Σαν σήμερα πριν από 31 χρόνια έφυγε από τη ζωή η «τελευταία Ελληνίδα θεά», όπως την χαρακτήρισαν. Το μικρό της όνομα αρκεί για να καταλάβουν όλοι για ποια μιλάμε. Μελίνα.
Νικημένη στα 73 της χρόνια από τον καρκίνο στις 6 Μαρτίου 1994, η σωρός της επιστρέφει στην Αθήνα, από το Memorial της Νέας Υόρκης όπου νοσηλευόταν, δύο μέρες αργότερα, την Ημέρα της Γυναίκας και η κηδεία της στις 10 Μαρτίου 1994 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών μετατράπηκε σε παλλαϊκή συγκέντρωση καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν στην τελευταία της κατοικία. Ήταν ίσως η μεγαλύτερη συγκέντρωση σε κηδεία δημοσίου προσώπου μετά από εκείνη του Γεωργίου Παπανδρέου το Νοέμβριο του 1968 και η Μελίνα ήταν η πρώτη γυναίκα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά του Μπρόντγουεϊ έκλεισαν και έσβησαν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους.
«Η Μελίνα Μερκούρη πέθανε με αξιοπρέπεια», μετέφερε ο αγαπημένος της σύντροφος, Ζυλ Ντασσέν.
Η Μελίνα Μερκούρη, το άστρο της υποκριτικής και ο αγώνας στην πολιτική
Γεννημένη στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1920, η Μελίνα Μερκούρη (Αμαλία Μαρία Μερκούρη το πλήρες όνομά της) προήλθε από αστική οικογένεια της πρωτεύουσας καθώς ο παππούς της Σπυρίδων, υπήρξε βουλευτής και στη συνέχεια δήμαρχος Αθηναίων για δεκαπέντε χρόνια. Ο πατέρας της Σταμάτης ήταν αξιωματικός του στρατού και διετέλεσε και αυτός στη συνέχεια βουλευτής και υπουργός. Η Μελίνα έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου τον Σεπτέμβριο του 1938 απαγγέλοντας ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη, με τον Αιμίλιο Βεάκη να βρίσκεται απέναντί της και ξεκίνησε τις σπουδές της με δάσκαλο τον Δημήτρη Ροντήρη. Συμμαθητές της ήταν ο Ανδρέας Φιλιππίδης, ο Αλέξης Δαμιανός και η Δέσπω Διαμαντίδου. Ένα χρόνο αργότερα, μόλις στα 19 της χρόνια, παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο.
Η πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή έγινε το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο των Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς». Πέντε χρόνια αργότερα υποδύεται την Μπλανς Ντιμπουά στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης, «Λεωφορείον ο πόθος» με μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία, ενώ για τη συγκεκριμένη παράσταση γράφτηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι το εμβληματικό «Χάρτινο το φεγγαράκι». Στη συνέχεια πρωταγωνιστεί και σε παραστάσεις στο Παρίσι όπου έγινε η μούσα του συγγραφέα Μαρσέλ Ασάρ.
Η θρυλική «Στέλλα»
Το 1955 ήταν χρονιά σταθμός στη καριέρα της καθώς πρωταγωνίστησε στη θρυλική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και η Μελίνα μπορεί να έχασε εκεί το βραβείο αλλά κέρδισε τον έρωτα και τον θαυμασμό του Ζυλ Ντασσέν, του συντρόφου της για το υπόλοιπο της ζωής της. «Έφτασε από την άλλη άκρη της αίθουσας πηδώντας πάνω απ’ τα καθίσματα με ευκινησία δρομέα σε αγώνα μετ’ εμποδίων. Του άρεσε η Στέλλα. Δεν κέρδισα. Κρύφτηκα σε μια γωνιά για να μην βλέπει κανείς τα δάκρυά μου. “Έχει τόσο μεγάλη σημασία το βραβείο;” Ήταν ο άνθρωπος με τα γαλανά μάτια. Τον μίσησα. Εκείνος μπορούσε να μιλάει. Πήρε το βραβείο του καλύτερου σκηνοθέτη. “Μωρέ, τι μας λες;” “Αξίζεις πολύ περισσότερα από ένα βραβείο”. Με φίλησε στο μάγουλο κι έφυγε», έχει αφηγηθεί η Μελίνα για την πρώτη συνάντησή τους. Και συνέχισε: «Τέλος Αυγούστου πήγα στο Παρίσι. Στο ξενοδοχείο υπήρχε ένα μήνυμα. Είχε τηλεφωνήσει ο Ζυλ Ντασσέν. Το άλλο πρωί ξανατηλεφώνησε και κανονίσαμε να έρθει στο ξενοδοχείο το μεσημέρι. Στις δώδεκα ακριβώς ήταν εκεί (ο Ντασσέν είναι ο πιο απελπιστικά ακριβής άνθρωπος στον κόσμο). Δεν μπήκε περπατώντας στο δωμάτιο. Μπήκε χορεύοντας. Για ένα διάστημα μιλήσαμε για την ταινία. Μάλλον φημίζομαι για την όρεξή μου, αλλά ξέχασα το μεσημεριανό φαγητό. Το ίδιο και εκείνος. Συζητήσαμε ώρες ολόκληρες. Το επόμενο βράδυ έφευγα για το Λονδίνο. Στην είσοδο του ξενοδοχείου με αποχαιρέτησε. Μου πήρε το χέρι. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Ύστερα είπε: “I’m hooked”».
