20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 

Από τις 5 ως τις 8 Μαρτίου που βρεθήκαμε στο φετινό επετειακό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προλάβαμε να δούμε εννιά ταινίες μικρού, μεσαίου και μεγάλου μήκους, που ανατρέχουν στο ιστορικό παρελθόν ή σκιαγραφούν πορτρέτα γνωστών κι αγνώστων αλλά εξίσου σπουδαίων ανθρώπων, είτε για τη συνεισφορά τους είτε για τον προσωπικό τους αγώνα να βρουν νόημα και να ευτυχήσουν, κάτι που τελικά δεν είναι καθόλου αυτονόητο.

 

Πορτρέτα

Στο σύντομο και φευγαλέο «Συμπόσιο» του Ιάσονα Ταβλά, παρακολουθήσαμε τυχαία στιγμιότυπα από τις συναντήσεις που συνήθιζε ο Νίκος Κούνδουρος με τους φίλους του στο σπίτι του στον Άγιο Νικόλαο, με επίκεντρο τον ίδιο να φιλοσοφεί για τον εαυτό του και τον κόσμο.

Στο αυτοβιογραφικό πορτρέτο «Ο χώρος ενός άνδρα» («Room for a Man») η ανακαίνιση ενός δωματίου λειτουργεί για τον νεαρό ομοφυλόφιλο Λιβανέζο σκηνοθέτη Άντονι Χιντιάκ ως μια μελαγχολική, εσωστρεφής κι αναστοχαστική αφορμή για να εκφράσει τον αποκλεισμό του σ’ έναν κόσμο που δεν τον δέχεται και δεν τον καταλαβαίνει.

Τη σεξουαλική κι έμφυλη ταυτότητα έχει επίσης για θέμα του το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη, την προηγούμενη ταινία της οποίας, με τίτλο «Exotica, Erotica, Etc.», είχε προβάλει η Νέα Κινηματογραφική Λέσχη Ηρακλείου στα τέλη του Γενάρη. Η καινούρια ταινία της σκηνοθέτριας διαμορφώνει μια ποιητική οπτική στη σχέση της εμβληματικής τρανς Λουάνα Μουνίζ με την πόλη της, το Ρίο ντε Τζανέιρο.

Ο «Αντάρτης χειρουργός» («Rebellkirurgen») του Έρικ Γκαντίνι είναι ο Σουηδός γενικός χειρουργός Έρικ Έρικσεν, ο οποίος μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας στο σουηδικό σύστημα υγείας, το εγκατέλειψε εξαιτίας της αφόρητης γραφειοκρατίας του και εγκαταστάθηκε για δέκα χρόνια στη Δυτική Αιθιοπία. Έχοντας στο πλάι του την αιθιοπικής καταγωγής, επίσης γιατρό σύζυγό του, αξιοποιώντας με τη φαντασία του πρωτόγονα κι αυτοσχέδια μέσα που στις δυτικές χώρες θα θεωρούνταν παράνομα (όπως ακτίνες ποδηλάτου ως λάμες για τα σπασμένα κόκαλα), χωρίς να χάνει ποτέ την ψυχραιμία και το χιούμορ του, πραγματοποιεί ό,τι πλησιέστερο υπάρχει σε θαύματα.

Μνήμη

Θηριωδίες των Ναζί τον Αύγουστο του 1944 σε δύο κρητικά χωριά ζωντάνεψαν τα παρόμοια ερευνητικά ντοκιμαντέρ «Το Αμάρι στις φλόγες» των Τάσου Μπιρσίμ, Γιάννη Κανελλάκη και Μανόλη Παντινάκη, και το «Λουλούδια που μαράθηκαν νωρίς: Κακόπετρος 28 Αυγούστου 1944» των Ματθαίου Φραντζεσκάκη και Βίκης Αρβελάκη.

Το πρώτο, περισσότερο ειδησεογραφικής δομής κι αισθητικής, εστιάζει στο ολοκαύτωμα που συνέβη ταυτόχρονα σε οκτώ χωριά του Ρεθύμνου στις 22 Αυγούστου 1944, με ομαδικές εκτελέσεις 164 κατοίκων ως αντίποινα στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Καρλ Κράιπε. Το δεύτερο και τεχνικά αρτιότερο αφηγείται μια παρόμοια ναζιστική κτηνωδία που εκτυλίχθηκε την ίδια περίοδο στο μικρό χωριό Κακόπετρος στον σημερινό δήμο Πλατανιά, αφήνοντας πίσω της 23 νεκρούς, λεηλατημένα σπίτια και τις ψυχές των επιζώντων ισοβίως σημαδεμένες.

Το «Hotel Jugoslavija» του Νικολά Βανιέρ ταξιδεύει στη γιουγκοσλαβική ιστορία μέσα από το πολύπαθο κτήριο του ομώνυμου εμβληματικού ξενοδοχείου του Βελιγραδίου, το οποίο στη μακρόχρονη ιστορία του γνώρισε πολλές διαδοχικές εποχές δόξας και παρακμής.

Από την πλευρά του, ο Τζον Άλπερτ στο «Η Κούβα κι ο οπερατέρ» («Cuba and the Cameraman») διαγράφει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα βιωματική πορεία στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας, στην οποία ξεκίνησε να ταξιδεύει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 επιστρέφοντας ανά πενταετία, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πολύτιμο απροκατάληπτο τεκμήριο των επιτυχιών και των αποτυχιών της σοσιαλιστικής επανάστασης του Φιντέλ Κάστρο.

Τέλος, το «Μια μέρα στο Χαλέπι» («One Day in Aleppo») του Αλί Αλιμπραΐμ είναι μία από τις συγκλονιστικότερες ταινίες του φεστιβάλ, γιατί μέσα σε είκοσι λεπτά μεταφέρει με σοκαριστική αμεσότητα τον εγκλωβισμό, την καταστροφή και τον θάνατο που έχουν μετατρέψει τη συριακή πόλη σ’ έναν σωρό από ερείπια, όπως καμιά ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους δε θα κατάφερνε.

 

Διαβάστε επίσης :