Αγωνίστρια, ανεξάρτητη, αντισυμβατική, μια σταρ, μια γυναίκα σύμβολο του ελληνικού πολιτισμού, μια φιγούρα παγκόσμιας ακτινοβολίας, πολιτικός και καλλιτέχνης. Ήταν όλα αυτά μαζί και ήταν η Μελίνα, η “Στέλλα”, η “Ίλια” του “Ποτέ την Κυριακή”, η “Φαίδρα”, η “τελευταία Ελληνίδα θεά” που βροντοφώναξε σε δύσκολους καιρούς “Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα”.
Έφυγε στις 6 Μαρτίου του 1994, 30 χρόνια πριν. Κι όμως ήταν Κυριακή σα να γελούσε από κει πάνω μ’ αυτό το βραχνό γέλιο. Άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 μια λαοθάλασσα την συνοδεύει ως το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών αφού πρώτα η πομπή περάσει από το κτήριο του Υπουργείου Πολιτισμού.Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους.
Η Μελίνα που πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας οραματιζόταν μέχρι τον θάνατό της την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο. Η ίδια ξεκίνησε την εκστρατεία θίγοντας το θέμα επίσημα στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό.
«Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Γλυπτά του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ»…
Προκειμένου να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής των Γλυπτών, το 1989 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός νέου Μουσείου της Ακρόπολης, δίνοντας παράλληλα έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης της Ακρόπολης αλλά και στη διάσωση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς
Με δική της επίσης πρωτοβουλία ξεκίνησε ο θεσμός της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης», που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. Σε εκείνη χρωστάμε την ίδρυση των Δημοτικών Περιφερειακών Θεάτρων.
Στη μνήμη της έχουν θεσμοθετηθεί πολλά βραβεία, βραβεία «Μελίνα Μερκούρη» για τις πολιτιστικές πρωτεύουσες, βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για τους Ελληνες ηθοποιούς.
“Η σαγηνευτική θηλυκότητά της είχε ανδρισμό… Αποκαλύφθηκε σαν είδωλο της γυναικείας ανεξαρτησίας, αλλά την κρίσιμη στιγμή αγωνίστηκε σαν σύμβολο της δημοκρατικής ελευθερίας. Μιλούσε για την πολιτική σαν να εξομολογείται έναν έρωτα και συζητούσε για τον έρωτα σαν να εξυφαίνει πολιτική».γράφει χαρακτηριστικά για αυτήν ο δημοσιογράφος Ν. Απέργης.
Το κεφάλαιο Ζυλ Ντασέν
Η αγάπη του και ο έρωτας με τη Μελίνα Μερκούρη άλλαξε όλη τη ζωή του διάσημου σκηνοθέτη. Του έδωσε μια νέα πνοή, μια νέα ματιά στην καλλιτεχνική διαδρομή του.
Όλα ξεκίνησαν το 1955 στις Κάννες, στη διάρκεια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όπου ήταν εκεί ο Ζυλ Ντασέν με την ταινία του «Ριφιφί». Και η Μελίνα ήταν εκεί με τη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη.
Εκείνη η χρονιά υπήρξε σταθμός για την προσωπική της ζωή, καθώς βέβαια και για την καριέρα της. Πρωταγωνιστεί στην ταινία “Στέλλα”, η οποία και θα διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ των Καννών, κι η ίδια κουρνιάζει σαν πουλάκι στην αγκαλιά του Ντασέν μέχρι το τέλος της ζωής της.
Με τον Ντασέν παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου 1966 στο δημαρχείο της Λωζάνης κι ο μοναδικός Έλληνας μάρτυρας του γάμου τους ήταν ο Νίκος Κούρκουλος. “Πλάι στο νέο σύζυγό της η Μελίνα” -αναφέρει η Αναστασία Δημητροπούλου -”ένιωθε να πετάει. Πλάι του ανακάλυψε πως οι δύο πιο σημαντικές μέρες στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η μέρα που γεννιέται, μα και η μέρα που τον διαπερνά το βέλος του φτερωτού θεού. Πλάι του έμαθε πως μόνο ο έρωτας είναι εφευρετικότατος στις δυσκολίες, και πως η έκφραση της αγάπης είναι προνόμιο των γενναίων.
Η γυναίκα που πήγε κόντρα στο ρεύμα σε αρκετά από τα σοβαρά θέματα της εποχής της, κι αποδείχθηκε πιο «αντράκι» από πολλούς άνδρες, ήταν από εκείνες τις περσόνες που υπάρχουν στην αρχή μα και το τέλος όλων των μεγάλων πραγμάτων, και η βεβαίωση πως η φύση θέλει το θηλυκό να είναι το αριστούργημά της”.