Ο θρίαμβος του «Ποτέ την Κυριακή»
Η πρώτη ταινία που ο Ντασσέν σκηνοθετεί τη Μελίνα είναι το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1957) αλλά η μεγάλη τους επιτυχία έρχεται τρία χρόνια αργότερα με το «Ποτέ την Κυριακή». Η Μελίνα κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και ήταν υποψήφια για το αντίστοιχο Όσκαρ. Το έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για την ερμηνεία της στο «Ζήσαμε στην αμαρτία», στο πρώτο από τα δύο Όσκαρ της. Το «Ποτέ την Κυριακή» ήταν υποψήφιο για πέντε βραβεία (σκηνοθεσία, α’ γυναικείας ερμηνείας, πρωτότυπου σεναρίου, κοστουμιών και τραγουδιού) και τελικά κερδίζει αυτό για το καλύτερο τραγούδι με «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι. «Ο Ντασσέν νομίζω ότι θυσίασε την καριέρα του για χάρη της Ελλάδας και της Μελίνας. Την πρώτη φορά τη θυσίασε για πολιτικούς λόγους, με τον μακαρθισμό. Τότε δεν δούλεψε για πέντε χρόνια. Μετά το “Ριφιφί” έγινε ο σκηνοθέτης που θα μπορούσε να πληρωθεί με τα περισσότερα χρήματα. Και βέβαια, κερδίσαμε πολλά με το “Ποτέ την Κυριακή”. Αν κάναμε άλλο ένα τέτοιο φιλμ, θα ήμασταν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κινηματογράφου. Αλλά, παρόλο που κερδίσαμε πολλά, τότε ήρθε η χούντα. Και χρειάστηκε να δώσουμε πολλά χρήματα. Για την εξορία μου, για κάποιες ταινίες που γυρίσαμε. Γίναμε απόκληροι. Τα έξοδά μας ήταν πολλά. Χάσαμε σχεδόν τα πάντα», έλεγε η Μελίνα για εκείνη την περίοδο.
Μετά το «Ποτέ την Κυριακή» η Μελίνα πρωταγωνίστησε στα κλασσικά «Φαίδρα» (1962) με τον Αντονι Πέρκινς, «Τοπ καπί» με τον Πίτερ Ουστίνοφ, η μεγαλύτερη εμπορική της επιτυχία στη μεγάλη οθόνη και «Ραντεβού στη Λισαβόνα» (1966) με τον Τζέιμς Γκάρνερ. Στις 18 Μαΐου εκείνης της χρονιάς παντρεύτηκαν με τον Ζυλ Ντασσέν στο δημαρχείο της Λωζάνης με μοναδικό Έλληνα μάρτυρα τον Νίκο Κούρκουλο.
