Πώς η «άνυδρη» Σιγκαπούρη έγινε πρότυπο στη διαχείριση του νερού

Η Σιγκαπούρη είναι πολύχρωμη, πολυπολιτισμική, πράσινη και ευημερούσα. Εξι εκατομμύρια άνθρωποι ζουν εκεί, σε μια πολύ μικρή περιοχή. Είναι ένα διεθνές κέντρο για τη χρηματοπιστωτική βιομηχανία και το παγκόσμιο εμπόριο. «Είναι καθαρή, πλούσια σε πάρκα και σιντριβάνια, πολυάριθμες λίμνες και κανάλια καθιστούν το νησιωτικό κράτος στο νότιο άκρο της Μαλαισίας ένα εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς» σχολιάζει η Deutsche Welle.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η πέμπτη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο είναι μια από τις πιο άνυδρες περιοχές. Η Σιγκαπούρη δεν διαθέτει φυσικές πηγές γλυκού νερού. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να καλύπτει τις αυξανόμενες ανάγκες σε νερό του ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού και της οικονομίας της. Ως αποτέλεσμα, το κράτος – πόλη έχει γίνει παγκόσμιο πρότυπο για την καλή διαχείριση των υδάτων τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο ήπιος τρόπος αξιοποίησης του νερού

«Αυτό που κάνουν εκεί δεν είναι κάτι μαγικό», λέει ο Πήτερ Γκλάικ. Είναι ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Ειρηνικού, μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης που ειδικεύεται στη διαχείριση των υδάτων. Αντί για υποδομές που αφαιρούν όλο και περισσότερο νερό από τη φύση, ο Γκλάικ αποκαλεί τη στρατηγική που χρησιμοποιείται στη Σιγκαπούρη «ήπιο τρόπο».

«Ο ήπιος τρόπος προσπαθεί να το αντιστρέψει αυτό και λέει: Ας χρησιμοποιήσουμε το νερό αποτελεσματικά και προσεκτικά. Πρέπει να σταματήσουμε να σπαταλάμε νερό και να αναζητήσουμε νέες πηγές εφοδιασμού».

Νερό, πόλεμος και ένα γενικό σχέδιο

Οι ελλείψεις νερού έχουν μακρά ιστορία στη Σιγκαπούρη. Είτε κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας, είτε κατά τη διάρκεια των μαχών που έδιναν οι σύμμαχοι κατά της φασιστικής Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (αλλά και αργότερα), το καθαρό νερό ήταν πάντα ένας πολύτιμος και άκρως «πολιτικός πόρος» στη Σιγκαπούρη. Το νερό έπρεπε συχνά να διανέμεται με δελτίο, οι κακές συνθήκες υγιεινής και οι συχνές πλημμύρες αποτελούσαν μεγάλη πρόκληση για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ακόμη και η ανεξαρτησία της το 1965 δεν έθεσε τέλος στην κρίση του νερού. Αλλά από τότε, η πόλη-κράτος αποφάσισε να ελέγξει τη μοίρα της.

«Οταν η Σιγκαπούρη έγινε πολιτικά ανεξάρτητη, άρχισε να σχεδιάζει να γίνει αυτόνομη όσον αφορά το νερό, τα τρόφιμα και την ενέργεια μέχρι το 2060 και να δημιουργήσει συστήματα που να μπορούν να αντέξουν τις πιέσεις», λέει η Σεσίλια Τορταχάδα, καθηγήτρια Περιβαλλοντικής Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης.

Η τότε κυβέρνηση εκπόνησε ένα γενικό σχέδιο, το οποίο έκτοτε αναπτύχθηκε περαιτέρω και βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες διαχείρισης των υδάτων. Αυτοί περιλαμβάνουν το εισαγόμενο νερό, τις μονάδες αφαλάτωσης, την τοπική άντληση νερού και την επεξεργασία νερού, γνωστή ως «NEWater».

Τέσσερις πυλώνες ύδρευσης

Η Σιγκαπούρη προμηθεύεται γλυκό νερό από ποτάμια κοντά στα σύνορα της γειτονικής Μαλαισίας, με βάση δύο συμφωνίες που σύναψαν οι χώρες τη δεκαετία του 1960.

