Λύση στο φλέγον θέμα, το οποίο προέκυψε για τις τράπεζες, μετά τη γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), ότι οι παρακρατούμενοι φόροι από τόκους ομολόγων και εντόκων γραμματίων μπορούν να συμψηφιστούν μόνο με τον ετήσιο φόρο εισοδήματος, δίνει η κυβέρνηση.
Με τροπολογία που κατατέθηκε στο υπό συζήτηση νομοσχέδιο του Υπουργείο Οικονομίας προβλέπονται οι εξής ευχέρειες στις τράπεζες:
-Τυχόν πιστωτικές διαφορές, οι οποίες προέκυψαν από τις δηλώσεις εισοδήματος τραπεζών για τα οικονομικά έτη 2009,2011, 2012 και 2013, συμψηφίζονται κατά προτεραιότητα, όταν προκύψει φόρος εισοδήματος και κατά μέρος, όταν ο φόρος επαρκεί για τον παραπάνω συμψηφισμό. Σημειώνεται ότι η παραπάνω διάταξη αφορά στην περίπτωση αδυναμίας συμψηφισμού φόρων, που παρακρατήθηκαν από τόκους ομολόγων και εντόκων γραμματίων, με ετήσιο φόρο εισοδήματος.
Ο συμψηφισμός ξεκινά από τα προγενέστερα έτη.
– Για πιστωτικά υπόλοιπα, που προέκυψαν από δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικών ετών 2011, 2012 και 2013, τα οποία δεν συμψηφίστηκαν εντός περιόδου 5 ετών, που προέβλεπε ο νόμος 4046/2012 επιτρέπεται ο συμψηφισμός τους σε ισόποσες δόσεις, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 10 ετών, με οποιαδήποτε φορολογική υποχρέωση των τραπεζών. Η 10ετία ξεκινά από 1/1/2020 και φθάνει ως το 2030.
Ορίζεται ρητά ότι, σε περίπτωση που πιστωτικά υπόλοιπα έχουν ήδη επιστραφεί από τη φορολογική αρχή δυνάμει τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων γεννάται η υποχρέωση απόδοσης στο Ελληνικό Δημόσιο, όταν και κατά το μέρος που προκόψει φόρος εισοδήματος.
Από τις διατάξεις επέρχεται, επί του κρατικού προϋπολογισμού, απώλεια φορολογικών εσόδων ύψους 30 εκατ. ευρώ περίπου, ετησίως και για 10 χρόνια, αρχής γενομένης από το έτος 2020.