«Γεννήθηκα Ελληνίδα»
Το 1967 το ζευγάρι βρέθηκε στη Νέα Υόρκη και το ανέβασμα στο Μπρόντγουεϊ της παράστασης «Ilya darling» (θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή») με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο και η Μελίνα γίνεται εξώφυλλο στο περιοδικό Time. Όταν έμαθε από τον Μάνο Χατζιδάκι για το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα, έκανε δηλώσεις στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης με δάκρυα στα μάτια λέγοντας «Σας παρακαλώ, μην πάτε στη χώρα μου». Στις 12 Ιουλίου του 1967 οι δικτάτορες της αφαιρούν την ελληνική ιθαγένεια και τότε ήταν που ξεστόμισε μια από τις πιο διάσημες φράσεις της, «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
Από εκείνη τη στιγμή αφιέρωσε τον εαυτό της στον αντιδικτατορικό αγώνα κάνοντας περιοδείες στις δυτικές πρωτεύουσες, συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις και σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ο πατέρας της πέθανε στις 7 Ιουλίου 1968 αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην Ελλάδα για την κηδεία του, κάτι που της στοίχισε αφάνταστα. Όταν αργότερα, τον Ιούλιο του 1972, πέθανε και η μητέρα της, οι δικτάτορες, της επέτρεψαν να περάσει τα σύνορα για λίγες ώρες.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Δύο μόλις ημέρες μετά την πτώση της δικτατορίας, στις 26 Ιουλίου 1974, η Μελίνα επέστρεψε στην Ελλάδα και τότε ξεκίνησε το κεφάλαιο της πολιτικής σταδιοδρομίας της. Μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τα στελέχη του ΠΑΚ ίδρυσαν το ΠΑΣΟΚ και ήταν υποψήφια βουλευτής στις εκλογές του 1974 στη Β’ Πειραιώς. Δεν κατάφερε να εκλεγεί για 33 ψήφους αλλά αυτό έγινε πραγματικότητα το 1977 και από τότε συνέχισε να εκλέγεται βουλευτής έως το θάνατό της το 1994.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα
Υπουργός Πολιτισμού έγινε με την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ το 1981 και διατήρησε αυτή τη θέση σε όλες τις κυβερνήσεις του κόμματος έως το θάνατό της. Το 1982 ήταν η πρώτη φορά που η Μελίνα, ως υπουργός, έθεσε το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό και από τότε δεν σταμάτησε να αγωνίζεται για αυτό το αίτημα. «Πρέπει να καταλάβετε τί σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας, είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας. Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμα δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ», έλεγε σε όλους τους τόνους. Η Μελίνα, άλλωστε συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας του Μουσείου Ακρόπολης για να φιλοξενηθούν τα Γλυπτά στην Αθήνα, αφαιρώντας έτσι το σχετικό επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου. «Τα μνημεία ως παράγοντες ακτινοβολίας του πολιτισμού μας, είναι πηγή κύρους για τη χώρα μας και βασικό έρεισμα για τον χειρισμό των εθνικών μας θεμάτων», έλεγε και καθιέρωσε τη δωρεάν είσοδο των Ελλήνων πολιτών στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να έρθουν όλοι πιο κοντά στους αρχαιολογικούς θησαυρούς της χώρας μας.
Η Μελίνα συνέλαβε την ιδέα της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός-Πλάκα-Στύλοι Ολυμπίου Διός, ενώ το 1985 συνέβαλε στη δημιουργία του θεσμού της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης με πρώτη στάση του θεσμού την Αθήνα και το θρυλικό διήμερο «Rock In Athens» στο Καλλιμάρμαρο με τη συμμετοχή των Depeche Mode, The Cure, Culture Club, The Clash, Stranglers κ.α. Δημιούργησε σε διάφορες πόλεις της χώρας τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα (ΔΗΠΕΘΕ) για να υποστηρίξει την αποκέντρωση και πήρε και πολλές άλλες πρωτοβουλίες που ακόμα μνημονεύονται από τους ανθρώπους του Πολιτισμού.
Φλόγα και πάθος
Το 1990 ήταν υποψήφια για δήμαρχος Αθηναίων αλλά έχασε από τον Αντώνη Τρίτση και στην επάνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το 1993, βρέθηκε και πάλι στη γνώριμή της θέση, της υπουργού Πολιτισμού. Σε αυτή τη θητεία η Μελίνα είχε ακόμα μεγαλύτερα και πιο ουσιαστικά σχέδια για τον πολιτισμό αλλά την πρόλαβε ο καρκίνος και στις 6 Μαρτίου του 1994 άφησε την τελευταία της πνοή σε ηλικία 74 ετών.
Τριάντα ένα χρόνια μετά και κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το φλογερό της ταπεραμέντο, το δυνατό της γέλιο, τη σφιχτή αγκαλιά της, το πάθος της για τον πολιτισμό και τη δημοκρατία, τους μεγάλους ρόλους της στο θέατρο και τον κινηματογράφο.