Μέχρι σήμερα, εκατομμύρια λίτρα ποτάμιου νερού – που καλύπτουν περίπου το ήμισυ της συνολικής ζήτησης – αντλούνται μέσω των συνόρων στη Σιγκαπούρη με αγωγούς. Ωστόσο, η Μαλαισία έχει επανειλημμένα απειλήσει να σταματήσει τις παραδόσεις και να αυξήσει τις τιμές, οδηγώντας σε διμερείς εντάσεις, που έφτασαν ακόμη και σε προειδοποιήσεις για στρατιωτική σύγκρουση το 2002. Ως εκ τούτου, η Σιγκαπούρη θέλει να σταματήσει την εισαγωγή νερού έως το 2061 και αντ’ αυτού επικεντρώνεται σε άλλες πηγές νερού, οι οποίες επί του παρόντος επεκτείνονται μαζικά.

«Ο σχεδιασμός του νερού είναι πολύ σημαντικός. Επειδή έχει τόσο λίγο νερό, η Σιγκαπούρη πρέπει να διασφαλίσει ότι αυτό το νερό χρησιμοποιείται με σύνεση. Στόχος του γενικού σχεδίου είναι να αξιοποιηθεί στο έπακρο κάθε σταγόνα νερού», λέει ο Τζον Τσερτς, ειδικός στη διαχείριση του νερού στα Ηνωμένα Έθνη.

Αυτό περιλαμβάνει τη διατήρηση των καναλιών και των αποχετεύσεων καθαρών και την επένδυση δισεκατομμυρίων για τη συλλογή και την επεξεργασία του νερού. Και πάνω απ’ όλα, το νερό που ήδη υπάρχει πρέπει να αξιοποιηθεί: Το θαλασσινό νερό, για παράδειγμα.

Αφαλάτωση θαλασσινού νερού

Πέντε μονάδες αφαλάτωσης παρέχουν σήμερα περίπου το ένα τέταρτο της συνολικής παροχής νερού στο νησί. Με πράσινο στην επιφάνειά τους, σχεδιασμένες ως πάρκα, ορισμένες από τις σύγχρονες εγκαταστάσεις βρίσκονται στο κέντρο του αστικού τοπίου και λειτουργούν υπογείως τόσο ως μονάδες καθαρισμού όσο και ως μονάδες αφαλάτωσης. Η Σιγκαπούρη διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξη των τεχνολογιών αφαλάτωσης τις τελευταίες δεκαετίες. Μέχρι το 2060, η δυναμικότητα των μονάδων αφαλάτωσης θα αυξηθεί ώστε να καλύπτει το 30% της ζήτησης της πόλης. Αυτό όμως δεν είναι αρκετό για να γίνει η πόλη αυτάρκης σε νερό.

Εκτός από τις υποδομές και την τεχνολογία, η κυβέρνηση έχει καταφέρει κυρίως να πείσει τον πληθυσμό και τη βιομηχανία, συμφωνούν οι εμπειρογνώμονες.

Οι συσκευές εξοικονόμησης νερού επιδοτούνται από το κράτος. Οσοι τις εγκαθιστούν λαμβάνουν εκπτώσεις σε άλλα βιώσιμα προϊόντα. Επομένως, η εξοικονόμηση νερού αξίζει τον κόπο. «Η Σιγκαπούρη έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στην εκπαίδευση του πληθυσμού σχετικά με την κατάσταση του νερού και τις λύσεις», τονίζει ο Γκλάικ.

Οι ψηφιακοί μετρητές νερού βοηθούν επίσης στον γρήγορο εντοπισμό διαρροών. Ως αποτέλεσμα, η Σιγκαπούρη χάνει πολύ λιγότερο νερό μέσω διαρροών στους σωλήνες από ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες.

