«Θα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα καιρικά δεδομένα, γιατί όλα δείχνουν ότι οδηγούμαστε προς νέες καιρικές συνθήκες όπως αυτές που έχουμε φέτος, οι οποίες σε λίγα χρόνια θα γίνουν μια κανονικότητα».
Αυτά τονίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής – πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης, σχετικά με τις υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφονται αρχές Ιουνίου, στην Ελλάδα.
Παράλληλα, εξηγεί γιατί πλήττονται από καύσωνες συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, όπως, η ανατολική Στερεά Ελλάδα, η Θεσσαλία, η ανατολική Πελοπόννησος, κ.ά.
Ο δείκτης δυσφορίας
Ειδικότερα, όπως σημειώνει ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «ίσως θα πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε μόνο για τις υψηλές θερμοκρασίες, αλλά να μιλάμε και για πιο βιομετεωρολογικά δεδομένα, όπως για παράδειγμα ο δείκτης δυσφορίας» και προσθέτει:
«Ο δείκτης δυσφορίας δεν έχει σχέση μόνο με το πού φθάνει η θερμοκρασία, αλλά ποιο είναι το ποσοστό της υγρασίας, ποια είναι η ηλιακή ακτινοβολία, ποια είναι τα επίπεδα ρύπανσης από την αφρικανική σκόνη, που σημειωτέον είχαμε πολλά φέτος, καθώς και πόση ένταση έχει ο άνεμος, ο οποίος όταν φυσά δρα καταπραϋντικά.
Με βάση τα όσα προανέφερα, δεν είναι μόνο οι υψηλές θερμοκρασίες το πρόβλημα, διότι η δυσφορία που προκαλείται από τις υψηλές θερμοκρασίες έχει σχέση και με άλλους παράγοντες. Άλλωστε, υπάρχει ένας ολόκληρος κλάδος, που λέγεται βιομετεωρολογία, δηλαδή η επίδραση των καιρικών συνθηκών στον ανθρώπινο οργανισμό.
Ίσως, λοιπόν, θα πρέπει να συζητάμε για το ποιος είναι ο δείκτης δυσφορίας, δηλαδή αν, για παράδειγμα, είναι στο κόκκινο, στο πράσινο ή στο κίτρινο και ως εκ τούτου ο κόσμος να αρχίσει σιγά – σιγά να εκπαιδεύεται».
Οι επιβαρυντικές τροπικές νύχτες
Επίσης, ο Ανδρέας Καζαντζίδης σημειώνει ότι «η επιβάρυνση του ανθρώπινου οργανισμού έχει να κάνει και με το γεγονός ότι καταγράφονται υψηλές ελάχιστες θερμοκρασίες κατά τις νυχτερινές ώρες» και συνεχίζει:
«Ναι μεν μεσημβρινές ώρες, όπου οι θερμοκρασίες είναι υψηλές, όλοι μας προσπαθούμε κάπως να προστατευθούμε, αλλά το σημαντικό είναι το πώς διαμορφώνεται η θερμοκρασία τις υπόλοιπες ώρες και κυρίως τη νύχτα. Δηλαδή, είναι σημαντικό η θερμοκρασία να πέφτει τη νύχτα κάτω από τους 25 βαθμούς Κελσίου, διότι όταν τους ξεπερνά, τότε μιλάμε πια για τις λεγόμενες τροπικές νύχτες. Όταν λοιπόν έχουμε σταθερά υψηλές θερμοκρασίες, δηλαδή 40 βαθμούς το μεσημέρι και 28 με 30 τη νύχτα, τότε η επιβάρυνση στον ανθρώπινο οργανισμό είναι σημαντική».
Παράλληλα, όπως υπογραμμίζει, «οι μακροχρόνιες επιπτώσεις από το θερμικό στρες, σύμφωνα με τις στατιστικές, έχουν να κάνουν με ασθένειες, όπως καρδιολογικά προβλήματα, αλλά ακόμα και με θανάτους, γι’ αυτό θα πρέπει να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται».
Σε καλύτερη μοίρα οι παραθαλάσσιες περιοχές
Όσον αφορά στο γεγονός ότι καταγράφονται υψηλότερες θερμοκρασίες στην ανατολική πλευρά της χώρας συγκριτικά με τη δυτική, ο Ανδρέα Καζαντζίδης λέει ότι «αυτό έχει σχέση με την ατμοσφαιρική κυκλοφορία, η οποία ευνοεί τις θερμές αέριες μάζες να κινηθούν προς τις ανατολικές περιοχές, όμως, κάποια άλλη στιγμή θα συμβεί το αντίθετο».
Ακόμη, αναφέρει ότι «στις περιπτώσεις καύσωνα είναι σε πιο καλή μοίρα οι παραθαλάσσιες περιοχές σε σχέση με τις ηπειρωτικές και ειδικά τις πεδινές περιοχές, γι’ αυτό και υπάρχουν κάποια hot – spot ας το πούμε έτσι, όπου οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν πάντα πάρα πολύ ψηλά, όπως είναι οι περιοχές, της Βοιωτίας, της Λάρισας, της Σπάρτης, του Άργους, κ.α., αλλά και πιο βόρεια, όπως οι περιοχές της πεδιάδας της Γιαννιτσών, και των Σερρών».
«Αυτό όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία» τονίζει ο καθηγητής, «είναι το γεγονός ότι οι μετεωρολογικές προγνώσεις και οι οδηγίες που δίνονται, θα πρέπει να είναι λίγο πιο επικεντρωμένες σε επίπεδο περιφέρειας και όχι να λέμε ότι όλη η χώρα καίγεται από τις υψηλές θερμοκρασίες».
Και τούτο διότι, όπως λέει, «οι πολίτες αρχίζουν να θεωρούν ότι οι προγνώσεις είναι υπερβολικές, όταν δεν επιβεβαιώνονται στις περιοχές, όπου κατοικούν».
Όσον αφορά στο γεγονός ότι οι πολλές πυρκαγιές καταγράφονται σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, της Εύβοιας, της Πελοποννήσου, της Δυτικής Ελλάδας και νησιών του Ιονίου, ο Ανδρέας Καζαντζίδης σημειώνει: «Υπάρχουν περιοχές όπου έχουν υψηλούς ανέμους και είναι αρκετά ξηρές, αφού δέχονται λιγότερες βροχές, καθ΄ όλη την διάρκεια της χρονιάς. Παράλληλα, καταγράφονται πάντα σημαντικές διαφορές στις βροχοπτώσεις ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική πλευρά της χώρας, που χωρίζονται από την οροσειρά της Πίνδου και την ορεινή γραμμή στο κέντρο της Πελοποννήσου, δηλαδή από τον Γράμμο μέχρι και τον Ταΰγετο. Ως εκ τούτου, στη δυτική πλευρά της χώρας καταγράφονται οι περισσότερες βροχοπτώσεις και άρα, υπάρχει περισσότερη υγρασία στο έδαφος, σε αντίθεση με την ανατολική, η οποία είναι πιο ευάλωτη. Αν τώρα, αυτό το γεγονός συνδυαστεί και με ανέμους, οι οποίοι τον Αύγουστο συνήθως είναι τα μελτέμια που φυσούν από τον Έβρο, όπου πέρυσι είχαμε τις μεγάλες πυρκαγιές, και φθάνουν μέχρι και την Αττική, τότε μπορούμε να πούμε ότι είναι επιβαρυντικό».