Η Αστόρια το 1965 με το ξενοδοχείο Capsis υπό ανέγερση
Η Αστόρια το 1965 με το ξενοδοχείο Capsis υπό ανέγερση (φωτό J. Miller, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).
Η Αστό́ρια κατά την πρώ́τη σεζόν λειτουργί́ας της
Η Αστό́ρια κατά την πρώ́τη σεζόν λειτουργί́ας της (αρχεί́ο Καίτης Κιαγιαδά́κη).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο κινηματογράφος διεθνώς περνούσε την πρώτη σοβαρή οικονομική κρίση της ιστορίας του, με βασικές αιτίες τον ανταγωνισμό από την τηλεόραση και τη συνεχή μεταπολεμική άνοδο του βιοτικού επιπέδου, το οποίο δημιούργησε εναλλακτικές μορφές αναψυχής.

Όμως τα χολιγουντιανά στούντιο αντεπιτέθηκαν επιστρατεύοντας την έντονη πολυχρωμία του Technicolor και την ευρυχωρία του Cinemascope, που έκαναν το ασπρόμαυρο τηλεοπτικό τετράγωνο να μοιάζει ανεπαρκές και παρωχημένο. Στην Ελλάδα ο κινηματογράφος αποτελούσε τη μαζικότερη και δημοφιλέστερη διασκέδαση, αφού η τηλεόραση δεν είχε κάνει ακόμη την εμφάνισή της και το βιοτικό επίπεδο θ’ αργούσε μέχρι να φτάσει εκείνο στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο.

Η παραγωγή, η διανομή κι η προβολή κινηματογραφικών ταινιών αποτέλεσαν τρεις εξαιρετικά προσοδοφόρους επιχειρηματικούς κλάδους, με τους οποίους ασχολήθηκε ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, αν λάβει κανείς υπόψη τον βαθμό στον οποίο  επεκτάθηκαν οι κάθε είδους σχετικές δραστηριότητες στην ελληνική επαρχία: από αιθουσάρχες και πλανόδιους μηχανικούς προβολής, μέχρι τοπικούς διανομείς και συνεργεία κατασκευής και μεταποίησης κινηματογραφικών μηχανών.

Ο Ευάγγέλος Χατζά́κης με τον γιό του και σημερινό́ ιδιοκτή́τη της Αστό́ριας, Κώ́στα
Ο Ευάγγέλος Χατζά́κης με τον γιό του και σημερινό́ ιδιοκτή́τη της Αστό́ριας, Κώ́στα (αρχείο οικογέ́νειας Ν. Γιακουμά́κη).

Μέσα σ’ ένα κλίμα γενικότερης οικοδομικής δραστηριότητας που σταδιακά άλλαξε εντελώς την εικόνα της πόλης, αλλά και λόγω της τεράστιας δημοφιλίας του κινηματογράφου  καθ’ όλη τη λεγόμενη ‘χρυσή’ εικοσαετία της ελληνικής παραγωγής, άνθρωποι απ’ όλα τα οικονομικά στρώματα είτε επένδυαν στην ανέγερση κινηματογραφικών αιθουσών, είτε ενοικίαζαν τη γη τους για τη δημιουργία θερινών κινηματογράφων.

Εκείνη την εποχή το  Ηράκλειο αριθμούσε τέσσερις χειμερινούς κινηματογράφους.

Η «Ηλέκτρα» του Γιάννη Τσιλένη και το «Ντορέ» του Μανώλη Αγγγελιδάκη βρίσκονταν γύρω από την πλατεία Ελευθερίας, ο διπλός «Απόλλων» του Κώστα Λιναρδάκη λίγο πιο μέσα στην οδό Δικαιοσύνης, ενώ ο «Κρόνος» του Χαράλαμπου Λιαπάκη ήταν ο μοναδικός εκτός κέντρου της πόλης, στον προαστιακό ακόμη τότε Πόρο.

Ο επιφανής χειρουργός Ευάγγελος Χατζάκης -συνιδρυτής από το 1945 και συνιδιοκτήτης από το 1949 της κλινικής «Ευαγγελισμός» στην οδό Θεοτοκοπούλου, μαζί με τους Κωνσταντίνο Καρυωτάκη και Κωνσταντίνο Μαρκατάτη, θα πρόσθετε μια πέμπτη αίθουσα, την «Αστόρια», η οποία έμελλε να γίνει η μακροβιότερη στην ιστορία της πόλης.