Μαζί γύρισαν εννέα ταινίες, μεταξύ των οποίων το «Τοπκαπί», η «Φαίδρα» και το «Ποτέ την Κυριακή»,που τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Κανών το 1960. Η ίδια ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σκηνοθεσίας και σεναρίου, όμως τελικά απέσπασε το Όσκαρ καλύτερης μουσικής και τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι.
Μετά το θάνατο της διάσημης ηθοποιού και πολιτικού, ο Ντασέν δημιούργησε στη μνήμη της το Ίδρυμα «Μελίνα Μερκούρη», με στόχο την προώθηση της δημιουργίας του νέου Μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού.
«Άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης
Η Μελίνα αντιτάχθηκε με σφοδρότητα στη χούντα των συνταγματαρχών. Η χούντα αντιδρά, απαγορεύει στην Ελλάδα τα τραγούδια της και δεσμεύει την περιουσία της. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κάνει πολιτική περιοδεία στις ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία, Δανία, Σουηδία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ολλανδία). Θα συμμετάσχει σε διαδηλώσεις, απεργίες πείνας, συναυλίες και πολιτικές εκδηλώσεις.
Το 1974 η Μελίνα είχε επιστρέψει στην Αθήνα σχεδόν ταυτόχρονα με τον Ανδρέα Παπανδρέου, εντάχθηκε από την πρώτη στιγμή στο ΠαΣοΚ και ήταν υποψήφια βουλευτής στη Β’ Πειραιά. «Εγώ, μια Αθηναία, στον Πειραιά;» τον ρώτησε. «Τον έκανες γνωστό με τα “Παιδιά του Πειραιά” και θα σε λατρέψουν» της είπε για να την πείσει. Εφερε στα Καμίνια μέχρι και τον Ιβ Σεν Λοράν, αλλά έχασε την έδρα για 30 ψήφους. Το 1977 και το 1981 μπαίνει στη Βουλή θριαμβευτικά με σταυρό και έκτοτε με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.
«Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πια» ήταν η φαρμακερή – αλλά και τόσο αληθινή – ατάκα της Μελίνας Μερκούρη προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, τις δύσκολες για το ΠΑΣΟΚ ημέρες του ‘89.
Εχει το ρεκόρ της μακροβιότερης υπουργού Πολιτισμού όλων των εποχών. «Άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε ο Ανδρέας. Πήρε το χαρτοφυλάκιο τον Οκτώβριο του 1981 και το άφησε στις 6 Μαρτίου 1994 μαζί με την τελευταία της πνοή.
ΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΣΑ: «Στην Κρήτη εγώ δεν θα φοβόμουν να πεθάνω. Ούτε θα φοβόμουν μην ασκημύνω»
Τον Αύγουστο του ’56 ήταν που άρχισαν τα γυρίσματα του Ντασέν στην Κριτσά για το έργο του «Αυτός που πρέπει να πεθάνει», το οποίο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Η ταινία είναι η πρώτη ξένη παραγωγή που γυρίστηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα.
“Η Μελίνα” -γράφει ο Ι. Σταμέλος-”έχει πει σε μια εκπομπή του Φρέντι Γερμανού στην ΕΡΤ το 1977, πως ο Ντασέν είχε σκοπό να γυρίσει την ταινία στην Γιουγκοσλαβία και ότι αυτή ήταν τελικά που τον έπεισε να την γυρίσει στην Ελλάδα.
Γύρισαν όλη την Κρήτη με τη Μελίνα, για να βρουν τον κατάλληλο χώρο. Σε κάθε χωριό της Κρήτης που σταματούσαν και τους έλεγαν τον σκοπό τους, όλοι με ένα στόμα απαιτούσαν, ακούγοντας το όνομα Καζαντζάκης, να γυριστεί εκεί το φιλμ.
Τελικά διάλεξαν την Κριτσά, όπου και γυρίστηκε η ταινία.
Δήμαρχος στην Κριτσά το 1956 ήταν ο Γιάννης Ταβλάς. 21 χρόνια μετά (το 1977) στην εκπομπή του Φρέντι Γερμανού στην ΕΡΤ που προαναφέραμε, ο Γιάννης Ταβλάς ξανασυναντά την Μελίνα και τον Ντασέν και θυμούνται περιστατικά από την Κριτσά της εποχής των γυρισμάτων.
«Όχι μόνο θυμάται η Κριτσά τον Ντασέν», λέει ο Ταβλάς, αλλά «παρακολουθεί ακόμα και το που πηγαίνει. Οι πιο πολλοί Κριτσώτες ξέρουν τη βιογραφία του, όπως και το τι κάνει κάθε φορά. Όπου γύρισες φιλμ [λέει απευθυνόμενος στον Ντασέν] χτίστηκε ξενοδοχείο». Για τη Μελίνα διηγείται ότι ο Ντασέν την εποχή εκείνη έλεγε πως «κοιμόταν σαν έμβρυο, ξυπνούσε σαν μωρό και εργαζόταν σαν Σπαρτιάτισσα, σκληρά».
