Κατά πολύ μειωμένες είναι οι ποσότητες εισαγωγής καφέ ένα χρόνο μετά την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
Όσο περισσότερο φορολογείται οτιδήποτε, τόσο λιγότερα έσοδα αποφέρει στο Κράτος. Αυτή η γενική διαπίστωση έχει αντιστοιχία και στο κομμάτι του καφέ, για τον οποίο το Κράτος υπολόγιζε ετήσια έσοδα 64 εκατομμύρια ευρώ από τη φορολόγησή του. Οι αρχικές προβλέψεις ωστόσο διαψεύστηκαν πανηγυρικά, αναγκάζοντας το κυβερνητικό επιτελείο να αναπροσαρμόσει τον ετήσιο στόχο στα 33 εκατομμύρια ευρώ για το 2017 και 2018.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα που πραγματοποίησε για τη φορολόγηση του καφέ ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων, εκφράζεται η εκτίμηση πως πέραν από τη μείωση των προσδοκώμενων εσόδων, κατά 50% τουλάχιστον, οι συνολικές απώλειες των κρατικών εσόδων λόγω διόγκωσης της παραοικονομίας και αποψίλωσης του παραγωγικού ιστού, τελικά δεν δίνουν θετικό πρόσημο στην κυβέρνηση.
Η κατάσταση δεν αφήνει καθόλου ανεπηρέαστο το Ηράκλειο και την Κρήτη, καθώς οι εισαγωγές καφέ έχουν μειωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, σύμφωνα με την πρόεδρο του Συνδέσμου Επαγγελματιών Επισιτισμού και Διασκέδασης Νομού Ηρακλείου, Μαρία Χαλβατζή – Αντωνακάκη, το αντιμετωπίζουν οι μεγάλες εταιρείες επώνυμου και ποιοτικού καφέ. Όπως εξηγεί η ίδια, η τεράστια φορολόγηση του καφέ, έχει οδηγήσει τους καταναλωτές σε διαφοροποιημένες συνήθειες κι επιλογές πολύ φθηνότερων προϊόντων, ανεξάρτητα από την ποιότητα.
Την ίδια στιγμή, αρκετοί είναι και οι επιχειρηματίες, οι οποίοι, αφού στην πλειοψηφία τους απορρόφησαν τις αυξήσεις, επιλέγουν πλέον φθηνότερο καφέ ή ακόμα και μη επώνυμους χύμα καφέδες για τη «ροή» τους, σε μια προσπάθεια να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες.
«Οι ποσότητες έχουν μειωθεί κατά πολύ» αναφέρει χαρακτηριστικά η κ. Χαλβατζή – Αντωνακάκη, και προσθέτει:
«Οι καταναλωτές βέβαια γενικά δεν κόβουν τον καφέ, αλλά επιλέγουν τις οικονομικότερες λύσεις για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στα πολλά έξοδά τους.
Κι αυτό έχει συνέπειες σε όλους τους τομείς κι έχουμε επίσης πλέον και φαινόμενα αγοράς χύμα και μη επώνυμων συσκευασμένων καφέδων, άγνωστης ποιότητας».
Υπενθυμίζεται ότι η επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης οδήγησε σε αύξηση της λιανικής τιμής έως και κατά 26 %, κυρίως στα φθηνότερα προϊόντα και μείωση της κατανάλωσης κατά 7%, παρά το γεγονός ότι ένα μέρος της επιβάρυνσης απορροφήθηκε από τις επιχειρήσεις.
Επίσης, οδήγησε σε αύξηση του λαθρεμπορίου, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, τα λαθραία προϊόντα έχουν ήδη καταλάβει περίπου το 10% της αγοράς με σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο για τα δημόσια έσοδα, αλλά και για τον καταναλωτή.