H κεντρική τοποθεσία της, το μεγάλο της μέγεθος, η άνετη διαρρύθμιση κι η κομψή διακόσμηση τη διατηρούν ένα τοπόσημο της νεότερης πολιτισμικής ζωής της Κρήτης κι ένα κοινό σημείο αναφοράς στις ψυχαγωγικές, κοινωνικές, ακόμη και πολιτικές αναμνήσεις των περισσοτέρων κατοίκων του Ηρακλείου.

 

Τα λαμπρά εγκαίνια

Η «Αστόρια» εγκαινιάστηκε την Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 1958. Οι διαφημιστικές καταχωρίσεις προανήγγειλαν την έναρξη της λειτουργίας της με τον χαρακτηριστικό στόμφο της εποχής: “Στην εποχή της αχαλίνωτης προόδου, έρχεται αυτό που έλειπε: ο Κινηματογράφος του ατομικού αιώνος”. Ευτυχώς οι πληρέστατες δημοσιογραφικές περιγραφές της περιόδου παρέχουν αναλυτικά στοιχεία για την κατασκευή και τις τεχνικές προδιαγραφές της αίθουσας.

Το αδιαχώ́ρητο στην Αστό́ρια την ημέρα των εγκαινίων της
Το αδιαχώ́ρητο στην Αστό́ρια την ημέρα των εγκαινίων της (αρχείο Κώστα Χατζά́κη).

Η «Αστόρια» σχεδιάστηκε από τον σημαντικό Αθηναίο αρχιτέκτονα Βασίλειο Κασσάνδρα, ο οποίος μαζί με τον επίσης σπουδαίο συνεργάτη του Λεωνίδα Μπόνη είχαν σχεδιάσει δύο από τα εμβληματικότερα κτήρια της πρωτεύουσας, το Κέντρο Θεαμάτων Ρεξ- Κοτοπούλη- Σινεάκ στην οδό Πανεπιστημίου και το Μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού που καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο των οδών Πανεπιστημίου, Σταδίου, Βουκουρεστίου κι Αμερικής και μεταξύ άλλων στεγάζει το κινηματοθέατρο «Παλλάς».

Την κατασκευή της «Αστόριας» είχε αναλάβει ο Ηρακλειώτης πολιτικός μηχανικός Περικλής Δρακάκης και τη διακόσμηση ο διακεκριμένος σκηνογράφος Γιώργος Ανεμογιάννης, ο οποίος το 1983 θα δημιουργούσε και θα στέγαζε το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη στο οικογενειακό του σπίτι στη Μυρτιά, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Σ’ αυτόν οφείλεται το σχέδιο της περίφημης “μαργαρίτας” που κοσμεί το ταβάνι της αίθουσας και την οποία υλοποίησε ο ρεθυμνιώτικης καταγωγής τεχνίτης Παντελής Λίτινας, ενώ μέχρι κι οι απλίκες είχαν σχεδιαστεί σε φλοράλ μοτίβα.

Το κυρίαρχο χρώμα στην αίθουσα ήταν το “μπλε ανοικτό” στη μπούκα (το πλαίσιο) της σκηνής, στην αυλαία που σηκωνόταν κι έπεφτε αυτόματα με χειρισμό από την καμπίνα προβολής, και στην υφασμάτινη επένδυση των 970 καθισμάτων, από τα οποία τα 670 βρίσκονταν στην πλατεία και τα 300 στον εξώστη.

Η “σινεμασκοπική” όπως χαρακτηρίζεται οθόνη είχε διαστάσεις 13 x 5,50 μέτρα κι η σκηνή πλάτος 18, ύψος 9 και βάθος 6,5 μέτρα. Ο εξοπλισμός προβολής ήταν τελευταία μοντέλα μάρκας Cinemeccanica, η ηχητική εγκατάσταση επέτρεπε την εκπομπή υπερσύγχρονου τότε στερεοφωνικού ήχου, ενώ ως πρώτος μηχανικός προβολής εργάστηκε εκεί ο βετεράνος του επαγγέλματος Ανδρέας Αραβιτσάκης.

Καθώς ο Χατζάκης δεν προτίθετο να εγκαταλείψει τα ιατρικά του καθήκοντα, ανέθεσε αρχικά την οικονομική διεύθυνση στον Γιάννη Παπακαλιάτη και τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό στον Νοέλ Κωνσταντινίδη, έμπειρο από τη διεύθυνση του θερινού «Όασις» στο κατοπινό κηποθέατρο «Ν. Καζαντζάκης».

