NASA: Απότομη πτώση στα παγκόσμια αποθέματα γλυκού νερού

Η ποσότητα γλυκού νερού που χάθηκε σε διάστημα οκτώ ετών ξεπερνά κατά 35.000 φορές τη λίμνη του Μαραθώνα. Η προειδοποίηση του ΟΗΕ και ο ρόλος της κλιματικής αλλαγής.

Η συνολική ποσότητα γλυκού νερού στη Γη άρχισε να πέφτει απότομα από τον Μάιο του 2014 και έκτοτε παραμένει σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα, προειδοποιεί μελέτη της NASA, με τους ερευνητές να ανησυχούν ότι οι ήπειροι περνούν σε μια μακρά ξηρή περίοδο.

Το διάστημα 2015-23, η μέση ποσότητα γλυκού νερού σε λίμνες, ποτάμια και υπόγειους υδροφορείς ήταν 1.200 κυβικά χιλιόμετρα μικρότερη από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων δέκα χρόνων, αναφέρουν ερευνητές της NASA και άλλων ιδρυμάτων στη επιθεώρηση Surveys in Geophysics.

Η απώλεια αυτή ξεπερνά κατά περισσότερο από 35.000 φορές την τεχνητή λίμνη του Μαραθώνα στην Αττική, η οποία περιέχει 0,034 κυβικά χιλιόμετρα νερού.

Η μελέτη δεν συνδέει απευθείας τη μείωση με την κλιματική αλλαγή, υποδεικνύει όμως ότι αυτά τα δύο σχετίζονται.

Τα έτη κατά τα οποία τα αποθέματα νερού σε κάθε χώρα έπεσαν σε χαμηλό 22 ετών (NASA Earth Observatory/Wanmei Liang με δεδομένα της Mary Michael O’Neill)

«Δεν πιστεύουμε ότι πρόκειται για σύμπτωση. Μπορεί να είναι οιωνός όσων έρχονται» σχολίασε σε δελτίο Τύπου της NASA ο Μάθιου Ρόντελ, υδρολόγος του Κέντρου Διαστημικής Πτήσης «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας.

Όπως επισήμανε, η απότομη πτώση των αποθεμάτων γλυκού νερού συνέπεσε με τα εννέα θερμότερα έτη που έχουν καταγραφεί ποτέ.

Η κατανάλωση νερού αυξάνεται με την επέκταση των πόλεων και των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Σε περιόδους ξηρασίας, αγρότες και πόλεις βασίζονται περισσότερα στα υπόγεια ύδατα, τα οποία δεν ανανεώνονται αρκετά γρήγορα.

Και η μείωση του διαθέσιμου μπορεί να οδηγήσει σε λιμούς, συγκρούσεις και φτώχεια, καθώς και σε επιδημίες σε περιοχές όπου ο κόσμος αναγκάζεται να στραφεί σε μολυσμένες πηγές νερού, σύμφωνα με φετινή έκθεση του ΟΗΕ.

Βαρυτικές μετρήσεις

Οι ερευνητές παρακολούθησαν τη μεταβολή των αποθεμάτων χρησιμοποιώντας τους αμερικανο-γερμανικούς δορυφόρους GRACE, οι οποίοι μετρούν μικρές, τοπικές διακυμάνσεις στο βαρυτικό πεδίο της Γης, μέσω των οποίων μπορεί να υπολογιστεί η συνολική ποσότητα νερού στην ξηρά.

Η απότομη πτώση ξεκίνησε με μια παρατεταμένη ξηρασία στη βόρεια και κεντρική Βραζιλία, την οποία ακολούθησαν μείζονες ξηρασίες στην Αυστραλασία, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, την Ευρώπη και την Αφρική.

Από το 2014 έως το 2016, η αύξηση της επιφανειακής θερμοκρασίας στην τροπική ζώνη του Ειρηνικού οδήγησε σε ένα έντονο φαινόμενο Ελ Νίνιο που επηρέασε τους αεροχειμάρρους και άλλαξε έτσι τα μοτίβα των βροχών σε όλο τον κόσμο.

Όμως, ακόμα και μετά τη λήξη του Ελ Νίνιο, τα αποθέματα γλυκού νερού δεν επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα.

Οι δίδυμοι δορυφόροι GRACE πετούν σε σχηματισμό και χαρτογραφούν το γήινο βαρυτικό πεδίο (Καλλιτεχνική απεικόνιση: NASA/JPL-Caltech)

Οι ερευνητές επισημαίνουν μάλιστα ότι τα 13 από τα 30 χειρότερα κύματα ξηρασίας που έχουν καταγράψει οι δορυφόροι GRACE ήρθαν από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά.

Η μελέτη δεν επαρκεί για να αποδειχθεί σύνδεση με την κλιματική αλλαγή, αυτό όμως είναι μια εύλογη υπόθεση, λένε οι ερευνητές.

Λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας, ο ατμοσφαιρικός αέρας μπορεί να συγκρατεί μεγαλύτερες ποσότητες υδρατμών, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα καταρρακτώδους βροχής.

Όταν όμως αυτές οι βροχές έρθουν έπειτα από μια παρατεταμένη ξηρασία, το ξερό, συμπιεσμένο έδαφος αδυνατεί να απορροφήσει το νερό αρκετά γρήγορα.

«Το πρόβλημα με τις ακραίες βροχοπτώσεις είναι ότι το νερό κυλά και χάνεται», αντί να απορροφάται και να αναπληρώνει τους υδροφορείς του υπεδάφους, εξήγησε ο Μάικ Μπισίλοβιτς, μετεωρολόγος του Κέντρου «Γκόνταρντ» της NASA και μέλος της ερευνητικής ομάδας.

«Οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τόσο την εξάτμιση του νερού όσο και την ικανότητα της ατμόσφαιρας να συγκρατεί νερό, κάτι που αυξάνει τη συχνότητα και την ένταση των συνθηκών ξηρασίας.

Πηγή: in.gr