. Και τις άναβαν παντού, όχι μόνο στα βουνά μα και στις ακροθαλασσιές  κι έτσι θα καίγονταν  όλα τα ζουζούνια, οι κοριοί κι όλα τα βλαβερά ζωύφια που συνήθως κρύβονταν σε ένα σωρό παλιά σύνεργα. Οι καπνοί θα τα έπνιγαν κι η ατμόσφαιρα μετά από μια – δυο μέρες, θα καθάριζε, μαζί κι ο τόπος !

Την ημέρα λοιπόν του Αι Γιαννιού  στις 24 Ιουνίου πια, ξυπνούσαν από το ξημέρωμα, αν είχαν κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, φυσικά. Κι είχαν ένα σωρό περάματα να κάνουν. Πρωτ΄από όλα  έπρεπε να παρατηρήσουν τον ήλιο που θα ανέτειλε. Ίσως και να τον έβλεπαν τούτη τη μέρα καλύτερα από τις προηγούμενες να «τρέμει»  γιατί το ταξίδι προς το χειμώνα αφού ζούσαν τις μέρες του θερινού  λιοτρόπιου,  ήταν πια γεγονός κι εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει την πορεία του ….τρεκλίζοντας. Προσοχή όμως κανένας δεν θα κοίταγε τον ήλιο με γυμνό μάτι, μόνο με ένα σκούρο πανί ή γυαλί μπροστά του, γιατί αλλιώς όλα θα χάνονταν.

Του Αι Γιαννιού λοιπόν, σημαδιακή η μέρα, 6 μήνες πριν τη γέννηση του Χριστού η γιορτή του, όπως την όρισε η Εκκλησία μας. Παρετυμολογία του Ονόματος του Γιάννης = Γιαίνω= θεραπεύω, για αυτό και τούτον τον άγιο είχαν όλοι στο μυαλό τους να τον φωνάζουν Ριγανά. Έτοιμη είναι η ρίγανη, ώριμη πια, κι όλα τα θεραπευτικά βότανα έπρεπε να μαζευτούν,να φυλακτούν,  αφού πρώτα έμεναν  όλο το προηγούμενο βράδυ στις ταράτσες και στα αλώνια να αστροφώτιστουν.

Και το πρωί σαν τα μάζευαν όλα, πήγαιναν όσοι είχαν να «ορνιάσουν» τις συκιές τους, δηλαδή να τους κρεμάσουν ορνούς (αγριόσυκα)  για να κρατήσουν την καρποφορία τους. Έβαζαν χώμα στις ρίζες τους και στάχτη από τη φωτιά της παραμονής  για να μην ρίξουν τα φύλλα τους.

Κι είχε σειρά η υπόλοιπη διαδικασία του κλήδονα που  τοποθετούνταν σε σκιερό μέρος νωρίς το πρωί πριν προλάβει να τον δει ο ήλιος. Η μεγάλη τελετουργία άρχιζε αργά το απόγευμα όταν ο ήλιος «βουτούσε» στην νύχτα. Συγκεντρώνονταν όλοι γύρω από την στάμνα κι ένα μικρό παιδί έβγαζε από μέσα  όλα τα ριζικάρια.  Όλα ξεκινούσαν με την καθιερωμένη μαντινάδα:

« Ανοίξετε τον κλήδονα στ Αι Γιαννιού τη χάρη

και πουναι καλορίζικος το μήλο του να πάρει ».

 

Και με μαντινάδες συνεχιζόταν όλη η τελετή μέχρι το τέλος. Ύστερα τα κορίτσια μοιράζονταν το αμίλητο νερό και για τις επόμενες τρεις  μέρες έβαζαν λίγο στο στόμα τους και έβγαιναν στο δρόμο ή στα παραθύρια για  να ακούσουν ένα ανδρικό όνομα κι ίσως να ήταν αυτό  του μέλλοντος συζύγου τους.

Κι οι μαντείες δεν αρκούνταν μόνο στον Κλήδονα. Υπήρχαν κι  άλλες μαντικές τεχνικές που χρησιμοποιούσαν τούτη τη μέρα. Η στάχτη από τα καμένα στεφάνια ή κομμάτι από το κόκκινο πανί ή έριχναν βραστό μολύβι στο νερό για να μελετήσουν τα σχήματά του. Σε άλλες περιοχές πάλι σαν περνούσε η ώρα κι ίσως και την επόμενη μέρα, οι κοπελιές έβγαιναν και πήγαινα σε πηγάδια με ένα καθρέφτη μαζί τους  μήπως και δουν τη μορφή του νιού που θα έπαιρναν για άνδρα τους. Κι αν δεν είχαν αποτέλεσμα, σαν έρχονταν η νύχτα βαθιά, τα μεσάνυχτα, μόνες πια στην δική τους κάμαρη, γυμνές, μπροστά στον δικό τους καθρέφτη, κοίταζαν κι εκεί στα βάθη του σαν σκιά, έβλεπαν τον ποθητό άνδρα… Εκεί μέσα στην απόλυτη μοναξιά, την νυχτιά και την σιωπή, χωρίς ντροπές ή ενοχές, αλλά με την προσμονή και την επιθυμία…

25 Ιουνίου…

Την άλλη μέρα 25 Ιουνίου πια στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς πήγαιναν  σε πηγάδι που βρισκόταν σε δισταύρι και εκεί έκαναν νέες ευχές. Ρίχνανε μέσα όσο  νερό του κλήδονα είχε μείνει  και κάθε  κοπέλα έστεκε  στο χείλος του πηγαδιού κρατώντας έναν καθρέφτη με τρόπο ώστε οι ακτίνες του ήλιου να αντανακλώνται στο νερό, στην επιφάνεια του οποίου σχηματιζόταν το είδωλο του μελλοντικού συζύγου τους.

Έθιμα παλιά, γιορτές που σημάδεψαν πολλές γενιές ανθρώπων και που σήμερα τα συναντάμε να αναβιώνουν μόνο με  φολκλορικό χαρακτήρα. Άρωμα άλλων εποχών, αγνών και πιο ανθρώπινων που πάντα θα αναπολούμε όσοι τα ζήσαμε και θα προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε όσο πιο πιστά μπορούμε στα παιδιά μας και στις επόμενες γενιές.

Πηγές :

Λουκάτος Δ.Σ. Τα καλοκαιρινά, Αθήνα 1981

Μέγας Γ.Α. Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1956

*Μπετεινάκη Ελένη, Λόγια του Αέρα, υπό έκδοση…

Ελ. Ουσταμανωλάκη – Ειρ. Ουσταγιαννάκη, Λαογραφικά Αρχανών Κρήτης, Μορφ. Σύλ. Αρχανών 1969.

Νίκος Ψιλάκης ,Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη, , εκδ. Καρμάνωρ