Εδώ ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω επίσης τον λογιστή και παππού του γράφοντα, Νίκο Γιακουμάκη, που για μεγάλο χρονικό διάστημα κρατούσε τα βιβλία της επιχείρησης. Τον Παπακαλιάτη διαδέχτηκαν ο Γιώργος Κιαγιαδάκης, διαχειριστής πολλών χειμερινών και θερινών κινηματογράφων της πόλης, κι αργότερα ο Γιώργος Κιοσκλής, μετέπειτα ιδιοκτήτης του αγαπημένου «Γαλαξία» στη λεωφόρο Ακαδημίας και πατέρας του Αρτέμη Κιοσκλή, κατοπινού μηχανικού της «Αστόριας».

Με τα χρόνια, τη διεύθυνση της επιχείρησης ανέλαβε ο γιος του Χατζάκη και σημερινός ιδιοκτήτης, Κώστας. Η αίθουσα συνεργαζόταν μεταξύ άλλων με τις εταιρείες παραγωγής και διανομής Φίνος Φιλμς, Δαμασκηνός- Μιχαηλίδης, Σάββας Φιλμ και Σκούρας Φιλμ.

Οι πρώτες προβολές

“Ο ήλιος ανατέλλει ξανά”, η πρώ́τη ταινία που προβλή́θηκε ποτέ́ στην Αστό́ρια.

Για να εγκαινιάσει τις προβολές της, η «Αστόρια» επέλεξε μια ταινία με την οποία θα επιδείκνυε τις πλήρεις τεχνικές δυνατότητες των σύγχρονων εγκαταστάσεών της.

Επρόκειτο για το αισθηματικό δράμα «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά» («The Sun Also Rises», Χένρι Κινγκ, 1957), που διασκεύαζε σε έγχρωμο και στερεοφωνικό σινεμασκόπ το ομώνυμο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, με πρωταγωνιστές τον Ταϊρόν Πάουερ, την Άβα Γκάρντνερ, τον Μελ Φερέρ και τον Έρολ Φλιν.

Τον «Ήλιο» θ’ ακολουθούσε μετά από λίγες μέρες η «Αριάν» («Love in the Afternoon», Μπίλυ Γουάιλντερ, 1957), διασκευή του μυθιστορήματος «Ariane, jeune fille russe» του Κλωντ Ανέ με την Όντρεϊ Χέμπορν, τον Γκάρι Κούπερ και τον Μωρίς Σεβαλιέ.

Εκτός από μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, η  «Αστόρια» αποτέλεσε κατά καιρούς μόνιμη στέγη για πολλούς από τους δημοφιλέστερους αθηναϊκούς θεατρικούς θιάσους κατά την επίσκεψή τους στην πόλη, όπως αυτόν της Αλίκης Βουγιουκλάκη.

Επίσης, όπως συνηθιζόταν σε όλους τους κινηματογράφους περιμετρικά της πλατείας Ελευθερίας, υπήρχαν διαθέσιμα εξωτερικά τραπεζάκια για καφέ και συναναστροφή.

 

Η Αστόρια το 1965 με το ξενοδοχείο Capsis υπό ανέγερση
Η Αστόρια το 1965 με το ξενοδοχείο Capsis υπό ανέγερση (φωτό J. Miller, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).

Ο καβγάς για το όνομα

Η έναρξη της λειτουργίας της «Αστόριας» σημαδεύτηκε από μια αναπάντεχη αναστάτωση, που εκφράστηκε στον τύπο μόλις τρεις μέρες μετά τα εγκαίνια με αφορμή την ονομασία την οποία επέλεξε ο Χατζάκης για την αίθουσά του.

Δημοσιογράφοι και θεατές βρήκαν το αμερικανικό τοπωνύμιο ακατάλληλο για έναν κρητικό κινηματογράφο, ο οποίος έκριναν ότι έπρεπε “απόλυτα να συνδέεται με τον τόπον και η ονομασία του να αποτελέση κρίκον της ιστορίας της Κρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των νεωτάτων χρόνων”.

Διάφοροι έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να προτείνουν να συσταθεί επιτροπή και να διεξαχθεί ονοματοδοτικός διαγωνισμός για να επιλεγεί το πιο ταιριαστό όνομα στην ιστορία του τόπου, την οποία οι αρχαιομανείς αντιλήψεις της εποχής προσδιόριζαν ως σχεδόν αποκλειστικά μινωική.

Ανάμεσα στα ονόματα που πρότειναν συντάκτες κι αναγνώστες ήταν τα μινωικά Αριάδνη, Κνώσιον, Λάβρυς, Πασιφάη, αλλά και το ενετικό Κάντια. Ο Χατζάκης συνετά κατά τη γνώμη μας επέλεξε να μη δώσει σημασία στο ζήτημα, το οποίο ούτως ή άλλως ξεθύμανε γρήγορα.

H Αστόρια το 1966
“Ο ήλιος ανατέλλει ξανά”, η πρώ́τη ταινία που προβλή́θηκε ποτέ́ στην Αστό́ρια.

