Μέχρι σήμερα γνωρίζαμε ότι η κλιματική αλλαγή σε συνδυασμό με τη διώρυγα του Σουέζ έχει προκαλέσει την εισβολή ξενικών ειδών στη Μεσόγειο από τον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό.
Όμως, έρευνες στις οποίες συμμετέχει το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και ειδικότερα το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών, αναδεικνύει ότι οι εισβολείς γίνονται και… επιβάτες σκαφών που δένουν στα λιμάνια και τις μαρίνες της περιοχής μας.
Ο Δ/ντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών, Δρ Χρήστος Αρβανιτίδης, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Υποδομής LifeWatch ERIC, αναφέρει στην «Π» πως στο μικροσκόπιο της έρευνας μπήκαν, μεταξύ άλλων, το λιμάνι του Ηρακλείου, το οποίο χαρακτήρισε «hot spot» αυτής της μελέτης, αλλά και η μαρίνα του Αγίου Νικολάου.
“Λαθρεπιβάτες”…
Περισσότερα από δύο στα τρία ιδιωτικά σκάφη, περίπου το 71%, που βρίσκονται σε μαρίνες διαφόρων χωρών της Μεσογείου, μεταξύ των οποίων της Ελλάδας και της Κύπρου, φιλοξενούν πάνω τους ξενικά θαλάσσια είδη, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα, την πρώτη του είδους της σε τόσο μεγάλη κλίμακα.
Πάνω από τα μισά σκάφη μεταφέρουν ξενικά είδη που δεν υπάρχουν ως αυτόχθονα στις αντίστοιχες μαρίνες αλλά και τα φυσικά οικοσυστήματα.
Η Μεσόγειος διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα καθώς έχει αναλογικά τον μεγαλύτερο αριθμό θαλάσσιων ειδών διεθνώς σε σχέση με το μέγεθος της, αλλά αποτελεί επίσης «μαγνήτη» για διάφορα ξενικά είδη, που πολλές φορές αποδεικνύονται απειλητικά για τα ντόπια οικοσυστήματα, καθώς και τις υδατοκαλλιέργειες, προκαλώντας τόσο περιβαλλοντική όσο και οικονομική ζημιά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Δρ Αϊλίν Ούλμαν του ιταλικού Πανεπιστημίου της Παβίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό εφαρμοσμένης οικολογίας «Journal of Applied Ecology», μελέτησαν τα ύφαλα 601 σκαφών σε 25 μεσογειακές μαρίνες από τη Γαλλία μέχρι την Κύπρο .
Τα δείγματα ελήφθησαν είτε μέσω κατάδυσης, είτε με απόξεση όταν τα σκάφη είχαν ανασυρθεί στην ξηρά. Παράλληλα, αναλύθηκε – με τη βοήθεια των ιδιοκτητών και των πληρωμάτων – το ιστορικό ταξιδιών κάθε σκάφους κατά το τελευταίο έτος.
Στην Ελλάδα έγιναν έρευνες σε μαρίνες στην Κρήτη και στα Δωδεκάνησα. Διαπιστώθηκε ότι το καλοκαίρι κατά μέσο όρο ένα γιοτ, ιστιοπλοϊκό ή άλλο ιδιωτικό σκάφος στη Μεσόγειο έχει περάσει πάνω από δύο μήνες ταξιδεύοντας και έχει κάνει στάσεις σε τουλάχιστον έξι μαρίνες. Τουλάχιστον ένα ξενικό είδος βρέθηκε στο 71% των σκαφών που εξετάσθηκαν, κυρίως στις προπέλες και στις σκάλες του σκάφους.
Επιπλέον, ακόμη και όταν ένα σκάφος είχε καθαριστεί από επαγγελματίες, τα ξενικά είδη γρήγορα δημιουργούσαν νέες αποικίες πάνω του. Τέτοια ξενικά είδη είναι κυρίως μαλάκια, καρκινοειδή, πολύχαιτοι (θαλάσσιοι σκώληκες), ασκίδια, βρυόζωα κ.ά.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Όπως είπε η Δρ Ούλμαν, «τα σκάφη που έχουν επισκεφθεί μαρίνες της Ανατολικής Μεσογείου, εμφανίζουν ιδιαίτερα μεγάλο κίνδυνο να εξαπλώσουν ξενικά είδη λόγω της εγγύτητας της περιοχής στο Κανάλι του Σουέζ, από όπου τα περισσότερα ξενικά είδη εισέρχονται στη Μεσόγειο».