Σύγχρονες σήραγγες αποχέτευσης

Η Σιγκαπούρη δεν είναι πρωτοστάτης μόνο στη συλλογή του βρόχινου νερού, αλλά και στην επεξεργασία του νερού. «Ολα τα λύματα συλλέγονται, επεξεργάζονται και επαναχρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερο», λέει ο Τζον Τσερτς. «Οι περισσότερες χώρες δεν επενδύουν ούτε ένα κλάσμα αυτού που επενδύει η Σιγκαπούρη». Με κόστος δέκα δισεκατομμυρίων δολαρίων, η Σιγκαπούρη κατασκεύασε μια σήραγγα αποχέτευσης μήκους 206 χιλιομέτρων, που διοχετεύει τα λύματα σε αποτελεσματικές εγκαταστάσεις επεξεργασίας. Ενα δίκτυο υπερσύγχρονων συστημάτων αποχέτευσης διακλαδώνεται υπογείως σε όλη τη χώρα.

«Αυτό είναι επίσης δυνατό επειδή η Σιγκαπούρη είναι πλούσια και το πολιτικό σύστημα ευνοεί την υλοποίηση τέτοιων έργων μεγάλης κλίμακας» σημειώνει η Deutsche Welle. Ο δείκτης μετάβασης Bertelsmann περιγράφει τη Σιγκαπούρη ως «μέτρια απολυταρχία». Η ελευθερία του συνέρχεσθαι, η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι είναι περιορισμένες στη Σιγκαπούρη. Το ίδιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία από την ίδρυση του κράτους.

Επιπλέον, στο νησιωτικό κράτος η γεωργία είναι σχεδόν μηδαμινή, και ούτε καταναλώνει, ούτε ρυπαίνει υδάτινους όγκους, οπότε η προσοχή εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στα αστικά και βιομηχανικά λύματα. Ωστόσο, το μεγαλύτερο καύχημα της στρατηγικής για το νερό είναι η επεξεργασία, γνωστή ως NEWater.

Πώς τα λύματα γίνονται πόσιμα;

Η μικροδιήθηση, η αντίστροφη όσμωση και η υπεριώδης ακτινοβολία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή νερού υψηλής ποιότητας από λύματα. Η Σιγκαπούρη ανακυκλώνει ήδη σήμερα το 30% του νερού της. Μέχρι το 2060, το ποσοστό αυτό πρόκειται να αυξηθεί στο 55%. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, ενώ ένα μικρό ποσοστό πηγαίνει στην παροχή πόσιμου νερού.

Παγκοσμίως, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό αυτού που καταλήγει στην αποχέτευση ανακυκλώνεται σε πόσιμο νερό. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η τεχνολογία είναι ασφαλής και οι δυνατότητες αλλού είναι τεράστιες.

Καλή διαχείριση του νερού

Τα δύο τρίτα της επιφάνειας της Σιγκαπούρης χρησιμοποιούνται για την αποθήκευση του νερού της βροχής. Το νερό διοχετεύεται από τις στέγες μέσω αποχετεύσεων σε ένα δίκτυο ποταμών, καναλιών και 17 δεξαμενών.

«Τα λύματα εξακολουθούν να είναι αμφιλεγόμενα, επειδή τα βλέπουμε ως κάτι βρώμικο που πρέπει να ξεφορτωθούμε», λέει ο Γκλάικ. Ωστόσο, το επεξεργασμένο νερό στη Σιγκαπούρη είναι τόσο καθαρό που το χρησιμοποιεί ακόμη και η βιομηχανία τσιπ, η οποία απαιτεί ιδιαίτερα καθαρό νερό για την παραγωγή, σύμφωνα με τον εμπειρογνώμονα.

Πρωτοπόρες πάντως είναι και η πολιτεία Καλιφόρνια των ΗΠΑ και η πρωτεύουσα της Ναμίμπια, το Γουίντχουκ, όπου το νερό είναι εξαιρετικά σπάνιο. Τα λύματα ανακυκλώνονται και επαναξιοποιούνται ως πόσιμο νερό από τη δεκαετία του 1960.

Σε πολλές δυτικές χώρες όμως υπάρχει πάντα «ένα “αλλά” όταν πρόκειται για την επίλυση ενός προβλήματος», λέει η Σεσίλια Τορταχάδα από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης.

Πηγή: Deutsche Welle