Μετατροπές

Από τη δεκαετία του 1960 το κτήριο αρχίζει σταδιακά ν’ αλλάζει όψη. Το 1966 πάνω από το τον κινηματογράφο ανεγέρθηκε το συνώνυμο ξενοδοχείο της οικογένειας Καψή. Σε διαφορετική χρονική στιγμή, τμήμα του φουαγιέ διαχωρίστηκε κι ενοικιάστηκε ως εμπορικό κατάστημα, αλλά αργότερα επανασυνδέθηκε με τον υπόλοιπο χώρο της εισόδου. Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, η επέλαση της τηλεόρασης και του βίντεο προκάλεσε το κλείσιμο μεγάλου αριθμού κινηματογραφικών αιθουσών.

Όσες επιχειρήσεις ήθελαν να επιβιώσουν έπρεπε ν’ ανανεωθούν και να εκσυγχρονίσουν τις συνθήκες θέασης, οι οποίες είχαν αλλάξει δραματικά από τη ‘χρυσή’ δεκαετία του 1960. Η «Αστόρια» ευτυχώς απέφυγε τη μοίρα που περίμενε τις περισσότερες αίθουσες παρομοίου μεγέθους στην υπόλοιπη Ελλάδα και τον κόσμο: τεμαχισμό σε μικρότερες αίθουσες, μετατροπή σε σούπερ- μάρκετ ή οριστικό κλείσιμο.

Ανακαίνισε αρχικά το φουαγιέ της το 1992 και την αίθουσα το 1996 σε μελέτη του αθηναϊκού αρχιτεκτονικού γραφείου Θέρος Αρχιτεκτονική και διακόσμηση από τον Ηρακλειώτη αρχιτέκτονα Νίκο Μουρέλλο, αφήνοντας τα παλιά της καθίσματα στον εξώστη για να θυμίζουν τις ένδοξες εποχές. Το 2007 η αίθουσα αποσύρθηκε από το εμπορικό κύκλωμα προβολής ταινιών, αλλά συνέχισε να φιλοξενεί θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες κι εκδηλώσεις, ενώ όπως είχε κάνει για την προηγούμενη λέσχη της πόλης, από το 2012 στεγάζει τις εβδομαδιαίες προβολές της Νέας Κινηματογραφικής Λέσχης Ηρακλείου.

Η Αστό́ρια υπό́ κατασκευή́
H Αστόρια το 1966 (φωτό Adrian Gilstrap, αρχείο Μιχάλη Ναλετάκη).

Κληρονομιά

Η «Αστόρια» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις κινηματογραφικές -κι όχι μόνο- αναμνήσεις όλων των μεταπολεμικών γενεών των Ηρακλειωτών. Μετά από εξήντα ολόκληρα χρόνια εξακολουθεί να διατηρεί την περίοπτη θέση της στην πλατεία Ελευθερίας, ως αρχιτεκτονικό υπόδειγμα μιας εποχής όταν όλα τα κινηματογραφικά μεγέθη ήταν μεγαλύτερα: η εικόνα, τα πλήθη, τα είδωλα και τα όνειρα.

Η αρχαιοπληξία που δημιούργησε παλιότερα την περιττή συζήτηση για την ονομασία της, δυστυχώς κυριαρχεί ακόμη εμποδίζοντας να γίνει αντιληπτή η σημασία των κινηματογραφικών αιθουσών ως μνημεία της νεότερης πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η «Αστόρια» είναι ακριβώς αυτό, γιατί για πάνω από μισό αιώνα υποδέχτηκε χιλιάδες κόσμου που γέλασαν, συγκινήθηκαν, παρηγορήθηκαν, καλλιεργήθηκαν, ερωτεύτηκαν, προβληματίστηκαν, γνώρισαν κόσμους που δεν επισκέφτηκαν ποτέ. Μέχρι τώρα έχει γλιτώσει πολλές φορές από το κλείσιμο χάρη στην ευαισθησία του ιδιοκτήτη της.

Ακόμη όμως κι αν κάποτε κριθεί αναγκαίο, ας ελπίσουμε ότι δε θα επαναληφθεί το εγκληματικό λάθος του «Απόλλωνα» κι ότι κάποιος φορέας θα ενδιαφερθεί για τη διατήρησή της. Προς το παρόν, εμείς ευχόμαστε στην «Αστόρια» να μακροημερεύσει, παραμένοντας φιλόξενη, δραστήρια και μεγαλοπρεπής.

Toυ Νίκου Τσαγκαράκη, κριτικού – ιστορικού κινηματογράφου