Και συμπλήρωσε για τον Ντασέν ότι «όλους τους χωριανούς τους αγαπούσε και τον αγαπούσανε. Ήρθε [τότε στην Κριτσά] Γαλλοαμερικανός αλλά έφυγε Έλληνας.Στην ταινία έλαβαν μέρος 1.500 κομπάρσοι. Όλο το χωριό. Σαρακίνα και Λυκόβρυση».
Η Μελίνα τον διακόπτει για να του θυμίσει ότι οι κομπάρσοι για την ταινία ήταν χωρισμένοι σε δυο ομάδες. «Ήταν οι καλοί και οι κακοί, οι πλούσιοι και οι φτωχοί. Στο σχολείο διαβάζαμε το βιβλίο του Καζαντζάκη και λέγαμε [πως] υπάρχουν οι φτωχοί, υπάρχουν οι πλούσιοι. Και οι πλούσιοι θα δουλέψουνε πιο πολλές μέρες. Και όλοι τότε ήθελαν να ήταν φτωχοί, ακόμα κι αν δουλεύανε λιγότερες μέρες, διότι όλοι δεν θέλανε [ιδεολογικά] να είναι πλούσιοι».
Ο Ντασέν, πάλι, αναφέρει ότι υπάρχουν στην ταινία και ρόλοι Τούρκων. Όμως κανένας δεν ήθελε τότε να παίξει ρόλο Τούρκου.
«Ήταν ένας», λέει ο Ντασέν, «που τον φωνάζαμε Γκάρμπο. Πολύ γέρος». «Ο Παναγιώτης», συμπληρώνει ο Ταβλάς, που είχε πεθάνει το 77. «Ήταν αυτός που κατέβηκε στον τάφο και πήρε τα κόκαλα των προγόνων μαζί με τα εικονίσματα. Ήταν καταπληκτικός».
«Στην Κρήτη», λέει η Μελίνα, «τα γηρατειά φέρνουν μια ιδιαίτερη ομορφιά στους ανθρώπους. Γιατί δεν φοβάσαι το θάνατο εδώ. […] Στην Κρήτη εγώ δεν θα φοβόμουν να πεθάνω. Ούτε θα φοβόμουν μην ασκημύνω, θα ήμουν μια ωραία γριά. Η Κρήτη έχει ένα σεβασμό προς τα γηρατειά. Αυτό είναι απίθανα μεγάλο όταν ζεις στο εξωτερικό, όταν βλέπεις πόσο περιφρονούνε την ηλικία. Στην Κρήτη τα πόδια σου είναι στεριωμένα στη γη και ξέρεις ότι η ζωή και ο θάνατος είναι δεμένα μαζί. Και ότι είναι τίμιο και το ένα και το άλλο».
Αναφερόμενη στη σχέση της με τον Ντασέν, που οριστικοποιήθηκε στην Κριτσά και έμελλε να τους συνδέσει για πάντα, λέει: «Στην Κριτσά με τον Ντασέν περάσαμε ένα δαχτυλίδι έρωτα και δώσαμε υπόσχεση αγάπης και αμοιβαίου σεβασμού».
Η Μελίνα με τον Ταβλά θυμήθηκαν ακόμα το γλέντι που έγινε ένα βράδυ στο [μπαρ] Ριφιφί στα γενέθλια του άλλου πρωταγωνιστή της ταινίας Ρονέ, όπου μεθυσμένοι, έπεσαν όλοι στη θάλασσα, στο λιμάνι μπροστά στο Ριφιφί.Η ταινία αυτή (πρώτη διεθνής παραγωγή στην Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε) έχει συνδεθεί με ένα σωρό ανθρώπους πολύ σημαντικούς. Τον Μάνος Χατζιδάκι, που έγραψε τη μουσική, τον Τσαρούχη που έκανε τα σκηνικά, κ.ά. Ενώ η Ελένη Βλάχου της Καθημερινής έστειλε για πρώτη φορά τότε απεσταλμένο να καλύψει για μήνες τα γυρίσματα και να συντηρεί έτσι το θέμα στην επικαιρότητα.
Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν τον Οκτώβριο του 1956 στην Κριτσά. Το φιλμ προβλήθηκε το 1957. Ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην Ελλάδα. Έτυχε όμως θερμής υποδοχής στο Φεστιβάλ των Καννών και απέσπασε ειδική μνεία από την κριτική επιτροπή. Εκεί το είδε και ο Καζαντζάκης και «το λάτρεψε», όπως λέει χαρακτηριστικά η Μελίνα…