Σύμφωνα με προηγούμενη μελέτη, τα ξενικά είδη-εισβολείς αποτελούν την κυριότερη αιτία εξαφάνισης των ζώων και των φυτών κατά τους τελευταίους πέντε αιώνες.
«Δεν γνωρίζουμε ακόμα τις συνέπειες»
Ο Δρ Χρήστος Αρβανιτίδης αναφέρει πως πρόκειται για φαινόμενο το οποίο εξελίσσεται συνεχώς και δυστυχώς που δεν μπορούμε να αποφύγουμε.
Χρειάζεται περισσότερος έλεγχος, κυρίως μέσα από τα ερευνητικά προγράμματα, στα οποία συμμετέχει το ΕΛ.ΚΕ.ΘΕ. ενώ σημειώνει πως και η χώρα μας ακολουθεί τη σχετική νομοθεσία, Ballast Water Management Convention (ΙΜΟ), η οποία βρίσκεται σε εφαρμογή από τις 8 Σεπτεμβρίου 2017. Με βάση τη συγκεκριμένη Συνθήκη ελέγχονται συστηματικά τα ύδατα έρματος των σκαφών.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αντίστοιχο νομικό πλαίσιο για τα είδη που ζουν στα ύφαλα των σκαφών (μαλούπα), στα οποία διαβιούν διάφορα είδη που μπορούν να ταξιδεύουν σε μεγάλες αποστάσεις και να εγκαθίστανται σε άλλες περιοχές, μακριά από αυτές που κανονικά βρίσκονται. Οι επιστήμονες προχωρούν στην καταγραφή αυτών των ειδών, μέσα από την παραπάνω εργασία αλλά και άλλες μελέτες.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Βιολογίας, Βιοτεχνολογίας και Υδατοκαλλιεργειών εμπλέκεται σε τέτοια ερευνητικά προγράμματα όπως το ASSEMBLE+ (EMBRC ERIC), το AlienPort καθώς και η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Υποδομής LifeWatch ERIC να δημιουργήσει ένα εικονικό ερευνητικό περιβάλλον (Virtual Research Environment) για τη μελέτη των συνεπειών των ειδών αυτών πάνω στα τεχνικά (π.χ. λιμένες) και φυσικά ενδιαιτήματα. Ξεκαθαρίζει πως δεν είμαστε ακόμα σε θέση να γνωρίζουμε ακριβώς ποια είναι η επίδραση των ειδών αυτών στα δικά μας οικοσυστήματα.
Το σίγουρο είναι πως «όταν μπορούν και εγκαθίστανται σαν βιώσιμοι πληθυσμοί οπωσδήποτε αλλάζουν κάποιες ισορροπίες μέσα στο οικοσύστημα της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Επειδή δεν υπάρχει μόνιμη παρακολούθηση του οικοσυστήματος δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς έχει εξελιχθεί η διαδικασία της εγκατάστασης των πληθυσμών των ξενικών ειδών στην περιοχή μας.
Γνωρίζουμε όμως αρκετά για την επικινδυνότητα των ειδών εκείνων που είναι ευμεγέθη όπως λαγοκέφαλος και λεοντόψαρο. Αυτά ως θηρευτές στην ανώτατη βαθμίδα του οικοσυστήματος μπορούν να αλλάζουν τη δομή και τη λειτουργικότητα του οικοσυστήματος. Επίσης, γνωρίζουμε ότι η αποψίλωση των φωτόφιλων φυκών μέχρι τα 10-15μ. βάθος σ’ ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου έχει συντελεστεί από είδη όπως ο γνωστός γερμανός (Siganus) αλλά και από λιγότερο γνωστά όπως το μπλε καβούρι (Portunus segnis)”.